Οι τράπεζες «ταράζουν τα νερά»

Η “δαμόκλειος σπάθη” της χρηματοδοτικής και ελεγκτικής τρόικας θα εξακολυθεί για καιρό να βρίσκεται πάνω από το κεφάλι της Ελλάδας, υπό τη έννοια ότι η επίτευξη των επί μέρους δημοσιονομικών στόχων της ελληνικής κυβέρνησης θα κρίνεται ανά δίμηνο, προκειμένου να αποφασίζεται αν θα εκταμιεύεται ή όχι η εκάστοτε δόση του γνωστού πακέτου στήριξης. 

Τη διαδικασία αυτή θα πρέπει να την συνηθίσουν οι Έλληνες, καθώς -θέλοντας και μη- θα ζήσουν μαζί της για πολύ καιρό. Μετά από κάθε έλεγχο, πότε θα ακούνε κανένα “μπράβο, καλά τα πήγατε” και πότε κανένα “εδώ δεν τα καταφέρατε, οπότε πάρτε κανένα πρόσθετο μέτρο”.

Αυτός ο δρόμος, βέβαια, μπορεί να απαντά στο κατά πόσον η το κρατικό ταμείο θα καταρρεύσει ολοσχερώς ή όχι, δεν απαντά όμως στο κατά πόσο η οικονομία μπορεί να τεθεί σε τροχιά παραγωγικής και βιώσιμης σταθερότητας. Για το μεγάλο αυτό ζητούμενο τίποτα πειστικό δεν έχει λεχθεί ακόμη και πολύ περισσότερο δεν έχει γίνει. 

Οι περισσότερες προβλέψεις για τις εξελίξεις των οικονομικών μεγεθών, αλλά και των κοινωνικών αντανακλάσεών τους, κάθε άλλο παρά θετικές είναι, ενώ και οι λιγοστές νότες αισιοδοξίας που εκφράζονται συνήθως εξασθενούν από τις εξελίξεις των πραγμάτων. Εγχώριοι και διεθνείς αναλυτές σχολιάζουν ότι η κυβέρνηση απλώς διαχειρίζεται “πυροσβεστικά” το δημοσιονομικό πρόβλημα, χωρίς να παρουσιάζει κάποια σοβαρή  στρατηγική, που θα βγάλει την οικονομία από το τέλμα.

Την πρωτοβουλία, λοιπόν, προκειμένου κάτι να κινηθεί σε θετική κατεύθυνση, ανέλαβε και πάλι ο ιδιωτικός τομέας, με την πρόταση της Τράπεζας Πειραιώς, να ταράζει τα νερά και να προκαλεί μεγάλη κινητικότητα στον τραπεζικό χώρο. Κάτι που αναμενόταν από καιρό και μάλλον περίμενε τη σπίθα της ανάφλεξης για να φουντώσει. 

Ακόμη είναι νωρίς, βεβαια, για να προβλέψει κανείς τις ακριβείς εξελίξεις που θα ακολουθήσουν, ήτοι τα σχήματα που τελικώς θα προκύψουν από τον κύκλο εξαγορών, συγχωνεύσεων και στρατηγικών συμπράξεων που φαίνεται ότι ανοίγει. 

Ενώ, όμως, οι εξελίξεις αναμένεται να διαρκέσουν κάποιους μήνες και ίσως να είναι περιπετειώδεις και με διαδοχικές ανατροπές, τα επί μέρους επεισόδια θα είναι τόσα και τέτοια ώστε, από βδομάδα σε βδομάδα -και κάποιες φορές από μέρα σε μέρα- να διαφοροποιούν σημαντικά τα δεδομένα, με συνέπεια και αυτές οι γραμμές που τώρα διαβάζετε να κινδυνεύουν να καταστούν ανεπίκαιρες από την ώρα της γραφής μέχρι την ώρα της δημοσιοποίησής τους.

Τραπεζικές συγχωνεύσεις

Η Τράπεζα Πειραιώς προσέφερε ένα εύλογο (υπό τις παρούσες χρηματιστηριακές συνθήκες) τίμημα για την εξαγορά του 33,04% του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (ΤΤ) και ένα εκ πρώτης όψεως μη εύλογο (κατά 70% χαμηλότερο της μέσης τμής εξαμήνου της μετοχής) για το 77,31% της Αγροτικής Τράπεζας (ΑΤΕ). Δεδομένου, όμως, ότι η ΑΤΕ:

1. χρειάζεται κεφαλαιακή ενίσχυση ενός δισ. ευρώ, τα οποία το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να αντλήσει από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, αλλά και ότι

2. μόνη της δεν αποτελεί ελκυστικό στόχο εξαγοράς από μεγάλο ελληνικό ή ξένο τραπεζικό όμιλο,
η πρόταση-πακέτο μπορεί να έχει πρακτικό ενδιαφέρον, υπό την αίρεση βεβαίως περαιτέρω διαπραγματεύσεων και αντιπροτάσεων.

Από πλευράς ΑΤΕ αμέσως διατυπώθηκε μία διαφορετική εκδοχή του πώς μπορούν να εξελιχθούν τα πράγματα, υπό τη μορφή ιδέας περί συγχώνευσης των ΑΤΕ, ΤΤ, Τράπεζας Αττικής και Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.

Την ίδια στιγμή, η Eurobank ξεκινά συνεργασία με τη βρετανική HSBC στην Πολωνία, με τις φήμες να θέλουν τις δύο τράπεζες να συζητούν για ευρύτερες συμπράξεις. Ενώ και για την μεγάλη του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, Εθνική Τράπεζα, ακούγεται ότι έχει επαφές με μεγάλους επενδυτές εντός και εκτός Ευρώπης, πιθανότατα μελετώντας διάφορα σενάρια για τη δική της παρέμβαση στις εξελίξεις, η οποία οφείλει να είναι θεαματική.

Εννοείται ότι τόσο η Alpha Bank όσο και η Eurobank αναμένεται να δείξουν ενδιαφέρον και κινητικότητα στο εν λόγω πεδίο, με την Εθνική πάντως να διεθέτει πλεονέκτημα, καθώς το μέγεθος, η ευρωστία, η ρευστότητα και η όλη δυναμική που της παρέχει η τουρκική θυγατρική της, Finansbank, θα παίξουν -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των πρωτοβουλιών που θα αναλάβει.

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εξ άλλου, αναμένονται και οι σχετικές κινήσεις του Ομίλου Marfin, ο οποίος έχει καταστήσει σαφές ότι επιθυμεί να ισχυροποιήσει την παρουσία του στο τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας και της Κύπρου, φυσικά με τη δυναμική που αυτό έχει στον ευρύτερο διεθνή χώρο.

Η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος, καθιστούν σαφές ότι ευνοούν κινήσεις ενοποιήσεων στον τραπεζικό χώρο, οι οποίες θα οδηγήσουν στη διαμόρφωση μεγάλων ελληνικών πιστωτικών ομίλων, ισχυρών και ανταγωνιστικών σε διεθνές επίπεδο. Ηλίου φαεινότερον είναι, δε, ότι κάποια σημαντικά έσοδα από πωλήσεις μεριδίων σε κρατικές τράπεζες θα ήταν παραπάνω από καλοδεχούμενα για την κυβέρνηση, η πρώτη αντίδραση της οποίας ήταν να δηλώσει ότι θα αναθέσει σε ανεξάρτητους συμβούλους την αποτίμηση των τραπεζών που έχει υπό τον έλεγχό της. 

Οι εργαζόμενοι στις δημόσιες τράπεζες-στόχους, όμως, οι οποίοι γνωρίζουν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις και συγχωνεύσεις (με την προσπάθεια επίτευξης οικονομιών κλίμακος, η οποία θα πρέπει να αναμένεται) θα επιφέρουν δραστικές μεταβολές στις συνθήκες απασχόλησής τους ή ακόμη και στην ίδια τη θέση τους στην τράπεζα, ήδη ξεκίνησαν κινητοποιήσεις κατά της συγχώνευσης, προκειμένου να προστατεύσουν τα δικά τους συμφέροντα μέσα στον όλο κύκλο των εξελισσόμενων διεργασιών.

Δύο από τα πολλά σημεία προβληματισμού, που ήδη συζητούνται από παράγοντες και παρατηρητές της αγοράς είναι:

1. πόσες ισχυρές τράπεζες “χωράει” η ελληνική αγορά, και

2. αν και πόσο ενδιαφέρον θα επιδείξουν ξένοι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι για τις ελληνικές τράπεζες.

Για το πρώτο από τα παραπάνω σημεία, για το οποίο μάλλον δεν υπάρχει μία και μόνη ξεκάθαρη απάντηση, αναλυτές της πιστωτικής αγοράς διατυπώνουν την άποψη ότι αν συγκροτούνταν μόνο τρεις όμιλοι, τότε αυτοί θα είχαν υπολογίσιμο διεθνές εκτόπισμα και ανάλογη δυναμική στήριξης της γενικότερης αναπτυξιακής διαδικασίας στην ελληνική οικονομία. Από το όλο σκηνικό, φυσικά, δεν μπορούν να αγνοηθούν η Εμπορική Τράπεζα, η οποία εξακολουθεί να είναι ζημιογόνος, πλην όμως τυγχάνει της στήριξης του μεγάλου γαλλικού ομίλου της Credit Agricole

Ο τελευταίος θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει το ρευστό περιβάλλον που διαμορφώνεται είτε συμμετέχοντας ως στρατηγικός επενδυτής σε κάποιον από τους νέους ισχυρούς πόλους που θα δημιουργηθούν είτε απεμπλεκόμενος από το ελληνικό εγχείρημά του.
Ο έτερος των μεγάλων γαλλικών ομίλων με παρουσία στην Ελλάδα, αυτός της Societe Generale, που κατέχει τη μικρή και ζημιογόνο Γενική Τράπεζα, πιθανότατα θα έχει ανάλογους προβληματισμούς.

Τρόικα κατά κοινωνικού κράτους

Στο πεδίο της εκτέλεσης του προγράμματος λιτότητας και εξυγίανσης των δημοσιονομικών πρόσφατο επεισόδιο ήταν η δημοσιοποίηση σχετικών εκθέσεων από την τρόικα ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ. Στις εκθέσεις αυτές αναφέρεται ότι έχει υπάρξει κάποια πρόοδος, κυρίως στον τομέα εξοικονόμησης πόρων, επισημαίνονται όμως, επίσης, αδυναμίες και προκλήσεις οι οποίες μένει να απαντηθούν.

Είναι σαφές ότι ο τομέας της υγείας, τόσο ως προς τα χρέη και τις δαπάνες των νοσοκομείων όσο και προς αυτές των ασφαλιστικών ταμείων, είναι μεταξύ των επισημάνσεων της “ζώνης κινδύνου”, που έκαναν οι διεθνείς ελεγκτές της Ελλάδας. Κάτι άλλο που επίσης καθίσταται σαφές από τις εκθέσεις είναι ότι συνιστάται ενθέρμως η απαλλαγή του Δημοσίου από ζημιογόνες εταιρείες κοινής ωφέλειας, οι οποίες προτείνεται να κλείσουν ή να πουληθούν σε ιδιώτες.

Άλλα σημεία στα οποία οι διεθνείς εμπειρογνώμονες συνιστούν ιδιαίτερη προσοχή είναι:

1. Οι δυσκολίες που προκύπτουν στην εφαρμογή του προγράμματος, λόγω της αστάθειας που προκαλούν οι κοινωνικές αντιδράσεις κατά των μέτρων, αλλά και οι επανειλημμένες προβλέψεις και συστάσεις ειδημόνων περί ανάγκης αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους.

2. Η ύφεση που βαθαίνει λόγω της επιβολής τω μέτρων λιτότητας, η αδυναμία τόνωσης της εξαγωγικής δραστηριότητας και η αδυναμία του εισπρακτικού – φορολογικού μηχανισμού να πράξει τα δέοντα.

3. Ο υψηλός τιμάριθμος, ο οποίος “ξέφυγε” λόγω της αύξησης του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

4. Οι “γκρίζες ζώνες” ή άλλως η μη ακριβής καταγραφή του υφισταμένου χρέους, αλλά και των συνεχιζομένων δαπανών από νοσοκομεία και ασφαλιστικά ταμεία.

5. Τα προβλήματα που θα προκύψουν από την εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού νόμου και η ανάγκη αντιμετώπισής τους.

6. Το πρόβλημα ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, σε συνδυασμό με την (άγνωστη έκθεσή τους σε ελληνικά κρατικά ομόλογα) και οι δυνατότητές τους να ανταποκρίνονται με επάρκεια στις υποχρεώσεις τους και στον ρόλο τους στην οικονομία.

7. Οι αντιδράσεις που καθυστερούν την εφαρμογή του νέου αναπτυξιακού νόμου και το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων.

8. Η επιβάρυνση του Δημοσίου από τις προβληματικές ΔΕΚΟ.

Απαντήσεις και μάλιστα έμπρακτες σε όλα τα παραπάνω οφείλει να βρει η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να συνεχίσει να εισπράττει τις δόσεις του διεθνούς πακέτου, με την ελπίδα ότι και άλλοι παράγοντες θα συντρέξουν ώστε να βγει κάποτε η Ελλάδα από την στενωπό στην οποία έχει μπει και φαίνεται ότι θα είναι ακόμη μακρά…