Πρωταγωνιστής της ανάκαμψης ο τραπεζικός κλάδος

Με «νότα» αισιοδοξίας ότι το τραπεζικό σύστημα θα είναι αυτό που θα συμβάλει στην ανάκαμψη και εν συνεχεία στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, παρά το γεγονός ότι η δημοσιονομική συγκυρία στην Ελλάδα περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα, ολοκλήρωσε τις εργασίες του το 3ο Banking Money Conference.

Το συνέδριο άρχισε τις εργασίες του με τον κ. Aryam Vazquez, Vice President, Economist-Country Risk Global Emerging Markets, της Wells Fargo, ο οποίος μέσα από την βασική του ομιλία, αφού αναφέρθηκε στην δυσάρεστη οικονομική θέση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία, προέτρεψε την ελληνική κυβέρνηση να πάρει άμεσα μέτρα για να ανακτήσει η Ελλάδα τη φήμη και την εικόνα της στις διεθνείς αγορές και το εξωτερικό. 

Την εκτίμηση ότι ο αριθμός των τραπεζών στη χώρα μας θα είναι μικρότερος σε 6 με 12 μήνες, εξέφρασε ο διευθύνων σύμβουλος της T. Bank, Γιώργος Χατζηνικολάου.

Μιλώντας στο Banking Money Conference, ο κ. Χατζηνικολάου υποστήριξε ότι οι συγχωνεύσεις δεν αντιμετωπίζουν άμεσα το θέμα της κεφαλαιακής επάρκειας και της ρευστότητας των τραπεζών, προσθέτοντας ότι για να έρθουν νέα κεφάλαια στις τράπεζες οι λύσεις είναι είτε η υπαγωγή στο ταμείο σταθερότητας, είτε η είσοδος ξένων παικτών. Στο ίδιο συνέδριο, ο καθηγητής χρηματοοικονομικών του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και πρώην σύμβουλος της Τράπεζας της Αγγλίας, κ. Δημήτρης Τσομώκος, τόνισε ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν πρέπει να αποχωρήσουν από τα Βαλκάνια και ότι δεν πρέπει να συρρικνωθεί ο πολυμερισμός των χαρτοφυλακίων τους. Υποστήριξε, επίσης, ότι η δημιουργία εθνικών πρωταθλητών δεν αποτελεί λύση αλλά, αντίθετα, μπορεί να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα.

Αν η Ελλάδα πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί στο Μνημόνιο και υλοποιήσει τα προβλεπόμενα διαρθρωτικά μέτρα, υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες να επιστρέψει στις αγορές στα τέλη 2011, δήλωσε ο Steven Major, επικεφαλής του τμήματος σταθερού εισοδήματος της HSBC.

Μιλώντας στο πάνελ του MC για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα ο κ. Major, προέβλεψε ότι το παρόν οικονομικό πρόγραμμα θα επεκταθεί πέραν του 2013. Στην ίδια εκδήλωση, ο κ. Aryam Vázquez, αντιπρόεδρος της αμερικάνικης τράπεζας Wells Fargo, τόνισε ότι έχει μία πιο αισιόδοξη άποψη για τα οικονομικά τεκταινόμενα στην Ελλάδα και ανησυχεί λιγότερο για τις ελληνικές τράπεζες. 

Από την σκοπιά του ο κ. Χαραλαμπάκης, οικονομολόγος του Blackstone Group, δήλωσε ότι είναι απαισιόδοξος για τα ομόλογα γενικά και πρόσθεσε ότι θεωρεί σχεδόν σίγουρη την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους σε κάποιο σημείο τα επόμενα χρόνια. Ο κ. Χρήστος Αβραμίδης, Διευθυντής Στρατηγικού Σχεδιασμού & Σχέσεων με Επενδυτές, της Proton Bank, αφού κατέγραψε την κατάσταση του τραπεζικού χώρου όπου χαρακτηρίζεται από τη χαμηλή ρευστότητα,  επισήμανε ότι δύσκολα θα επιστρέψει η πιστωτική ικανότητα των τραπεζών στους χαλαρούς όρους χρηματοδότησης του παρελθόντος. 

Από την πλευρά του ο κ. Ανδρέας Αθανασόπουλος, Βοηθός Γενικός Διευθυντής Λιανικής Τραπεζικής στην Εθνική Τράπεζα, ανέφερε το πρόβλημα ρευστότητας που έχουν οι ελληνικές επιχειρήσεις  που φτάνει στο 35% και πρότεινε ως μοναδική λύση την αναχρηματοδότηση των επιχειρήσεων, μέσω των δανείων.

Την ευθύνη του κράτους για τη σημερινή οικονομική κρίση και κατ’ επέκταση των τραπεζών τόνισε στην παρέμβασή του ο κ. Θεόδωρος Βάρδας, Πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικών Πωλήσεων Ελλάδος (Σ.Ε.Λ.Π.Ε.) και συνέχισε λέγοντας ότι το ίδιο το κράτος οφείλει να συμβάλει στην έξοδο από την κρίση μέσω των τραπεζικών ομολόγων για την εξόφληση των χρεών. Τονίζοντας με έμφαση ότι η ρευστότητα των επιχειρήσεων είναι αυτή που θα τονίσει την αγορά, κατέληξε ότι το κράτος πρέπει να εξασφαλίσει την φερεγγυότητα στις διεθνείς αγορές.

Τις εργασίες του συνεδρίου ολοκλήρωσε ο κ. Νίκος Δήμου, συγγραφέας, με μια ελεγεία προς το επάγγελμα των τραπεζιτών, δίνοντας μία διαφορετική νότα στην υπάρχουσα εικόνα του τραπεζικού κλάδου. Μέσα από το μεστό και πλούσιο λόγο του εκθείασε την διαχρονική αξία του τραπεζικού κλάδου στην οικονομία και στην κοινωνία γενικότερα, αναφέροντας μάλιστα ότι ο πρώτος τραπεζίτης στην ιστορία ήταν Έλληνας που δραστηριοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα το 430 π.χ.

To συνέδριο πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Εθνικής Τράπεζας, της Entersoft και της Proton Bank και υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, της Ένωσης Εισηγμένων Εταιριών και της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών.
Το συνέδριο διοργανώθηκε από τα Money Conferences της εταιρίας Ethos Media Α.Ε. που δραστηριοποιούνται στην διοργάνωση υψηλού κύρους κλαδικών επιχειρηματικών συνεδρίων. Τα Money Conferences ξεκίνησαν το 2007 και ήδη συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον επιτυχημένων επιχειρηματικών συνεδρίων στην Ελλάδα.

Aryam Vazquez
Vice President Economist – Country Risk Global Emerging  Markets, Wells Fargo

«Η Ελλάδα είναι ακόμα μία αναπτυσσόμενη χώρα, ενώ οι ξένες αγορές διατηρούν αμφιβολίες σχετικά με την δυνατότητά της να εφαρμόσει το πρόγράμμα σταθερότητας». Αυτό τόνισε, μεταξύ άλλων, ο κεντρικός ομιλητής του συνεδρίου, Aryam Vasquez, President Economist – Country Risk Global Emerging  Markets της Wells Fargo. 

Σύμφωνα με τον ίδιο, δημιουργούνται ερωτήματα σχετικά με το αν η καινούρια κυβέρνηση θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και αν οι δύο άξονες, δηλαδή η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση συνεργαστούν. Ανέφερε ότι το ΔΝΤ θα δώσει στην Ελλάδα χρόνο για να επιτύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, χρειάζεται, όμως, αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό το οποίο επικρατούσε μέχρι τώρα. Η παρούσα κρίση θα επιφέρει δημοσιονομική υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα, μακροοικονομική διαχείριση και κοινωνική ανάπτυξη. Πέρα από τη χρηματοδότηση που έχει ανάγκη η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει δομικά προβλήματα, όπως είναι η σταθεροποίηση της μακροοικονομικής πολιτικής και ο υπό κατάρρευση δημόσιος τομέας. 

«Όσο για το αν υπάρχουν σημάδια για το πότε θα επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές, δεν μπορώ να πω ότι υπάρχουν», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Vasquez. Μέχρι να υπάρξει οικονομική αναμόρφωση, η οποία θα βελτιώσει του οικονομικούς δείκτες, η μείωση του ελλείμματος δεν φαίνεται να είναι εφικτή. Πάντως η κυβέρνηση κάνει θετικά βήματα, μέσα από τα roadshows ενώ έχει την υποστήριξη του ΔΝΤ και της ΕΕ.

ΠΑΝΕΛ Ι
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στη μετά ΔΝΤ εποχή

Στο πρώτο πάνελ συμμετείχαν ο κ. Δημήτρης Παρασκευάς, Δικηγόρος, του Δικηγορικού Γραφείου Ηλία Παρασκευά, ο Δρ. Δημήτρης Τσομώκος, Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, και ο κ. Γιώργος Χαντζηνικολάου, Διευθύνων Σύμβουλος & Αντιπρόεδρος Δ.Σ, Τ Bank.

Ο κ. Τσομώκος μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «είναι παγκόσμια πρωτοτυπία το γεγονός ότι οι θεσμικοί παράγοντες φαλκιδεύουν την αξιοπιστία της οικονομίας με ανεξέλεγκτες συνέπειες. Πρόκειται περί Τιτανικού. Ο συγκεντρωτισμός στην κεφαλαιαγορά διακυβεύει την υγιή οικονομία. Για πολύ καιρό επικρατούσε η άποψη ότι κάποιοι οργανισμοί ήταν too big to fail. Έτσι ο ηθικός κίνδυνος εκτοξεύτηκε σε συνδυασμό με τις εποπτικές ελλείψεις. Στις ελληνικές τράπεζες πρέπει να υπάρξει εξορθολογισμός χαρτοφυλακίου και της πιστωτικής δομής, προκειμένου να υπάρξει πιστωτική επέκταση. Άλλωστε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν υγιές σε σημείο που επεκτάθηκε στην ΝΑ Ευρώπη. Όχι στις συγχωνεύσεις και στον πατερναλισμό από το ελληνικό κράτος. Πρέπει να υπάρξει ευθυγράμμιση κινήτρων και όχι συρρίκνωση του τραπεζικού χαρτοφυλακίου». 

Ο κ. Παρασκευάς από την πλευρά του τόνισε πως «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα πρέπει να επαναπατρίσει κεφάλαια, ωστόσο, υπάρχουν πολλά εμπόδια σε αυτό, καθώς τα επενδυτικά προϊόντα που βρίσκονται σε τράπεζες του εξωτερικού και δεν βρίσκονται σε ρευστή μορφή, ενώ η διαδικασία ρευστοποίησης είναι χρονοβόρα. Πρέπει να απαλλαχτούμε από την άποψη ότι οι Ευρωπαίοι μας πολεμούν, καθώς, ότι έχει γίνει μέχρι τώρα είναι αποτέλεσμα δικών μας λαθών. Είμαστε μία μικρή χώρα και κανένας δεν μας επιβάλλεται. Εμείς καταφέραμε να γίνουμε ηθικά αναξιόπιστοι. Συγχωνεύσεις πρέπει να γίνουν καθώς αρκετές από αυτές έχουν οδηγήσει σε βελτίωση του τραπεζικού τομέα, ενώ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η JP Morgan. Με τις συγχωνεύσεις επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει πρόβλημα σε μία προβληματική οικονομία. Έχει επηρεαστεί η στεγαστική πίστη, η επιχειρηματική πίστη και η καταναλωτική πίστη». 

Ο κ. Χατζηνικολάου υπογράμμισε ότι «ενώ οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, επεκτείνοντας τη λειτουργία τους, ξαφνικά βρέθηκαν σε πολυμετωπική θύελλα. Οι καταθέσεις άρχισαν να φεύγουν και αυξήθηκαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μην μπορούν να χρηματοδοτηθούν.  Στην κατάσταση αυτή της πολιορκίας, οι μεγάλες τράπεζες πρέπει να μπουν μπροστά. Η συγκέντρωση θα δημιουργήσει ένα νέο όμιλο που θα μπορέσει να σηκώσει κεφάλαια από το εξωτερικό. 

Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την εξωτερική χρηματοδότηση και τη δραστηριοποίηση ξένων τραπεζών στην Ελλάδα. Σε 6-12 μήνες ο αριθμός των τραπεζών θα είναι μικρότερος».   
Για το θέμα της συγκέντρωσης ο κ. Τσομώκος ανέφερε επίσης ότι «η οικονομία δεν είναι στρατιωτικό τάγμα και δεν χρειάζονται τράπεζες κολοσσοί. Αν πονάει το χέρι δεν το κόβεις. Ο συγκεντρωτισμός κατέστρεψε την Ισλανδία και την Αργεντινή και όπως φαίνεται και την Ιρλανδία». 

Ο κ. Παρασκευάς θεωρεί ότι πρέπει να υπάρξουν στρατηγικοί επενδυτές για να αγοράσουν τις τράπεζες, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Οι μικρές πρέπει να κλείσουν. Όσο πιο διεθνοποιημένη είναι η οικονομία, τόσο το καλύτερο, είπε ο κ. Παρασκευάς,

ΠΑΝΕΛ ΙΙ
Ελληνικές Τράπεζες: Προσδοκίες & φόβοι του διεθνούς περίγυρου

Στο δεύτερο πάνελ συμμετείχαν οι Δρ. Γιάννης Χαραλαμπάκης, Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, στο Πανεπιστήμιο του Kentucky, και οικονομολόγος του Blackstone Financial Group Inc, ο κ. Στίβεν Μέιτζορ, Head of Global Fixed Income Research της HSBC και ο κ. Άριαμ Βάζκεζ, Vice President Economist – Country Risk Global Emerging Markets, Wells Fargo. 

Ο κ. Χαραλαμπάκης είπε μεταξύ άλλων ότι «ο πονοκέφαλος είναι σύμπτωμα και δεν πρέπει να προσπαθούμε να θεραπεύσουμε τα συμπτώματα αντί για τα αίτια. Η εκτόξευση των spreads, επίσης, είναι σύμπτωμα. Η συσσώρευση ευθυνών δημιούργησε προβλήματα στον τραπεζικό τομέα». Ο κ. Χαραλαμπάκης προέβλεψε ότι δεν θα επέλθει ανάκαμψη πριν το 2014.
Ο κ. Mayor, από την πλευρά του, είπε ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολιτικά προβλήματα αλλά και μεγάλες προκλήσεις και πρέπει να τα λύσει σύμφωνα με το πρόγραμμα, αν θέλει να μην βρεθεί στο περιθώριο, ενώ ο κ. Vazquez ανέφερε ότι η αναδιάρθρωση του χρέους είναι μία επιλογή και ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στις αγορές μέσα σε 2-3 χρόνια.

ΠΑΝΕΛ ΙΙΙ
Μπορούν να στηρίξουν οι ελληνικές τράπεζες την οικονομία και τις επιχειρήσεις;

Η συζήτηση στο τρίτο πάνελ πραγματοποιήθηκε με την παρουσία του Δρ. Χρήστου Αβραμίδη, Διευθυντή Στρατηγικού Σχεδιασμού & Σχέσεων με Επενδυτές, της Proton Bank, του κ. Αντρέα Αθανασόπουλου, Βοηθού Γενικού Διευθυντή Λιανικής Τραπεζικής, της Εθνικής Τράπεζας, του κ. Θεόδωρου Βάρδα, Προέδρου, του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικών Πωλήσεων Ελλάδος (Σ.Ε.Λ.Π.Ε.), και Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, της ΒΑΡΔΑΣ ΑΕΒΕΕ, του Δρ. Παναγιώτη Κορλίρα, Kαθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ε.Π.Ε.

Ο κ. Αθανασόπουλος τόνισε ότι όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση, «χτυπήθηκε» η εμπιστοσύνη των τραπεζών. Πάνω από το 10% των επιχειρήσεων αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, ωστόσο, ακόμα το 40% των επιχειρήσεων παραμένουν αδάνειστες, φοβούμενες τη λήψη δανείου και δεν αναπτύσσονται. 

Ο κ. Βάρδας, από την πλευρά του, θεωρεί ότι το δημόσιο έχει οδηγήσει τα τελευταία 30 χρόνια τη χώρα σε άσχημη κατάσταση, με αποτέλεσμα να μην αντέχει την κρίση. Το κράτος πρέπει να ενισχύσει τη ρευστότητα μέσα από την εξόφληση του χρέους του. Πρέπει να αλλάξει το μείγμα της μακροοικονομικής πολιτικής και να πάρει μέτρα τα οποία δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος, όπως είναι η νομοθέτηση χρήσεων γης. 

Ο κ. Κορλίρας ανέφερε ότι η εθνική αποταμίευση είναι μηδενική. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα υφίσταται τις συνέπειες μία επεκτατικής πολιτικής και δημιούργησε πιστωτική φούσκα. Πρέπει να συνδεθεί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα με τις διεθνείς τράπεζες και να επιδιώξει συνέργιες με διεθνείς ομίλους. Για 10-12 μήνες θα είμαστε σε φάση ύφεσης, ενώ τέλος του 2011 θα «πιάσουμε» πάτο. 

Ο κ. Αβραμίδης είπε ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη χρηματοδότηση. Δεν έχουμε ξεκάθαρους στόχους ανάπτυξης και δεν μπορούμε να προχωρήσουμε με ένα παλιό αναπτυξιακό μοντέλο.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η χρηματοπιστωτική κρίση

Με αφορμή τις ραγδαίες εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το ΟΕΕ έκρινε σκόπιμη/αναγκαία τη μελέτη της δομής και των χαρακτηριστικών του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, καθώς και των συνεπειών της διεθνούς κρίσης για το σύστημα αυτό.

Τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης είναι τα ακόλουθα:

Η δομή, η οργάνωση και η λειτουργία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος επηρεάστηκε και προσδιορίστηκε τα τελευταία χρόνια από μία σειρά παραγόντων που αφορούν:
-Το ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο του συστήματος,
-Τα οικονομικά και διοικητικά εμπόδια εισόδου στην αγορά,
-Τις συγχωνεύσεις και εξαγορές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας,
-Την παρουσία ξένων τραπεζών στην Ελλάδα.

Η σταδιακή ωρίμανση της αγοράς, σε συνδυασμό με την παρουσία ξένων τραπεζών, ενέτεινε τον ανταγωνισμό και, σε ορισμένες περιπτώσεις, οδήγησε στη μείωση του περιθωρίου κέρδους. Η διασφάλιση υψηλότερης κεφαλαιακής επάρκειας και καλύτερης αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας καλλιέργησαν συνθήκες συγκέντρωσης του κλάδου σε λιγότερους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς από εκείνους που θα υπήρχαν αν δεν υφίστανται οι παράγοντες αυτοί. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω εξελίξεων, ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας αύξησε σημαντικά τα μερίδιά του, σε βάρος των υπό κρατικό έλεγχο τραπεζών.

Τα τελευταία χρόνια κατεγράφησαν συγχωνεύσεις και εξαγορές μεταξύ μικρότερου μεγέθους τραπεζών, με αποτέλεσμα τη σχετική μείωση του μεριδίου των 5 μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση και τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες ελληνικές τράπεζες αναμένεται ότι θα αποτελέσουν καταλύτη για σημαντικές εξελίξεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ο εποπτικός ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρόλος των φορέων εκπροσώπησης των κοινωνικών εταίρων του συστήματος και ο ρόλος των συμπληρωματικών οργανισμών που συμμετέχουν σε αυτό υποβοηθούν στην ολοκλήρωση του τραπεζικού συστήματος και συμβάλλουν στην ενίσχυση της συστημικής σταθερότητας, καθώς και στην αντιμετώπιση της ενδογενούς ασύμμετρης πληροφόρησης.

Άντληση κεφαλαίων, κυρίως από καταθέσεις

Οι ελληνικές τράπεζες αντλούσαν και συνεχίζουν να αντλούν το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους από τις επί μέρους κατηγορίες των υποχρεώσεων προς πελάτες και ειδικότερα από τις καταθέσεις. Οι καταθέσεις ταμιευτηρίου, όψεως, προθεσμίας και repos αντιπροσωπεύουν το 45% έως και 65% των πηγών άντλησης κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών. Οι προθεσμιακές καταθέσεις αυξήθηκαν σημαντικά σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 2001-2009. Από 31,0 δισεκ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2001, ανήλθαν σε 141,3 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιο του 2009. Σημαντική αύξηση, επίσης, καταγράφηκε στις καταθέσεις ταμιευτηρίου και όψεως, ενώ σημαντικότατη μείωση παρουσίασαν τα repos.

Τα ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών αντιπροσωπεύουν μικρό ποσοστό των συνολικά απασχολουμένων κεφαλαίων τους. Για τις κυριότερες ελληνικές τράπεζες τα ίδια κεφάλαια αποτελούν μόλις το 6,5%-7,5% των συνολικά απασχολουμένων κεφαλαίων. 

Παρ’ όλα αυτά, τα ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών σε όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου ήταν ή καθίσταντο επαρκή, αναφορικά με τους δείκτες που επέβαλε το εποπτικό σύστημα για την κάλυψη των σχετικών κινδύνων. Τούτο, παρά το γεγονός ότι τόσο την περίοδο 2002-2003, όσο και μετά την κρίση του 2007-8, τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών κατέγραψαν σημαντική μείωση. Σημειώνεται ότι μία ενδεχόμενη μεγάλη αύξηση των ιδίων κεφαλαίων θα έπληττε σημαντικά τους δείκτες αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων και ενεργητικού, γεγονός το οποίο οδήγησε τις τράπεζες σε εναλλακτικές πηγές άντλησης κεφαλαίων.

Επιπρόσθετα των ανωτέρω, η διαδικασία της τιτλοποίησης των απαιτήσεων εφαρμόστηκε στην Ελλάδα σε μεγάλη έκταση κατά τα τελευταία χρόνια, με σκοπό την άντληση πρόσθετης ρευστότητας και χρηματοδότησης νέων δραστηριοτήτων. Οι πρώτες τιτλοποιήσεις στη χώρα αφορούσαν στεγαστικά δάνεια, μέθοδος η οποία επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες δανείων. Ωστόσο, η αγορά χρεογράφων που προέρχονται από τιτλοποίηση, σήμερα, βρίσκεται και αυτή σε στενότητα, λόγω της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Αναφορικά προς τις χρήσεις των κεφαλαίων, σημειώνεται ότι κατά την παρελθούσα 10ετία το ελληνικό τραπεζικό σύστημα υπερδιπλασίασε το σύνολο του ενεργητικού του, καταγράφοντας μία εκρηκτική αύξηση, κυρίως μετά το 2005. Η αύξηση αυτή προήλθε κυρίως από την πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά), λόγω της σημαντικής αύξησης των χορηγήσεων (δάνεια και πιστώσεις) και δευτερευόντως από την αύξηση των τοποθετήσεων σε δανειακούς τίτλους. 

Τα δάνεια και οι πάσης φύσεως δανειακοί τίτλοι (χρεόγραφα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) αντιπροσωπεύουν σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 2002-2009, ποσοστά που υπερβαίνουν το 65% του συνολικού ενεργητικού των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Το μεγαλύτερο ποσοστό ετήσιας μεταβολής στα δάνεια καταγράφεται το 2008 (+19,1%), μέγεθος το οποίο συρρικνώνεται σημαντικά στη συνέχεια με την κορύφωση της χρηματοοικονομικής κρίσης και τη μετάπτωση του συστήματος σε συνθήκες απομόχλευσης. Αντίστοιχα, το μεγαλύτερο ποσοστό ετήσιας αύξησης στους ομολογιακούς τίτλους καταγράφεται, επίσης, το 2008 με ποσοστό μεταβολής +23,1% .

Περαιτέρω επιβράδυνση το 2010
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για την τραπεζική χρηματοδότηση των εγχώριων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της συνολικής χρηματοδότησης προς το σύνολο των εγχώριων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, παρουσίασε περαιτέρω επιβράδυνση τον Απρίλιο του 2010 και διαμορφώθηκε σε 3,2% από 3,5% το Μάρτιο του 2010, 4,2% το Δεκέμβριο του 2009 και 15,9% το Δεκέμβριο του 2008. Επιβράδυνση παρατηρήθηκε στην πιστωτική επέκταση τόσο προς τις εγχώριες επιχειρήσεις όσο και προς τα νοικοκυριά.

Η εν λόγω εξέλιξη συνδέεται, από την πλευρά της προσφοράς, με την υιοθέτηση, από την πλευρά των τραπεζών, αυστηρότερων όρων και κριτηρίων χρηματοδότησης και, από την πλευρά της ζήτησης, με την επιφυλακτικότητα των επιχειρήσεων ως προς την ανάληψη νέων επενδύσεων. Το χρέος των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρέμεινε στην Ελλάδα σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα (65,2% τον Ιούνιο του 2009) από ότι στο σύνολο της ζώνης του ευρώ (Ιούνιος 2009: 103,9%). Ωστόσο, η ικανότητα των εν λόγω επιχειρήσεων να εξυπηρετούν από τα κέρδη τους τις χρηματοοικονομικές τους υποχρεώσεις περιορίστηκε μετά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, γεγονός που αποτυπώνεται στην υποχώρηση του δείκτη κάλυψης των χρηματοοικονομικών τους δαπανών, καθώς τα κέρδη των επιχειρήσεων μειώθηκαν εντονότερα από ότι οι χρηματοοικονομικές τους δαπάνες. 

Το χορηγικό χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών αφορά κατά 90% χορηγήσεις προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά (με αναλογία 40% – 60%), ενώ οι υψηλότερες καταγραφείσες (λόγω επισφαλειών) διαγραφές απαιτήσεων αφορούν, κυρίως, χορηγήσεις καταναλωτικών δανείων. Αντίθετα, οι χορηγήσεις στεγαστικών δανείων εμφανίζουν μικρές διαγραφές απαιτήσεων, λόγω των εμπραγμάτων εξασφαλίσεων που συνεπάγονται.

Σε επίπεδο κλαδικής κατανομής των χορηγήσεων, οι κλάδοι του εμπορίου, της μεταποίησης, των κατασκευών και της ναυτιλίας κατέχουν τις πρώτες θέσεις απορρόφησης των δανειακών πόρων, ενώ εντυπωσιακή είναι η συρρίκνωση της χρηματοδότησης του τουρισμού και των συναφών επαγγελμάτων μετά την εκδήλωση της κρίσης.

Έλλειψη στην εκτίμηση κινδύνου

Μια από τις κυριότερες αιτίες της πρόσφατης κρίσης στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν η ελλιπής εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου, δηλαδή του κινδύνου της ενδεχόμενης αδυναμίας του πελάτη μιας τράπεζας να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις και να εξυπηρετήσει το δάνειό του. Η υποτίμηση του πιστωτικού κινδύνου σε ορισμένες αγορές οδήγησε σε υπερδανεισμό ομάδων δανειοληπτών, με αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη
αύξηση των επισφαλών δανείων.

Τα γεγονότα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές καταδεικνύουν ότι οι τράπεζες, αφενός πρέπει να εφαρμόζουν λεπτομερείς πρακτικές αξιολόγησης του πιστωτικού κινδύνου που αναλαμβάνουν και αφετέρου πρέπει να μελετούν πιο προσεκτικά τις πιθανές επιπτώσεις που επιφέρει ο κίνδυνος αυτός στα οικονομικά τους μεγέθη, τη ρευστότητα και τους δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας. Οποιαδήποτε μεταβολή του επιτοκίου δανεισμού ή του περιθωρίου κέρδους της τράπεζας θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ορθότερης τιμολόγησης του πιστωτικού κινδύνου που αναλαμβάνει και όχι άλλων πιέσεων ή προσδοκιών της αγοράς. Η αποτελεσματικότερη εκτίμηση και διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου και η συνετή τιμολογιακή πολιτική των τραπεζών θα διατηρήσουν αλλά και θα ενισχύσουν την ευρωστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.