Τα νέα φάρμακα για την παχυσαρκία (αγωνιστές των υποδοχέων GLP-1), όπως Ozempic και Μounjaro κάνουν θραύση σε όλο τον κόσμο και τα έχουν λάβει εκατ. άνθρωποι σε όλο τον κόσμο και χιλιάδες στην Ελλάδα. Ωστόσο, καθώς η χρήση τους αυξάνεται ραγδαία, έχουν προκύψει εύλογα ερωτήματα σχετικά με τη μακροχρόνια ασφάλειά τους — και ειδικότερα με το αν επηρεάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.
Πρόσφατα, δημοσιεύθηκε στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό Annals of Internal Medicine η πρώτη μελέτη που σχεδιάστηκε για να απαντηθεί το κρίσιμο ερώτημα: επηρεάζουν οι αγωνιστές GLP-1 τον κίνδυνο καρκίνου; Τη μελέτη σχολιάζουν η καθηγήτρια Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, η Βιολόγος Αλεξάνδρα Σταυροπούλου και ο καθηγητής Θάνος Δημόπουλος.
Αξίζει να αναφερθεί ότι προηγούμενες μελέτες παρατήρησης είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι τα φάρμακα αυτά ενδέχεται είτε να αυξάνουν τον κίνδυνο συγκεκριμένων μορφών καρκίνου, όπως του θυρεοειδούς και του παγκρέατος, είτε —αντιθέτως— να προσφέρουν προστατευτικό όφελος έναντι ορισμένων καρκίνων που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Τα δεδομένα αυτά όμως δεν ήταν ομοιογενή και βασίζονταν κυρίως σε μη τυχαιοποιημένες μελέτες.
Στη νέα μελέτη οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 48 τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο κλινικές μελέτες, που περιλάμβαναν συνολικά 94.245 συμμετέχοντες. Οι μελέτες εξέτασαν ένα ευρύ φάσμα καρκίνων, μεταξύ των οποίων καρκίνος του θυρεοειδούς, του παγκρέατος, του μαστού, του παχέος εντέρου, του στομάχου, του ήπατος, των νεφρών, των ωοθηκών και του ενδομητρίου, καθώς και σπανιότερες μορφές όπως το πολλαπλούν μυέλωμα και το μηνιγγίωμα.
Σύμφωνα με τη μετα-ανάλυση, η χρήση αγωνιστών των υποδοχέων GLP-1 φαίνεται να έχει μικρή ή μηδενική επίδραση στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου που σχετίζεται με την παχυσαρκία. Για τους πιο συχνούς και κλινικά σημαντικούς καρκίνους —όπως του θυρεοειδούς, του παγκρέατος, του μαστού και των νεφρών— δεν διαπιστώθηκε ούτε αύξηση ούτε μείωση του κινδύνου σε στατιστικά σημαντικό βαθμό.
Για παράδειγμα, στον καρκίνο του θυρεοειδούς, η ανάλυση έδειξε ότι η θεραπεία με αγωνιστές GLP-1 θα μπορούσε να συσχετίζεται με από μία λιγότερη έως εννέα περισσότερες περιπτώσεις ανά 10.000 άτομα που λαμβάνουν τη θεραπεία —μια διακύμανση που θεωρείται μικρή και κλινικά μη καθοριστική. Αντίστοιχα, για τον καρκίνο του παγκρέατος, το εύρος κυμαινόταν από εννέα λιγότερες έως έξι περισσότερες περιπτώσεις ανά 10.000 ασθενείς.
Για άλλες μορφές καρκίνου, όπως του παχέος εντέρου, του ήπατος, της χοληδόχου κύστης, των ωοθηκών και του ενδομητρίου, τα δεδομένα έδειξαν επίσης ελάχιστη ή καμία επίδραση, αν και με χαμηλότερο βαθμό βεβαιότητας. Μόνο για τον καρκίνο του στομάχου τα αποτελέσματα χαρακτηρίστηκαν «πολύ αβέβαια», λόγω διαφορών και περιορισμών στα διαθέσιμα δεδομένα.
Διαβάστε περισσότερα στο virus.com.gr













