Ακροβατεί στην εφαρμογή της η Solvency II

Σε διχασμό έχουν οδηγήσει την ασφαλιστική βιομηχανία στις Η.Π.Α.οι νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις, που θα τεθούν σε ισχύ από το τέλος του επόμενου έτους, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας Solvency II. Από τη μια πλευρά, οι πολυεθνικές εταιρείες τάσσονται υπέρ της «αναθεώρησης» των κεφαλαιακών απαιτήσεων, με στόχο να πλησιάσουν τα διεθνή πρότυπα και, από την άλλη, οι αμερικανικές ασφαλιστικές εταιρείες αντιτίθενται σε οποιαδήποτε μεγάλης κλίμακας αναθεώρηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Αν οι αμερικανικές ασφαλιστικές καταφέρουν να αντισταθούν στην υιοθέτηση τη νέας οδηγίας και συνεχίσουν να λειτουργούν με τις υφιστάμενες κεφαλαιακές απαιτήσεις, θα έχουν κερδίσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σύμφωνα με τον Howard Mills, επικεφαλής σύμβουλο στο τμήμα ασφαλιστικής πρακτικής στην Deloitte.

Στόχος της οδηγίας, στην ουσία, είναι ο εκσυγχρονισμός του πλαισίου και του μοντέλου λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ούτως ώστε να εμπνέουν περισσότερη εμπιστοσύνη σε οίκους αξιολόγησης, αναλυτές, επενδυτές και πελάτες.

Η ανάπτυξη διεθνών προτύπων θεωρείται από ηγετικές εταιρείες του κλάδου και ρυθμιστικές αρχές ως ο καλύτερος τρόπος για την προώθηση ανοικτών διεθνοποιημένων ασφαλιστικών αγορών, με παράλληλη προστασία των αγοραστών και των ασφαλισμένων.

Η οδηγία Φερεγγυότητα II θα τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2013 και αναμένεται ότι η εναρμόνιση αυτή θα κοστίσει στην ασφαλιστική βιομηχανία εκατοντάδες εκατ. δολάρια. Οι Lloyd’s έχουν ήδη δαπανήσει, από το 2009, 112 εκατ. δολάρια σε θέματα που σχετίζονται με την οδηγία και η αγορά του Λονδίνου εκτιμά ότι θα έχει περάσει τα 486 εκατ. δολάρια μέχρι να υιοθετήσει όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία. 

Οι Lloyd’s, ωστόσο, πιέζουν από την πλευρά τους, για να μειωθεί το ποσό του κεφαλαίου που οι ασφαλιστές θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους, σε περίπτωση που η εταιρεία τους εκτεθεί σε μεγάλη ζημία. «Είναι ολοφάνερο ότι η τυποποιημένη μέθοδος δε λειτουργεί για παγκόσμιους παίκτες όπως οι Lloyd’s»,αναφέρει ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, Richard Ward, και προσθέτει ότι «η βαθμονόμηση είναι ιδιαίτερα αυστηρή, ιδίως στις υποθέσεις που σχετίζονται με τον κίνδυνο καταστροφής».

Οι μεγαλύτεροι ασφαλιστικοί όμιλοι της Ευρώπης, επίσης, συνασπίζονται, διεκδικώντας ευνοϊκότερους όρους στα όσα προβλέπει η οδηγία. Η Munich Re, λόγου χάριν, επιμένει οι αρμόδιες αρχές να δώσουν τη δυνατότητα μιας μεταβατικής περιόδου πέντε ετών στις ασφαλιστικές εταιρείες, προκειμένου να υιοθετήσουν τους νέους κανόνες.

Πολλές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν, επίσης, δηλώσει ότι το κόστος συμμόρφωσης είναι πιθανό να μετακυλιστεί στους αγοραστές με τη μορφή υψηλότερων επιτοκίων.

Μεσοπρόθεσμα, οι επιπτώσεις των απαιτήσεων για τις ασφαλιστικές εταιρείες θα είναι περισσότερο αισθητές σε θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες στις Η.Π.Α. με μητρικές εταιρείες στην Ε.Ε. Οι επιπτώσεις αυτές εκτείνονται από τη θέση του κεφαλαίου μιας εταιρείας, τα προγράμματα διαχείρισης κινδύνων, τη στρατηγική του προϊόντος, τους πόρους και την τεχνολογία, αναφέρει ο Mills.

Μακροπρόθεσμα, οι απαιτήσεις για τις αμερικανικές θυγατρικές αναμένεται να μεταβάλουν ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο. Μέρα με την ημέρα, οι αποφάσεις θα βασίζονται στην έκθεση στον κίνδυνο.

Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο αναμένεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις και σε επίπεδο τεχνολογίας, καθώς θα απαιτήσει νέες τεχνικές στην ανάλυση κινδύνου. Εδώ και πολλά χρόνια, οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές μεταξύ των ασφαλιστικών έχουν οδηγήσει τη βιομηχανία στο να βασίζεται σε ένα συνονθύλευμα βάσεων πληροφοριών, που συχνά δεν εμφανίζουν διαύλους επικοινωνίας μεταξύ τους.

Στο σύνολό του ο ασφαλιστικός κλάδος των Η.Π.Α. θεωρεί απίθανη την εφαρμογή όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο. Ωστόσο, στις Η.Π.Α. αφενός η Ένωση Ασφαλιστικών Επιτρόπων των Η.Π.Α.συντάσσεται με την πλήρη εναρμόνιση, έχοντας ως στόχο να εκσυγχρονίσει τα αμερικανικά πρότυπα, όσον αφορά στις κεφαλαιακές απαιτήσεις, και αφετέρου η Ένωση Ασφαλιστών των Η.Π.Α. έχει επιστήσει την προσοχή στις επιπτώσεις της οδηγίας. Δε μένει παρά να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις, για να διαπιστώσουμε το πώς, και σε τι ποσοστό, θα εφαρμοστεί η οδηγία.

Πηγή: Risk & Insurance