της Μαρίας Δημητριάδη*
Αφήγημα ή πραγματικό δίλημμα: επιθυμούμε δυνατές και οικονομικά εύρωστες ασφαλιστικές εταιρείες ή εταιρείες εγκλωβισμένες, οι οποίες, εισπράττοντας σήμερα ανεπαρκές ασφάλιστρο, καλούνται να εκπληρώσουν όρους συμβολαίων τα οποία δημιουργήθηκαν στις δεκαετίες 1980-1990, βασιζόμενα στις τότε παραδοχές για το προσδόκιμο ζωής, τις ιατρικές μεθόδους, το μέσο κόστος νοσηλείας κ.ά., που σήμερα αντικειμενικά κρίνονται παρωχημένες;
Σε μια αγορά όπως η ελληνική ασφαλιστική αγορά, στην οποία η έλλειψη ασφαλιστικής κουλτούρας συνδυάζεται με την εσωστρέφεια και την αδυναμία δημιουργίας ενός ενιαίου, ισχυρού πόλου διεκδίκησης του αυτονόητου, από τους ομίλους των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, το αποτέλεσμα σίγουρα δεν προβλέπεται ωφέλιμο όχι μόνο για τον ασφαλισμένο και τον διαμεσολαβητή, αλλά και για τις ίδιες τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Πρόσφατα, στα πλαίσια της ιδιότητάς μου ως εκπρόσωπος των ασφαλιστικών πρακτόρων Ν. Αττικής, είχα την ευκαιρία να συναντηθώ με στελέχη Διοίκησης εταιρείας με μακρόχρονη παρουσία στην αγορά, η οποία και διατηρεί στο χαρτοφυλάκιό της μεγάλο αριθμό ισόβιων νοσοκομειακών προγραμμάτων. Δεν σας κρύβω ότι, πραγματικά, με σόκαρε η οπτική και, κατ’ επέκταση, η σχεδιαζόμενη στρατηγική της τόσο απέναντι στους κατόχους αυτών των συμβολαίων, όπως και στον συνεργάτη της, σημειώνοντας ότι, λίγο ως πολύ, η άποψη αυτή απηχεί σε αρκετές των εταιρειών με αντίστοιχα χαρτοφυλάκια.
Σημειώνω εδώ ότι, μέχρι και σήμερα, δεν έχω λάβει καμία πειστική απάντηση στο ερώτημα «γιατί τα νοσηλευτικά ιδρύματα χρεώνουν για την ίδια ιατρική πράξη με τον ίδιο γιατρό διαφορετικό τιμολόγιο στον ασθενή που προσέρχεται ως ιδιώτης και διαφορετικό τιμολόγιο στην ασφαλιστική εταιρεία για λογαριασμό του ασφαλισμένου της».
Χωρίς «όπλα», δηλαδή ισχυρά επιχειρήματα για κάτι διαφορετικό, τι απαντήσεις να δώσεις στον πελάτη σου όταν διαμαρτύρεται εντόνως, και δικαίως τις περισσότερες φορές, για τις υπέρογκες ετήσιες αυξήσεις ασφαλίστρων που επιβάλλονται στο συμβόλαιό του, αντιλαμβανόμενος πλέον και ο ίδιος ότι πρόκειται για κόστη που του μετακυλίονται και οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στην αναίτια αυτή διαφορετική τιμολόγηση;
Πώς να αντιμετωπίσεις πελάτες ηλικίας 55+ που προχωρούν στην ακύρωση των συμβολαίων τους, λόγω της αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στο κόστος, και μάλιστα σε μια ηλικία που το έχουν περισσότερο ανάγκη; Πελάτες που, για δεκαετίες, αναγνωρίζοντας την αξία ασφάλισης του υπέρτατου αγαθού της υγείας, διατήρησαν το ασφαλιστήριό τους, ατομικό ή/και οικογενειακό, στηρίζοντας παράλληλα και εμμέσως τον διαμεσολαβητή τους, την ασφαλιστική εταιρεία και εν τέλει τον ίδιο τον θεσμό;
Οι επαγγελματίες ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, ατομικά ή συλλογικά, μέσω των οργάνων εκπροσώπησής τους, έχουν καταθέσει δημόσια τις θέσεις τους. Σας παραπέμπω μάλιστα και σε πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΑΔΕ για το θέμα αυτό, και, καθημερινά ερχόμενοι σε άμεση επαφή με τον πελάτη τους, συμβάλλουν με όλες τους τις δυνάμεις, και πάντα στο κομμάτι ευθύνης που τους αναλογεί, στην προσπάθεια αντιμετώπισής του για την προστασία του πιο αδύναμου κρίκου αυτής της αλυσίδας, που δεν είναι άλλος από τον καταναλωτή.
Αυτό όμως, από μόνο του, δεν αρκεί. Είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό από όλες τις πλευρές ότι απαιτείται σύγκλιση δυνάμεων για την επίλυσή του όλων όσων επιθυμούν την αγορά μας δυνατή, διατηρώντας το προφίλ του ασφαλιστή και όχι του διαχειριστή κεφαλαίων, σε ένα οικονομικό περιβάλλον που συνεχώς αλλάζει, θέτοντας όλο και πιο αυστηρά οικονομικά, κανονιστικά και νομικά πλαίσια σε όλους τους εμπλεκομένους.
*Η Μαρία Δημητριάδη είναι ασφαλιστικός πράκτορας (Δημητριάδη Ασφαλιστικοί Πράκτορες ΙΚΕ) και πρόεδρος του ΣΠΑΤΕ – Ασφαλιστικών Πρακτόρων Ν. Αττικής.
Aπό το περιοδικό Insurance World (Αφιέρωμα Ασφάλιση Υγείας)