του Νίκου Σακελλαρίου
Είθισται εμείς οι δημοσιογράφοι να λέμε ότι οι ασφαλιστικές εργασίες των τραπεζών συνεισφέρουν στο 20-30% επί της συνολικής παραγωγής των εταιρειών που διαθέτουν bancassurance. Mήπως θα ήταν καλύτερο να λέγαμε ότι απορροφούν για δικά τους προιόντα ένα άλλο 20-30% των κεφαλαίων που πηγαίνουν προς αυτές; Και για να εξηγήσουμε τι εννοούμε θα σας περιγράψουμε εν συντομία πρόσφατα περιστατικά στα οποία ήμασταν μάρτυρες σε καταστήματα τραπεζών που έχουν και ισχυρό bancassurance.
Στο πρώτο περιστατικό, ο επενδυτής ζητούσε να τοποθετήσει τα λεφτά του από τη λήξη μίας προθεσμιακής κατάθεσης σε ένα προϊόν με μεγάλη ασφάλεια που θα του έδινε και σύνταξη. Προφανέστατα ο άνθρωπος ζητούσε ένα αποταμιευτικό-συνταξιοδοτικό προϊόν από την γκάμα που πρόσφερε η ασφαλιστική μέσω του bancassurance. Η τραπεζική υπάλληλος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον κάνει να επιλέξει να ανοίξει μία νέα προθεσμιακή κατάθεση. Ήταν σαφές ότι η τράπεζα είχε δώσει οδηγίες να μην βγαίνει ούτε ένα ευρώ από τις καταθέσεις της (το γνωρίζουμε γαρ ότι έχουν προβλήματα εκροών). Τελικά με τα χίλια ζόρια , ο πελάτης κατάφερε να εξασφαλίσει μόνο μία μπροσούρα με τα συνταξιοδοτικά προϊόντα της ασφαλιστικής και η υπάλληλος σταμάτησε να ασχολείται μαζί του.
Στη δεύτερη περίπτωση, ακόμα χειρότερη, ο υπάλληλος αφού απαρίθμησε τα τραπεζικά προϊόντα και τις (χαμηλές) αποδόσεις που γνωρίζουμε προσπαθούσε να ‘αποδομήσει’ τα ασφαλιστικά προϊόντα που ζητούσε ο πελάτης. ‘Ξέρουμε, αν δεν θα κλείσει η (πολυεθνική) εταιρεία;’ ρωτούσε δήθεν, ρητορικά. ‘Τα τραπεζικά προϊόντα είναι εγγυημένα’ επέμενε. Βεβαίως , εάν κάποιος του έλεγε ότι τα ασφαλιστικά προϊόντα δεν μπορούν να ‘κουρευτούν’ όπως οι καταθέσεις, θα τον διέψευδε αμέσως.
Από τα περιστατικά αυτά (είναι αληθινά και τα έχουμε δει όλοι μας) καταλαβαίνει κάποιος ορισμένα βασικά πράγματα. Πρώτον την κατάσταση των τραπεζών, τις εντολές που έχουν πάρει οι τραπεζο-υπάλληλοι, την έλλειψη ουσιαστικών γνώσεών περί των ασφαλιστικών προϊόντων και την γενικότερη αδιαφορία για την εφαρμογή του σωστού bancassurance.
Τελικά, παρά τις όποιες υπερβολές, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβούντες έχουν κάθε δίκιο να διαμαρτύρονται όχι μόνο γιατί χάνουν δουλειές αλλά κυρίως γιατί διαστρεβλώνεται και συκοφαντείται πολλές φορές η εικόνα της ασφαλιστικής αγοράς.