Συνταξιοδοτικό: Ο βέβαιος κίνδυνος του ενεργού πληθυσμού

του Γιάννη Γιαννέτσου, Διευθύνοντος Συμβούλου της SafeWealth Financial Consulting, εταιρείας με εξειδίκευση στο Voluntary Employee Benefit

Ένα από τα βασικότερα αγαθά στην ζωή είναι το εισόδημα. Αποτελεί το μέσο για να καλύπτουμε τις βιοτικές μας ανάγκες, αλλά και να πραγματοποιούμε τις επιθυμίες και τα όνειρά μας. Οι πηγές του εισοδήματος σε έναν άνθρωπο είναι τρεις: α) η εργασία, β) τα κεφάλαια και γ) η φιλανθρωπία.

Κατά την παραγωγική μας περίοδο, δηλαδή στα 35- 40 έτη, όταν όλα πάνε καλά, συνήθως οι περισσότεροι διαβιούμε μέσω του πρώτου παράγοντα, δηλαδή μέσω της εργασίας.

Οι κοινωνίες γενικά αποτελούνται από δύο κατηγορίες πληθυσμιακές: α) τον ενεργό εργασιακά πληθυσμό και β) τον μη ενεργό πληθυσμό, που αποτελείται κατά κύριο λόγο από ανηλίκους και υπερηλίκους. 

Η πρώτη κατηγορία είναι υποχρεωμένη κατά την παραγωγική της περίοδο να καλύψει τις δικές της εισοδηματικές ανάγκες, αλλά και να καλύψει τις εισοδηματικές ανάγκες του μη ενεργού πληθυσμού. Για τα ανήλικα τέκνα αποτελεί ατομική υποχρέωση, αν και εφ’ όσον υπάρχουν, για δε τους υπερήλικες (οι περισσότεροι εκ των οποίων απλά προηγήθηκαν στην κατηγορία του ενεργού πληθυσμού) αποτελεί κοινωνική υποχρέωση. 

Έτσι, με την ανάπτυξη του πληθυσμού, κυρίως μεταπολεμικά, όπου υπήρξε και μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, άρα και πολλές θέσεις εργασίας, αναπτύχθηκαν από τα κράτη τα Συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης. Στηρίχθηκαν στην αρχή της διαδοχής των γενεών και χαρακτηρίζονται ως αναδιανεμητικά. Αυτό, πολύ απλά σημαίνει ότι οι σημερινοί εργαζόμενοι συνεισφέρουν ένα μέρος του εισοδήματός τους, προκειμένου να καλυφθούν οι εισοδηματικές ανάγκες των υπερηλίκων, που ανήκουν στον μη ενεργό πληθυσμό, δηλαδή δεν εργάζονται. Αυτό καλείται σύνταξη.

Σαν αρχή είναι κοινωνικά δίκαιο και ουσιώδες σύστημα. Όταν οι εργαζόμενοι είναι ολοένα και περισσότεροι από τους συνταξιούχους, που καλούνται να θρέψουν το σύστημα όχι μόνο λειτουργεί, αλλά και δημιουργεί αποθέματα για περαιτέρω έσοδα και πρόβλεψη μελλοντικών υποχρεώσεων. Στις πρώτες δεκαετίες που εδραιώθηκαν αυτά τα συστήματα υπήρχαν και με το παραπάνω όλες αυτές οι προϋποθέσεις. Καθώς όμως τα κοινωνικά, επιστημονικά και οικονομικά δεδομένα άλλαζαν και μάλιστα ραγδαία, δημιουργήθηκαν συνθήκες που ανέτρεψαν την ευστάθεια του συστήματος και από πλεονασματικό έγινε επικίνδυνα ελλειμματικό.

Οι βασικότεροι παράγοντες, που συνετέλεσαν στην αποδόμηση της βιωσιμότητας του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, είναι επιγραμματικά οι ακόλουθοι:
1. Η αλλαγή στο προσδόκιμο ζωής
2. Η υπογεννητικότητα
3. Η διαχείριση των αποθεματικών
4. Η εισφοροδιαφυγή
5. Οι πρόωροι συνταξιούχοι
6. Η μαύρη εργασία
7. Οι συντάξεις σε ομάδες χωρίς πρότερες εισφορές
8. Το μεγάλο πλήθος ταμείων

Όλα τα παραπάνω, οδήγησαν τη σχέση εργαζόμενων προς συνταξιούχους από το ελάχιστο όριο βιωσιμότητας του συστήματος 1:4 (ένας συνταξιούχος συντηρείται από τέσσερις εργαζόμενους) σε πολλές περιπτώσεις κάτω από 1:2 (ένας συνταξιούχος να πρέπει να συντηρείται από λιγότερο από δύο εργαζόμενους). Έτσι, το κράτος αναγκάζεται να χρηματοδοτεί από τα έσοδα (φορολόγηση) τα ελλείμματα του συστήματος. Άρα, πάλι τα έσοδα είναι από τους εργαζόμενους και τη φορολόγησή τους, πράγμα που ασφαλώς έχει όριο και δεν μπορεί να κάνει το σύστημα βιώσιμο.

Από τα παραπάνω με εξαίρεση τους πρώτους δύο παράγοντες δυνητικά οι υπόλοιποι θα μπορούσαν να ελεγχθούν. Οι πρώτοι δύο όμως όχι μόνο δεν μπορούν να ελεγχθούν αλλά βαίνουν επιδεινούμενοι. Έτσι ενώ για παράδειγμα στην Ελλάδα το 1970 είχαμε 2,38 παιδιά ανά γυναίκα, στις ημέρες μας ο δείκτης είναι 1,25 παιδιά ανά γυναίκα, δηλαδή περίπου τα μισά παιδιά. Αντίστοιχα, με την βελτίωση της ιατρικής επιστήμης, αυξήθηκε το προσδόκιμο ζωής (άρα και τα έτη που παραμένουν οι υπερήλικες στον μη ενεργό πληθυσμό) από 71 έτη το 1970, στα 78,2 έτη το 2005 και στα 82 έτη σύμφωνα με τις προβλέψεις το 2050.

Πρακτικά λοιπόν έχουμε λιγότερους εργαζόμενους στο σύστημα (υπογεννητικότητα) και παράλληλα περισσότερους και πιο μακροχρόνια διαβιούντες υπερήλικες (Μακροζωία). Με βάση τα ανωτέρω, δεν μπορούμε να αναμένουμε ούτε να γεννιούνται τα διπλάσια ή τριπλάσια παιδιά -με δεδομένες τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών- κάτι που αν γινόταν ούτως ή άλλως θα επέφερε οικονομική ύφεση, ούτε μαζική θνησιμότητα των υπερήλικων. Μάλιστα αναμένεται το αντίθετο, καθώς οι μελέτες δείχνουν πως στην Ελλάδα οι κάτοικοι άνω των 65 αντιστοιχούσαν το 1970 στο 11,1% του πληθυσμού, το 2005 στο 18,2% και στο 2050 θα αντιπροσωπεύουν το 30,2%.
Έτσι η αναλογία των ηλικιωμένων ανά 100 εργαζόμενους αυξάνεται από 17% το 1970 στο 27%100 στο 2005 και θα φθάσει στο 54%100 στο 2050.

Ενώ το 1970 το κόκκινο πάνω από το μπλε ήταν σχετικά άνετο βάρος το 2005 είναι πλέον δυσβάσταχτο και το 2050 αδύνατον να σηκωθεί. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Αύξηση των εισφορών είναι αδύνατη, αύξηση του εργατικού βίου οριακή, χρηματοδότηση από την κοινωνία μέσω φορολόγησης αδύνατη. Ήδη οι συνταξιοδοτικές δαπάνες αποτελούσαν το 2000 το 12,6% του ΑΕΠ, το 2020 θα φτάσουν το 15,4% και το 2050 το 24,8% του ΑΕΠ αν δεν ληφθούν μέτρα.

Είναι πλέον σαφές ότι το κράτος πρόνοιας, μετά από γενναίες αλλαγές που επιβάλλεται να κάνει, θα μπορέσει στην καλύτερη περίπτωση να σώσει ένα ελάχιστο πλέγμα κοινωνικής προστασίας, με εγγύηση ενός κατώτατου ορίου φτώχιας, είτε σε οικονομικά αδύνατες ομάδες, είτε σε άτομα που δεν προνόησαν να δημιουργήσουν επαρκείς εισοδηματικές πηγές πέραν από την εργασία- δηλαδή κεφάλαια.

Ήδη μέχρι 500 ευρώ είναι το 65% των συντάξεων, από 501- 800 ευρώ το 20% και άνω των 801 ευρώ μόλις το 15%. Με βάση τα ανωτέρω και με δεδομένο ότι υπάρχει πλαφόν στις ανώτερες συντάξεις τα ποσοστά αναπλήρωσης του εισοδήματος επί του εισοδήματος πριν την αποχώρηση από την εργασία είναι εξαιρετικά μικρά. 

Ενδεικτικά για εισοδήματα άνω των 2.500 το μήνα σε πολλές περιπτώσεις είναι κάτω του 50% του τελευταίου μισθού ενώ για ποσά άνω των 5.000 ευρώ το μήνα είναι κάτω από το 25%. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως χωρίς να αλλάξουν τα δεδομένα προς το χειρότερο, πράγμα μάλλον αδύνατο, ένας άνθρωπος με εισόδημα περίπου 3.000 ευρώ το μήνα θα πρέπει να ξέρει ότι το κράτος μπορεί να του εξασφαλίσει περίπου το 1/3. Το υπόλοιπο εισόδημα που του λείπει θα πρέπει να το εξασφαλίσει από την αποταμίευση και τις επενδύσεις, μέρους του εισοδήματός του κατά τον εργασιακό του βίο. Σε αυτή την περίπτωση ο χρόνος δημιουργίας των κεφαλαίων που θα κλιθούν να καλύψουν το ελλείπων εισόδημα κατά την διακοπή της εργασίας, είναι πολύ καθοριστικός παράγοντας. Μια καθυστέρηση μιας 10ετίας θα μπορούσε να σημαίνει επιπλέον μηνιαία επιβάρυνση για όλο το υπόλοιπο διάστημα της τάξεως του + 76%.

Επί παραδείγματι, το μηνιαίο κόστος αποταμίευσης για έναν άνδρα 30 ετών για μια σύνταξη 300 ευρώ το μήνα στο 65ο έτος θα ήταν περί τα 64 ευρώ το μήνα, ενώ αν αποφάσιζε να επιτύχει τον ίδιο οικονομικό στόχο μια δεκαετία αργότερα, ξεκινώντας στα 40, το κόστος θα ήταν 112 ευρώ το μήνα για όλο το υπόλοιπο διάστημα. 

Σημαντικό ρόλο παίζουν και άλλοι παράγοντες όπως, ο πληθωρισμός, τα επιτόκια απόδοσης των χρημάτων, το ποσοστό αναπροσαρμογής της σύνταξης, τα εργασιακά- συνταξιοδοτικά δικαιώματα του υφιστάμενου κοινωνικού ταμείου κα.

Όπως γίνεται αντιληπτό, το συνταξιοδοτικό πρόβλημα είναι ο μόνος προβλέψιμος και βέβαιος κίνδυνος του ενεργού εργατικού δυναμικού και ο οποίος έχει καθαρά ατομικό χαρακτήρα και συνέπειες. Η βασική πρόνοια επαφίεται στον ίδιο τον εργαζόμενο. Όταν παρουσιασθεί, θα είναι αδύνατον να αντιμετωπισθεί τότε. Η μόνη λύση του είναι ο χρόνος για την δημιουργία επαρκών κεφαλαίων που θα αναπληρώσουν το εισοδηματικό κενό της διακοπής της εργασίας και της πενιχρής κρατικής επιχορήγησης, στα όρια φτώχιας.

Απαιτείται έγκαιρος Συνταξιοδοτικός Σχεδιασμός, ο οποίος θα αποτυπώνει την ατομική κατάσταση του εργαζόμενου, τα πραγματικά οικονομικά κενά που δημιουργούνται και το φάσμα των εναλλακτικών τρόπων κάλυψης αυτών των κενών. Παράλληλα, απαιτείται τακτική παρακολούθηση και επανασχεδιασμός σε τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να επιτευχθούν οι οικονομικοί στόχοι του εργαζόμενου. 

Κάτι τέτοιο απαιτεί εξειδικευμένους συμβούλους συντάξεων, που να γνωρίζουν σε βάθος τα δεδομένα τόσο της οικονομίας, όσο και των Κοινωνικών Ταμείων, προκειμένου να συντάξουν, να υλοποιήσουν και να παρακολουθούν στενά ένα ατομικό Συνταξιοδοτικό σχεδιασμό. Σε τελική ανάλυση, ισχύει η ρήση πως «Κανείς δεν σχεδιάζει να αποτύχει οικονομικά, απλά οι περισσότεροι αποτυγχάνουν να σχεδιάσουν».