ΕΠ.Ε.ΙΑ.: Αυστηρή πολιτική παρακολούθησης κινδύνων για τις ασφαλιστικές;

Αυστηρή πολιτική παρακολούθησης των κινδύνων που έχει μια ασφαλιστική εταιρεία, προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των ασφαλισμένων, επιδιώκει να καθιερώσει η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, μέσα από το σχέδιο απόφασης που αφορά στη Ρύθμιση θεμάτων Διαχείρισης Κινδύνων Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με το κείμενο που τέθηκε σε διαβούλευση έως τις 30 Σεπτεμβρίου, κάθε ασφαλιστική εταιρεία πρέπει να διαθέτει ένα “Πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων” εντός του οποίου θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τους κινδύνους που προκύπτουν από την δραστηριότητά της, αλλά και να συντάσσει την “Έκθεση Διαχείρισης Κινδύνων” η οποία θα πρέπει να υποβάλλεται στην ΕΠΕΙΑ μέχρι την τελευταία εργάσιμη μέρα του Μαρτίου εκάστου έτους.

Η Έκθεση Διαχείρισης Κινδύνων θα περιέχει έγγραφη βεβαίωση ότι το “Πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων” είναι κατάλληλο και ότι οι κίνδυνοι διαχειρίζονται επαρκώς λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η δραστηριότητα, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των ασφαλιστικών εργασιών.

Παράλληλα το ΔΣ κάθε επιχείρησης πρέπει να χαράσσει Επιχειρηματικό Σχέδιο, το οποίο θα βρίσκεται σε συνέπεια με τη Στρατηγική Διαχείρισης Κινδύνων και τις πολιτικές που εφαρμόζει η επιχείρηση. Το επιχειρηματικό σχέδιο της Επιχείρησης πρέπει να είναι τριετές σε κυλιόμενη βάση και να αναθεωρείται τουλάχιστον ετησίως και να είναι διαθέσιμο στην ΕΠΕΙΑ ανά πάσα χρονική στιγμή.

Αναλυτικότερα όπως προβλέπει το προσχέδιο της Απόφασης:

Το “Πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων” της Επιχείρησης πρέπει να παρέχει μια λογική διαβεβαίωση ότι οι κίνδυνοι αναγνωρίζονται, αξιολογούνται, παρακολουθούνται και διαχειρίζονται προσεκτικά και πλήρως και ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αποτελεσματικής διοικητικής και διαχειριστικής οργάνωσης, καθώς και οι διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως, η δραστηριότητα και το μέγεθος της επιχείρησης καθώς και η πολυπλοκότητα των ασφαλιστικών εργασιών.
Το “Πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων” (ΠΔΚ) μιας Επιχείρησης πρέπει, τουλάχιστον, να περιλαμβάνει: μια έγγραφη “Στρατηγική Διαχείρισης Κινδύνων” (ΣΔΚ), τις πολιτικές διαχείρισης των κινδύνων και σαφώς καθορισμένες διευθυντικές ευθύνες και ελέγχους για την εφαρμογή των διαδικασιών που συνθέτουν το ΠΔΚ.

Η “Στρατηγική Διαχείρισης Κινδύνων” (ΣΔΚ) μιας επιχείρησης πρέπει κατ’ ελάχιστο:

(α) να προσδιορίζει με σαφήνεια τα πρόσωπα εκείνα και τις θέσεις τους στην Επιχείρηση ή τις ομάδες προσώπων με τη διευθυντική ευθύνη την λειτουργία του “ΠΔΚ”, και να καθορίζει ρητά τους ρόλους και τις ευθύνες τους,

(β) να περιγράφει τις διαδικασίες αναγνώρισης και εκτίμησης των κινδύνων,

(γ) να περιγράφει τη σχέση διοίκησης κινδύνου μεταξύ του ΔΣ της Επιχείρησης, των επιτροπών του ΔΣ και της Διοίκησης της Επιχείρησης,

(δ) να προσδιορίζει τη διαδικασία για τα θέματα παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων,

(ε) να περιγράφει τη διαδικασία για τους μηχανισμούς μετριασμού και ελέγχου για τους επιμέρους κινδύνους,

(στ) να περιγράφει την προσέγγιση για την εξασφάλιση ικανού προσωπικού, το οποίο είναι ενήμερο σε ζητήματα κινδύνων συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου δυνατότητας πρόσβασης στη “Στρατηγική Διαχείρισης Κινδύνων” (ΣΔΚ),

(ζ) να περιγράφει τη διαδικασία με την οποία το “Πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων” (συμπεριλαμβανομένου της ΣΔΚ) αναθεωρείται,

(η) να παρέχει μια επισκόπηση των μηχανισμών σε ισχύ για τον έλεγχο και την εξασφάλιση συνεχούς συμμόρφωσης με την ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση (Αναγκαίο Περιθώριο Φερεγγυότητας),

(θ) να παρέχει μια επισκόπηση των διαδικασιών και των ελέγχων σε ισχύ για την εξασφάλιση συμμόρφωσης με όλες τις λοιπές απαιτήσεις της απόφασης αυτής, και

(ι) να καλύπτει τις δραστηριότητες και λειτουργίες που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα και τους κινδύνους που προκύπτουν από τις λειτουργίες της Επιχείρησης σε άλλες χώρες που θα μπορούσε να προσκρούσει στις ελληνικές λειτουργίες-διαδικασίες της Επιχείρησης.

Η Επιχείρηση αναθεωρεί τη “Στρατηγική Διαχείρισης Κινδύνων” (ΣΔΚ) τουλάχιστον μια φορά το έτος για να διασφαλίζει ότι τεκμηριώνεται επακριβώς το “Πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων” της εταιρείας.

Ταυτόχρονα, κάθε επιχείρηση πρέπει να διαθέτει καταγεγραμμένες πολιτικές διαχείρισης κινδύνων, διαδικασίες για τον προσδιορισμό, τον έλεγχο και την υποβολή αναφορών σχετικά με το μετριασμό όλων των ουσιαστικών κινδύνων, οικονομικών και μη οικονομικών, τη δυνατότητα να αντιμετωπιστούν από την εταιρία, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η δραστηριότητα, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των λειτουργιών-διαδικασιών της Επιχείρησης και διαδικασία αναθεώρησης αυτών για να εξασφαλιστεί ότι το ΠΔΚ παραμένει αποτελεσματικό.

Οι πολιτικές διαχείρισης των ουσιαστικών κινδύνων πρέπει, τουλάχιστον, να αναφέρονται:

α) στους Ασφαλιστικούς Κινδύνους (ανάληψης κινδύνων και αποθεματοποίησης ανά ομογενείς ομάδες κινδύνου),

β) στο κίνδυνο διαχείρισης Ενεργητικού – Παθητικού της Επιχείρησης,

γ) στον Κίνδυνο των επενδύσεων της Επιχείρησης, λαμβάνοντας υπόψη τον Κίνδυνο Αγοράς και τον Πιστωτικό Κίνδυνο,

δ) στους Κινδύνους Συγκέντρωσης και Ρευστότητας- συμπεριλαμβανομένου του τύπου των κινδύνων, των αντισυμβαλλόμενων, της γεωγραφικής περιοχής, και συγκέντρωσης βιομηχανίας που μπορούν να προκύψουν σαν αποτέλεσμα οποιασδήποτε από τις παραπάνω απαριθμημένες κατηγορίες κινδύνου,

ε) στο Λειτουργικό Κίνδυνο,

ζ) στους κινδύνους, που ανακύπτουν από τις ρυθμίσεις αντασφάλισης – πρέπει να υπάρχει μια σαφής σύνδεση μεταξύ της πολιτικής διαχείρισης κινδύνων της επιχείρησης και της πολιτικής της αντασφάλισης της επιχείρησης αυτής.

Παράλληλα, κάθε επιχείρηση διαθέτει εσωτερικά μια Υπηρεσία Διαχείρισης Κινδύνων η οποία παρακολουθεί την ανάπτυξη, λειτουργία και τη διατήρηση του ΠΔΚ της επιχείρησης.

Παράλληλα, κάθε επιχείρηση πρέπει να παρέχει στην ΕΠΕΙΑ δήλωση σχετικά με τις οικονομικές πληροφορίες (Οικονομική Δήλωση Πληροφοριών) μέχρι την τελευταία εργάσιμη μέρα του Μαρτίου εκάστου έτους. Οι πληροφορίες που υποβάλλονται στην ΕΠΕΙΑ πρέπει να είναι ακριβείς και πλήρεις, σύμφωνες με τα πραγματικά αρχεία της Επιχείρησης, και αντιπροσωπεύουν μια αληθινή και δίκαιη άποψη των συναλλαγών για το έτος και την οικονομική θέση της Επιχείρησης.