ΠΟΑΠ: Η αλήθεια γύρω από τις προμήθειες των διαμεσολαβητών στην Ελλάδα

Με ανακοίνωση της η ΠΟΑΠ για την προμήθεια διαμεσολαβητών στην Ελλάδα αναφέρει πως εάν η προμήθεια κάποτε ήταν για την προσέλκυση και το σέρβις των πελατών, σήμερα είναι για την διεκπεραίωση και το κόστος των εσωτερικών εργασιών που μεταβιβάστηκαν από τις κεντρικές υπηρεσίες στα δίκτυα, χωρίς καμία επί πλέον παροχή. 

Στην ανακοίνωση αναφέρονται επίσης τα ακόλουθα: 

“Μέσα από πρόσφατες συνεντεύξεις και δημοσιεύματα αναπτύσσεται μία νεόκοπη θεωρία που στοχοποιεί την προμήθεια του Ασφαλιστικού Πράκτορα, ωσάν η προμήθεια αυτή να είναι η βασική και κυρίαρχη πηγή κακοδαιμονίας της ασφαλιστικής αγοράς.

Επειδή η προμήθεια είναι η μοναδική αμοιβή του Διαμεσολαβητή, και η αμοιβή αυτή είναι και πρέπει να είναι διάφανη, οφείλουμε να επισημάνουμε τα στοιχεία που την πλαισιώνουν και την οριοθετούν, καθώς μελλοντικά και σύμφωνα με την πρόθεση της Ε.Ε. αυτή θα γνωστοποιείται και στον πελάτη – καταναλωτή.

Η προμήθεια που εισπράττει ο Διαμεσολαβητής υπολογίζεται, ως γνωστόν, μόνο επί των καθαρών ασφαλίστρων.Τούτο σημαίνει ότι στο ασφάλιστρο που πληρώνει ο πελάτης, και που είναι επηυξημμένο με το Δικαίωμα Συμβολαίου, τον φόρο και τον ΤΕΟ, ο Διαμεσολαβητής δεν συμμετέχει.

Η προμήθεια υπολογίζεται σχεδόν στο 60% των ολικών ασφαλίστρων. Σε καμία χώρα της Ε.Ε. δεν υπάρχει το Δικαίωμα Συμβολαίου, μία Ελληνική εφεύρεση για την αύξηση του ασφαλίστρου, χωρίς κόστος πρόσκτησης, που κυμαίνεται πλέον σε επίπεδα από 20% έως 35%.

Και επειδή λέγεται ότι οι εκχωρούμενες προμήθειες στην χώρα μας είναι υψηλές και θα πρέπει να κατέβουν στα επίπεδα της υπόλοιπης Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένας απλός υπολογισμός θα απεδείκνυε ότι αν οι προμήθειες υπολογισθούν στα μεικτά ασφάλιστρα, όπως γίνεται στην υπόλοιπη Ε.Ε. και ΗΠΑ, τότε εμείς οι Έλληνες Διαμεσολαβούντες εισπράττουμε αναλογικά πολύ μικρότερες προμήθειες από τους Ευρωπαίους συναδέλφους.

Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που όλες οι πολυεθνικές Ασφαλιστικές Εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην χώρα μας, ακολουθούν την ίδια πολιτική προμηθειών με τις Ελληνικές, και όχι την πολιτική των προμηθειών της χώρας καταγωγής τους.

Στα πλαίσια της διαφάνειας λοιπόν, που όλοι σήμερα ομολογούν, τούτα θα πρέπει να γίνονται γνωστά και να καταγράφονται.

Με τις νέες συνθήκες άλλωστε που επικρατούν σήμερα στην αγορά, οι Εταιρείες, με το πρόσχημα της ταχύτητας στην ενημέρωση και στην εξυπηρέτηση των πελατών, έχουν μεταφέρει ένα πολύ μεγάλο μέρος των εργασιών στα γραφεία των Ασφαλιστικών Πρακτόρων.

Τούτο σημαίνει πρόσθετες χρονοώρες, οργάνωση γραφείου με μηχανογράφηση, πρόσληψη εξειδικευμένου και πιστοποιημένου προσωπικού, φοροτεχνικούς και νομικούς συμβούλους, καθώς οι ευθύνες είναι πλέον μεγαλύτερες και μετακυλίονται, με αποτέλεσμα πολύ μεγάλο κόστος γραφείου, εφόσον ληφθεί υπ΄ όψιν και η υποχρεωτική κάλυψη της επαγγελματικής αστικής ευθύνης.

Με λίγα λόγια, εάν η προμήθεια κάποτε ήταν για την προσέλκυση και το σέρβις των πελατών, σήμερα είναι για την διεκπεραίωση και το κόστος των εσωτερικών εργασιών που μεταβιβάστηκαν από τις κεντρικές υπηρεσίες στα δίκτυα, χωρίς καμία επί πλέον παροχή.

Πρόκειται για διαχειριστικό κόστος και όχι προμήθεια, το οποίο μέχρι πρόσφατα απεδίδετο ξεχωριστά στα Πρακτορεία και του οποίου η ενσωμάτωση στην προμήθεια οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Γνωρίζουμε πού δίδονται και από ποιούς οι εξαιρετικά υψηλές προμήθειες ۠۠ όμως είναι βέβαιο ότι η πλειονότητα των Ασφαλιστικών Πρακτορείων υποφέρει από τα προβλήματα της ασφαλιστικής αγοράς όπως, από την παρασιτική και χωρίς έλεγχο ενασχόληση διαφόρων εις το επάγγελμα, από την διείσδυση απαίδευτων Τραπεζοϋπαλλήλων, από τον κακώς εννοούμενο, αθέμιτο ανταγωνισμό, και από την έλλειψη εποπτείας που επέτρεψε τον συνολικό διασυρμό του θεσμού και του επαγγέλματος.

Είναι βέβαιο ότι σε όλα τα παραπάνω πρέπει να αναζητηθεί ο λόγος της κακοδαιμονίας της ασφαλιστικής αγοράς”.