Κάποιες από τις συμπληρωματικές καλύψεις είναι κερδοφόρες

Η έννοια Συμπληρωματικές Καλύψεις δεν αναφέρεται στην σπουδαιότητα των καλύψεων, αλλά στο γεγονός ότι σύμφωνα με την ασφαλιστική νομοθεσία 400/70 ως βασικές καλύψεις εννοούνται η απλή ασφάλιση θανάτου, οι μικτές ασφαλίσεις, οι ασφαλίσεις επιβιώσεις και τα συνταξιοδοτικά προγράμματα.

Δηλαδή για να εκδοθεί ένα συμβόλαιο ζωής θα πρέπει να παρέχει οπωσδήποτε μια από τις ανωτέρω ονομαζόμενες βασικές καλύψεις και κατόπιν να προστεθεί στο συμβόλαιο οποιαδήποτε άλλη κάλυψη όπως ανικανότητας, ατυχήματος, νοσοκομειακής περίθαλψης κτλ. Με αυτή την έννοια ονομάζονται συμπληρωματικές καλύψεις και όχι ως προς την σπουδαιότητα των καλύψεων.
Όσον αφορά την κερδοφορία των συμπληρωματικών καλύψεων δεν είναι δυνατόν να μιλήσεις γενικά για αυτές. 

Κάποιες από τις συμπληρωματικές καλύψεις είναι κερδοφόρες όπως η παροχή ατυχήματος, άλλες έχουν προβλήματα που εξαρτώνται από την τιμολόγηση τους, τις διαδικασίες ανάληψης (underwriting) όπως και των εξελίξεων σε τομείς που δεν εξαρτώνται από την ασφαλιστική εταιρεία  π.χ στην ιατρική, όπως οι παροχές νοσοκομειακής περίθαλψης. 

Το ίδιο συμβαίνει και με τις βασικές καλύψεις, άλλες είναι κερδοφόρες όπως η απλή κάλυψη θανάτου και άλλες έχουν σημαντικό κίνδυνο που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί  όπως τα συνταξιοδοτικά προγράμματα.

Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι το κόστος των συμπληρωματικών καλύψεων είναι υψηλό σε σχέση με την ανταποδοτικότητά τους, παρόλα αυτά υπάρχουν διαφοροποιήσεις από εταιρεία σε εταιρεία.

Τα δίκτυα πωλήσεων προτείνουν ασφαλιστικές λύσεις κάνοντας ανάλυση αναγκών των υποψηφίων πελατών άρα προτείνουν το συνδυασμό εκείνο βασικής ασφάλισης και συμπληρωματικών καλύψεων που είναι κατάλληλες για τον κάθε πελάτη. 

Η πολιτική προμηθειών στα είδη των καλύψεων είναι διαφορετική. Στις μεν βασικές καλύψεις καταβάλλεται προμήθεια υψηλή στα ασφάλιστρα πρώτου έτους ενώ στις συμπληρωματικές καλύψεις καταβάλλεται πολύ μικρότερη προμήθεια αλλά για όλα τα έτη που είναι σε ισχύ η κάλυψη. 

Ο λόγος της ανωτέρω ρύθμισης έχει να κάνει με τους πολλούς παράγοντες αβεβαιότητας που υπεισέρχονται στην τιμολόγηση των συμπληρωματικών καλύψεων σε σχέση με τις καλύψεις βασικής ασφάλισης.

Στο σύνολο των ασφαλίστρων ατομικών συμβολαίων ζωής του έτους 2009 το οποίο ήταν 300.000.000 ευρώ το 46% αποτελούσε ασφάλιστρα συμπληρωματικών καλύψεων.