Ουσιαστική κάλυψη οι συμπληρωματικές καλύψεις

Οι συμπληρωματικές καλύψεις βοηθούν στην ουσιαστική κάλυψη των αναγκών του ασφαλισμένου. Η συμπληρωματικότητά τους δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση ότι είναι μικρότερης σημασίας καθώς αφορούν κάλυψη ατυχημάτων, ασθένειας, ανικανότητας, απώλειας εισοδήματος, σοβαρών ασθενειών, προστασίας εισοδήματος, κ.λπ.

Είναι προφανές ότι η βασική ασφάλιση ζωής απευθύνεται στην κύρια ανάγκη του ασφαλισμένου, όπως για παράδειγμα προστασία οικογένειας, επιβίωση, αποταμίευση, σύνταξη, κ.λπ. 

Ο ασφαλισμένος έχει όμως και επιπλέον ανάγκες που αφορούν την υγεία του, την προστασία του εισοδήματός του, την ικανότητά του για εργασία, την ικανότητα του να πληρώνει το ασφάλιστρο, κ.λπ. Η προστιθέμενη αξία είναι αναμφισβήτητη. Το κόστος όπως σε κάθε κάλυψη είναι ανάλογο των παροχών και σε καμία περίπτωση το ασφάλιστρο δεν μπορεί να θεωρηθεί υψηλό σε συνάρτηση με τα οφέλη που εξασφαλίζονται.

Ειδικότερα, η βασική ασφάλιση συνήθως απαιτεί τον πρωταρχικό λόγο για τον οποίο ο ασφαλισμένος απευθύνεται στην ασφαλιστική επιχείρηση. Είναι σαφές ότι από εκεί και μετά οι ανάγκες διαφοροποιούνται και έτσι ο κάθε ασφαλισμένος ερευνά για επιπλέον καλύψεις που τον αφορούν. 

Η δημιουργία πακέτων προκύπτει από την αναγνώριση ότι ένα μέρος ασφαλισμένων έχει ενδιαφέρον προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, π.χ. την προστασία. Δε θα μπορούσε να γίνει ενσωμάτωση με τη βασική ασφάλιση, καθώς ένα πακέτο δεν αφορά το σύνολο των ασφαλισμένων. 

Επίσης η προώθηση πακέτου ενδεχόμενα έχει να κάνει με τη διαπίστωση κάποιας παροδικής τάσης στην αγορά. Συνήθως όμως έχει να κάνει με την προσπάθεια των εταιριών να απευθυνθούν σε ένα μεγάλο μέρος ασφαλιζομένων με προσιτές λύσεις. 

Συνήθως τα καλυπτόμενα ποσά είναι χαμηλά ή μεσαία ώστε η διαδικασία ασφάλισης να είναι απλουστευμένη και να μην αποθαρρύνεται ο υποψήφιος προς ασφάλιση. Κάποιες φορές τέτοια πακέτα απευθύνονται και προς ενδιαφερόμενους που δεν έχουν ιδιαίτερη κατάρτιση γύρω από ασφαλιστικά θέματα, αλλά ψάχνουν για μια συνολική λύση.

Οι συμπληρωματικές καλύψεις και κυρίως αυτές που αφορούν την προστασία του ασφαλισμένου έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όλες οι καλύψεις συνεισφέρουν στην κερδοφορία της εταιρείας. Τόσο οι βασικές όσο και οι συμπληρωματικές καλύψεις λοιπόν μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο κερδοφόρες ανάλογα με το μίγμα τους στο χαρτοφυλάκιο της εταιρείας. 

Είναι σαφές ότι στη χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια δόθηκε έμφαση στη διάθεση νοσοκομειακών προγραμμάτων ισόβιας διάρκειας. Κατά την προσέγγιση αυτή η βασική ασφάλιση χρησιμοποιήθηκε ως όχημα για να εξασφαλιστεί η ισοβιότητα της νοσοκομειακής κάλυψης. 

Όπως τα αποτελέσματα δείχνουν η πρακτική αυτή δεν ήταν σωστή καθιστώντας τις καλύψεις αυτές μη κερδοφόρες και οδηγώντας σε αναπροσαρμογές ασφαλίστρων ως το βασικό μέσο άμυνας της εταιρείας. 

Τα κεφάλαια βασικής ασφάλισης είναι ιδιαίτερα χαμηλά στα ασφαλιστήρια αυτά αφού το ενδιαφέρον των ασφαλισμένων είναι στραμμένο στο νοσοκομειακό σκέλος. Η κερδοφορία τέτοιων συνδυασμών είναι με ερωτηματικό. Οι υπόλοιπες περιπτώσεις δείχνουν να έχουν καλύτερη συμπεριφορά ως προς την κερδοφορία τους.

Στον κλάδο ζωής της εταιρείας, οι συμπληρωματικές καλύψεις ατομικών συμβολαίων (περιλαμβανομένων των προγραμμάτων υγείας), αποτελούν ποσοστό 40% των ασφαλίστρων ατομικών συμβολαίων και ανέρχονται περίπου σε 34 εκ ευρώ ετησίως.

Τα δίκτυα πωλήσεων προωθούν πάντα τα προγράμματα τα οποία ενδιαφέρουν τους ασφαλισμένους. Είναι σαφές ότι ένα προϊόν κατά το σχεδιασμό του προσπαθεί να οδηγήσει σε ένα σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην ικανοποίηση του ασφαλισμένου, την προμήθεια του διαμεσολαβούντα και την κερδοφορία της εταιρίας. 

Η υψηλή προμήθεια από μόνη της δεν αποτελεί συστατικό επιτυχίας καθώς είναι πιθανό να οδηγεί σε προϊόν που δεν είναι καλό για τον ασφαλισμένο ή για την εταιρεία και άρα μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία. Προφανώς σε κάθε προϊόν γίνεται προσπάθεια οι αμοιβές να είναι ικανοποιητικές. Καθοριστικό ρόλο παίζει και η κατεύθυνση που η εταιρεία επιθυμεί να δώσει.