του Δημήτρη Γαβαλάκη*
Στο τέλος Μαρτίου, η Ελληνική Στατιστική Αρχή επικαιροποίησε, για το 2022, τα δεδομένα που αφορούν το Σύστημα Λογαριασμών Υγείας (ΣΛΥ). Το συγκεκριμένο δελτίο έχει πολλά ενδιαφέρονται στοιχεία, αλλά αυτό που σίγουρα αξίζει να κρατήσουμε είναι ότι ένα πολύ μεγάλο ποσό των δαπανών υγείας για νοσοκομειακή περίθαλψη καλύπτεται από ιδιωτικούς πόρους.
Η ιδιωτική ασφάλιση κάλυψε τα 540 εκατομμύρια από τα περίπου 2,42 δισ. των δαπανών που καλύφθηκαν από ιδιωτικούς πόρους, δηλαδή όχι από τον δημόσιο τομέα, τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης και τη γενική κυβέρνηση.
Η συνολική χρηματοδότηση των δαπανών υγείας παρουσίασε αύξηση κατά 5,4% το 2022 σε σχέση με την αντίστοιχη χρηματοδότηση του έτους 2021. Ειδικότερα, η δημόσια χρηματοδότηση παρουσίασε αύξηση κατά 5,0% το 2022 σε σχέση με το 2021, ενώ η ιδιωτική χρηματοδότηση παρουσίασε αύξηση κατά 5,7% το έτος 2022 σε σχέση με το 2021.
Η ιδιωτική υγεία, προφανώς, αποτελεί μία επιπλέον επιλογή για όσους ανθρώπους έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτήν, ταυτόχρονα όμως η μη χρήση από αυτούς του δημόσιου συστήματος υγείας αποτελεί όφελος για την Πολιτεία, απελευθερώνοντας μέρος της πίεσης που δέχονται οι κρατικές δομές.
Η δεκαετής κρίση και οι επιπτώσεις της τόσο στις τιμές των παρόχων ιδιωτικής υγείας όσο και στις αμοιβές των γιατρών, άρα και, κατά συνέπεια, στην τιμολόγηση των ασφαλιστηρίων υγείας, «εκπαίδευσε» την ασφαλιστική αγορά και τους πελάτες της σε τιμές που σήμερα φαντάζουν αρκετά χαμηλές, για να αντιμετωπίσουν τη βίαιη προσαρμογή στα κόστη που προκύπτουν. Τα ασφάλιστρα, την τελευταία τριετία, ανεβαίνουν με γοργούς ρυθμούς χωρίς, δυστυχώς, να ανεβαίνουν ανάλογα τα εισοδήματα των πολιτών.
Ταυτόχρονα, οι ασφαλιστικές εταιρείες, χρησιμοποιώντας το πλαίσιο που θέτει η τροποποίηση του ν. 2441/94, όπως ψηφίστηκε τον 10/2020, προχωρούν σε ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις για συμβόλαια υγείας μακροχρόνιου χαρακτήρα, τα οποία διατηρούν στο χαρτοφυλάκιό τους και τα οποία θεωρούν ότι είναι ιδιαίτερα ζημιογόνα.
Όλοι, ταυτόχρονα, αναζητούμε τον ανταγωνισμό στην ιδιωτική υγεία, ο οποίος θα μπορέσει να αποτελέσει μηχανισμό συγκράτησης αυτού του κόστους, αλλά αυτό δεν διαπιστώνεται, για λόγους τους οποίους μπορούμε να αντιληφθούμε, αλλά μάλλον δύσκολα θα αποδείξουμε.
Όλα τα στοιχεία, λοιπόν, δείχνουν ότι ιδιωτική ασφάλιση θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα να ανεβάσει το μερίδιό της στην κάλυψη των ιδιωτικών δαπανών υγείας στα επόμενα χρόνια αν δεν υπάρξουν κρίσιμες παρεμβάσεις. Η αύξηση αυτού του μεριδίου δεν αποτελεί μόνο πρόκληση για την αγορά, αλλά και αναγκαιότητα για την Πολιτεία αν επιθυμεί να βοηθήσει την αποσυμπίεση στο δημόσιο σύστημα υγείας.
Ως Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθήνας, και άρα ως σύμβουλοι της Πολιτείας, αλλά ταυτόχρονα και φορέας ο οποίος στηρίζει την ανάπτυξη της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, οφείλουμε να προσπαθούμε να πείσουμε την κυβέρνηση για την αξία της θέσπισης, εκ νέου, των φορολογικών κινήτρων για τα ασφάλιστρα του κλάδου ζωής και υγείας, όπως ίσχυαν πριν από τα μνημόνια και ταυτόχρονα την εξάλειψη της διπλής φορολόγησης στον κλάδο υγείας, την είσπραξη δηλαδή από τη μία φόρου ασφαλίστρου για τα ασφάλιστρα υγείας αλλά ταυτόχρονα την καταβολή ΦΠΑ στις νοσοκομειακές δαπάνες οι οποίες αποζημιώνονται από τα συγκεκριμένα ασφάλιστρα. Όλα τα στοιχεία, άλλωστε, αποδεικνύουν ότι πάνω από το 75% των ασφαλίστρων υγείας μετατρέπονται κάθε χρόνο σε αποζημιώσεις υγείας.
Από την άλλη, η αγορά πρέπει να μπορέσει να εκμεταλλευτεί, με κάθε μέσο που διαθέτει, δημιουργώντας πίεση και ανησυχίες στους παρόχους υγείας για τα μελλοντικά έσοδα τα οποία μπορούν να προσβλέπουν από αυτές.
Η θέσπιση των απογευματινών χειρουργείων, παρότι δεν θα δημιουργήσει σύντομα αποτύπωμα στη συμπεριφορά των ασφαλισμένων, μιας και για ένα διάστημα θα καλύπτεται το κόστος τους από το κράτος, θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό πίεσης. Η αγορά μπορεί να δώσει το μήνυμα στην Πολιτεία ότι θα στηρίζει με αντίστοιχα προγράμματα πρωτοβουλίες για χρήση των δημόσιων νοσοκομείων και των γιατρών τους όταν θα δίνονται επιλογές βελτίωσης των συνθηκών νοσηλείας στους ασφαλισμένους.
Επίσης, παρότι προφανώς είναι δύσκολη επιλογή, κάποιες ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει να τολμήσουν είτε να επενδύσουν περισσότερο σε επιδοματικά προϊόντα είτε να επανασχεδιάσουν τον τρόπο λειτουργίας της έννοιας των συμβεβλημένων νοσοκομείων και του τρόπου καταβολής των αποζημιώσεων.
Τέλος, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές μπορούν και αυτοί να συνεισφέρουν στην προσπάθεια. Είναι χρήσιμο να κατανοήσουμε ότι η περίοδος στην οποία τα συμβόλαια υγείας μπορούσαν να «πουληθούν» εύκολα, λόγω χαμηλού κόστους και ταυτόχρονα απόλυτης απαξίωσης των δημόσιων νοσοκομείων, λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της ελαχιστοποίησης των πόρων, πέρασε.
Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής πρέπει να βοηθήσει τον πολίτη να κατανοήσει ότι ένα συμβόλαιο υγείας είναι μια σημαντική επένδυση για τη ζωή του, η οποία θα του απορροφά ένα σεβαστό κόστος του οικογενειακού του προϋπολογισμού για όλη του τη ζωή, εξασφαλίζοντας όμως την ελευθερία επιλογής φορέα και γιατρού για την αποκατάσταση της υγείας του.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για τη δυσκολία της άσκησης και τη συνθετότητα του προβλήματος. Οι προβληματισμοί που απασχολούν έντονα την αγορά το τελευταίο διάστημα –και η δημόσια συζήτηση– είναι γόνιμοι και ο καθένας μας πρέπει να βάλει το δικό του λιθαράκι στην προσπάθεια αναζήτησης εφικτών και αποτελεσματικών λύσεων.
* Ο Δημήτρης Γαβαλάκης είναι γενικός γραμματέας και πρόεδρος της Επιτροπής Διαμεσολάβησης του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών
Από το περιοδικό INSURANCE WORLD (AΦΙΕΡΩΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΥΓΕΙΑΣ, ΤΕΥΧΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ-ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024)