Εγκαταλείφθηκαν από την πολιτεία οι ασφαλισμένοι Ασπίς και Commercial

Απορρίπτεται οριστικά κάθε ενδεχόμενο παροχής άμεσης εγγύησης του ελληνικού δημοσίου για την αποζημίωση των ασφαλισμένων της Ασπίς Πρόνοια και της Commercial Value, σύμφωνα με το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών.

Για την κάλυψη των ασφαλισμένων των δύο εταιρειών προβλέπεται η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου τους σε άλλες εταιρείες του κλάδου, μέσα από ανοιχτή διαδικασία που θα κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος, ως νέα εποπτεύουσα αρχή του ασφαλιστικού κλάδου. 

Η συνδρομή του δημοσίου είναι έμμεση και προϋποθέτει τη μεταβίβαση μέρους ή του συνόλου του χαρτοφυλακίου των δύο εταιρειών. Στην περίπτωση αυτή, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, το Δημόσιο παρέχει την εγγύησή του στο Επικουρικό Κεφάλαιο, προκειμένου ο φορέας να μπορέσει να δανειστεί και να αναλάβει μέρος του ανοίγματος που αφήνουν πίσω τους οι δύο εταιρείες και το οποίο συνολικά υπολογίζεται στα 600 εκατ. ευρώ.

Το νομοσχέδιο προβλέπει καταληκτική ημερομηνία ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου για την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου, ενώ στην περίπτωση που η μεταβίβαση δεν επιτευχθεί, το χαρτοφυλάκιο ζωής τίθεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση. 

Η διαδικασία μεταβίβασης δεν είναι υποχρεωτική για τους ασφαλισμένους, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τη λύση του συμβολαίου τους και την υπαγωγή των απαιτήσεών τους στην ασφαλιστική εκκαθάριση. 

Το υπουργείο Οικονομικών προκρίνει τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου με συμβατικά αναμορφωμένες παροχές και μετά από προσδιορισμό του ανοίγματος, που γίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος με βάση τα στοιχεία που παρέχονται από τον Επόπτη Χαρτοφυλακίων Ζωής των δύο εταιρειών. 

Το άνοιγμα θα επιβαρύνει τους ίδιους τους ασφαλισμένους, των οποίων το χαρτοφυλάκιο θα μεταβιβαστεί σε ανάδοχο ασφαλιστική εταιρεία και εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει το 50% του συνόλου των απαιτήσεων.

Η διαδικασία

Της διαδικασίας μεταβίβασης προηγείται το αργότερο μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του νόμου, η παράδοση από τον Επόπτη Χαρτοφυλακίων Ζωής:

• Καταλόγου των ασφαλισμένων και των απαιτήσεών τους, όπως απορρέουν από τα συμβόλαια
• Καταλόγου όσων ασφαλισμένων δήλωσαν ότι επιθυμούν την ένταξή τους στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, καθώς και το ύψος των απαιτήσεών τους για καταβολή ασφαλίσματος και εξαγοράς
• Του Αρχείου Τεχνικών Αποθεμάτων Ζωής
• Του μητρώου Ασφαλιστικής Τοποθέτησης Ζωής
• Του συνολικού χρηματικού ποσού που βαρύνει το ενεργητικό του χαρτοφυλακίου για αμοιβή του Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής, μισθοδοσία του προσωπικού και κάλυψη των λοιπών λειτουργικών εξόδων του
• Κατάλογου με τις λοιπές υποχρεώσεις του χαρτοφυλακίου που υπάγονται στην κοινή εκκαθάριση
• Εισηγητικού σχεδίου αναμόρφωσης παροχών
• Καταλόγου των εργαζομένων κατά την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ύψους των αιτούμενων απαιτήσεών τους

Στη συνέχεια η ΤτΕ γνωστοποιεί δημοσίως τα υπάρχοντα στοιχεία και απευθύνει δημόσια πρόσκληση προς κάθε ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση να δηλώσει ότι μετέχει στη διαδικασία αναδοχής του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων κλάδων ζωής, το οποίο δεν έχει τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση και να καταθέσει εγγράφως την πρότασή της, η οποία διαμορφώνεται με βάση τις παρακάτω υποχρεωτικές προϋποθέσεις, που μπορεί να τροποποιούνται με την υποβαλλόμενη πρόταση μόνο προς το συμφέρον των ασφαλισμένων. 

Όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, η ΤτΕ «θα προτείνει τη μείωση των υφιστάμενων απαιτήσεων των ασφαλισμένων ή των ποσών καλύψεων, εκτός των απαιτήσεων που αφορούν ασφαλίσματα υγείας, σε ποσοστό που αντιστοιχεί σε συνολικό χρηματικό ποσό, που ισοσκελίζει κατά προσέγγιση τη διαφορά μεταξύ του ενεργητικού και του παθητικού του χαρτοφυλακίου». 

«Στην περίπτωση που το ποσοστό της προτεινόμενης μείωσης είναι μεγαλύτερο του 50% της απαίτησης, η διαφορά αποτελεί απαίτηση του αναδόχου κατά του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, η σύσταση του οποίου προβλέπεται στο ίδιο νομοσχέδιο. 

Αποκλειστικά για την εξόφληση της παραπάνω απαίτησης, το Εγγυητικό Κεφάλαιο μπορεί να συνάπτει δάνειο από πιστωτικά ιδρύματα με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή το Δημόσιο αποκτά ενέχυρο επί των εσόδων του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής που προέρχονται από τις εισφορές των μελών του». 

Κίνητρο προς τις εταιρείες προκειμένου να αναλάβουν τα χαρτοφυλάκια είναι η πρόβλεψη που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο για «αναστολή κάθε υφιστάμενης αίτησης εξαγοράς ή μελλοντικής εξαγοράς ασφαλιστηρίου της επιχείρησης ή λήξη ασφαλιστηρίου – με εξαίρεση τις απαιτήσεις για καταβολή ασφαλίσματος υγείας – για δύο χρόνια από την ημέρα ανάληψης του χαρτοφυλακίου από τον ανάδοχο», καταργώντας παράλληλα τα εγγυημένα τεχνικά επιτόκια, που δεν προβλέπονται στο νόμο.

Ειδική πρόβλεψη γίνεται για τους κατόχους νοσοκομειακών συμβολαίων, οι οποίοι «στην περίπτωση που κριθούν από τον ανάδοχο ασφαλίσιμοι με βάση την ηλικία τους και την κατάσταση της υγείας του, αντικαθίστανται με τα ανάλογα προϊόντα που διαθέτει ο ανάδοχος». Αντίθετα στην περίπτωση που οι ασφαλισμένοι δεν κριθούν ασφαλίσιμοι, συνεχίζονται από τον ανάδοχο, ο οποίος μπορεί να εξαλείψει τυχόν όρους που αντιβαίνουν στα συναλλακτικά ήθη της ασφαλιστικής αγοράς και να αυξήσει το ασφάλιστρο σε ποσοστό μέχρι και 20%, αναπροσαρμοζόμενο εφεξής με το κοινό ποσοστό αναπροσαρμογής ασφαλίστρων των νοσοκομειακών προγραμμάτων». 

Επίσης «όσοι ασφαλισμένοι διαθέτουν νοσοκομειακό συμβόλαιο ή νοσοκομειακό προσάρτημα συμβολαίου ζωής και δεν είναι ασφαλισμένοι σε κάποιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης, δικαιούνται δωρεάν νοσοκομειακή περίθαλψη» μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου».

Το χαρτοφυλάκιο ζωής μεταβιβάζεται στον ανάδοχο με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, ενώ στα κριτήρια επιλογής του αναδόχου περιλαμβάνεται υποχρεωτικά και το προτεινόμενο ποσοστό απορρόφησης του προσωπικού της υπό εκκαθάριση εταιρείας.

Για το χρονικό διάστημα από την ημέρα της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης μέχρι την ημέρα  μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου, αναστέλλεται η είσπραξη ασφαλίστρων και τα οφειλόμενα ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους που μετέχουν στη διαδικασία μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου, προστίθενται στο ενεργητικό του χαρτοφυλακίου και εισπράττονται από τον ανάδοχο. 

Η επιλογή του αναδόχου γίνεται με απόφαση της ΤτΕ, η οποία γνωστοποιείται στο κοινό με ανάρτησή της στην ιστοσελίδα της ΤτΕ με ολόκληρη την πρόταση του αναδόχου. Οι κάτοχοι ασφαλιστηρίων συμβολαίων μπορούν με έγγραφη δήλωσή τους προς τον Επόπτη Χαρτοφυλακίων Ζωής, που υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 15 ημερών  από την ημέρα ανάρτησης στο διαδίκτυο της απόφασης της ΤτΕ για την επιλογή του αναδόχου να μην αποδεχτούν την αναμόρφωση των συμβολαίων τους και να αντιταχθούν στη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου με την προβλεπόμενη διαδικασία. 

Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι επιλέγουν τη λύση του συμβολαίου τους και την υπαγωγή τους στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Το ανάλογο μέρος των περιουσιακών στοιχείων που έχει τεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση ζωής, αποτελεί στοιχείο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και δεν μεταβιβάζεται στον ανάδοχο. 

Αν αντιταχθούν ασφαλισμένοι που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της συνολικής παραγωγής ασφαλίστρων κατά το τελευταίο έτος λειτουργίας της επιχείρησης, η διαδικασία ματαιώνεται και το χαρτοφυλάκιο ζωής τίθεται και αυτό σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Όσοι ασφαλισμένοι δεν υποβάλλουν δήλωση τεκμαίρεται ότι αποδέχονται τη διαδικασία μεταβίβασης και εκπροσωπούνται σε αυτή από τον Επόπτη Χαρτοφυλακίων Ζωής. 

Ο ανάδοχος εκδίδει νέα ασφαλιστήρια με βάση τη σύμβαση μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου, η οποία εγκρίνεται από την ΤτΕ. Αν ωστόσο παρέλθει ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου, χωρίς να εκδοθεί η εγκριτική απόφαση της ΤτΕ, η διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια και το χαρτοφυλάκιο ζωής μπαίνει σε ασφαλιστική εκκαθάριση.

Το Εγγυητικό Κεφάλαιο

Με ειδικό άρθρο προβλέπεται επίσης η σύσταση Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής με τη μορφή Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου και κατά το πρότυπο του Επικουρικού Κεφαλαίου που καλύπτει την υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων. 

Σκοπός του Εγγυητικού Κεφαλαίου είναι η διατήρηση και μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε άλλη ή σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες και αν αυτό δεν επιτευχθεί η λύση των συμβολαίων και η καταβολή αποζημίωσης στους ασφαλισμένους. 

Μέλη του Εγγυητικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικά οι ασφαλιστικές εταιρείες με έδρα την Ελλάδα, τα υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών και τα υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΕΟΧ, εφόσον δεν καλύπτονται ήδη από αντίστοιχα εγγυητικά κεφάλαια στη χώρα εγκατάστασής τους.

Η κάλυψη του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής εκτείνεται σε όλους τους κλάδους ζωής με εξαίρεση τις απαιτήσεις που πηγάζουν από ομαδικά συνταξιοδοτικά ασφαλιστήρια, καθώς και από συμπληρωματικές καλύψεις νοσοκομειακής περίθαλψης και ισούται με το 100% κάθε ασφαλιστικής αποζημίωσης και μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ ανά ασφαλισμένο.
Ειδικά για τις αποζημιώσεις θανάτου, ανικανότητας από ατύχημα και παροχής σύνταξης, η κάλυψη ανέρχεται μέχρι το ποσό των 50.000 ευρώ ανά ασφαλισμένο. 

Για τη χρηματοδότηση του Εγγυητικού Κεφαλαίου επιβάλλεται τακτική εισφορά, η οποία βαρύνει τα μέλη του καθορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σε ποσοστό έως 1% της συνολικής ετήσιας παραγωγής ακαθάριστων ασφαλίστρων. Η Διαχειριστική Επιτροπή του Εγγυητικού Κεφαλαίου μπορεί με απόφασή της, να ορίσει έκτακτη εισφορά μέχρι 1% της συνολικής ετήσιας παραγωγής ακαθάριστων ασφαλίστρων, ενώ το σύνολο των εισφορών επενδύεται με ευθύνη της Διαχειριστικής Επιτροπής ή κατατίθεται σε έντοκο λογαριασμό τράπεζας. 

Για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής μπορεί να συνάπτει δάνεια και να εκχωρεί ή να ενεχυριάζει σε ασφάλεια του δανείου απαιτήσεις από ληξιπρόθεσμες ή και μελλοντικές εισφορές υπέρ αυτού μέχρι ποσοστό 2/3 του συνόλου τους.

Ανώτατο όργανο του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής είναι η Συνέλευση των Μελών, που αποφασίζει για κάθε υπόθεση με απόλυτη πλειοψηφία, ενώ τη διαχείριση ασκεί η Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία αποτελείται από πέντε μέλη, που εκλέγονται από τη Συνέλευση των Μελών. Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ένα από τα μέλη που εκλέγονται από τη Συνέλευση των Μελών. 

Με ειδική διάταξη προβλέπεται επίσης η δυνατότητα διορισμού από την ΤτΕ Επιτρόπου κατά το πρότυπο που προβλέπεται για τα πιστωτικά ιδρύματα. Ο διορισμός Επιτρόπου μπορεί να γίνει εάν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής εταιρείας υπολείπεται του εγγυητικού κεφαλαίου που η επιχείρηση πρέπει να διαθέτει η εάν η επιχείρηση υποχρεώνεται να υποβάλει για έγκριση σχέδιο βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης για τη συμπλήρωσή του. 

Στην περίπτωση αυτή η ΤτΕ μπορεί αντί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας να διορίσει Επίτροπο, ο οποίος αφού υποβάλει έκθεση για την κεφαλαιακή επάρκεια και την εν γένει οικονομική, διοικητική και οργανωτική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, αναλαμβάνει τη διοίκηση για διάστημα από τριών έως έξι μηνών, με δυνατότητα παράτασης.

Η αρμοδιότητα

Σε ειδικό άρθρο προβλέπεται επίσης η μεταφορά των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης στην Τράπεζα της Ελλάδος και η κατάργηση της Επιτροπής. Η μεταφορά γίνεται κατά το πρότυπο της κατάργησης της Νομισματικής Επιτροπής, δηλαδή της ανάθεσης του συνόλου της αρμοδιότητας στην Τράπεζα της Ελλάδος, με πρόβλεψη ότι η αρμοδιότητα ασκείται με πράξεις του Διοικητή της ή με εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου. 

Στις μεταβιβαζόμενες αρμοδιότητες της Επ.Ε.Ι.Α. περιλαμβάνεται η προληπτική εποπτεία των ασφαλιστικών εταιρειών και ο έλεγχος των ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων άσκησης του επαγγέλματος του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, καθώς και η τήρηση των κανόνων συναλλακτικής συμπεριφοράς, τόσο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων όσο και των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών. 

Στο πλαίσιο αυτό παρέχεται στην Τράπεζα της Ελλάδος η δυνατότητα να αξιολογήσει και να εντάξει στο προσωπικό της σημαντικό μέρος των εργαζομένων της Επ.Ε.Ι.Α., οι οποίοι έχουν γνώση του αντικειμένου. 

Έτσι όσοι υπάλληλοι ανήκουν στο ειδικό επιστημονικό προσωπικό μπορούν να ζητήσουν την ένταξή τους στο μόνιμο προσωπικό της ΤτΕ μετά από αίτηση και αξιολόγησή τους, αποδεχόμενοι κατά περίπτωση όρους βαθμολογικής και μισθολογικής τακτοποίησης, που θα γνωστοποιηθούν από την ΤτΕ μέσα σε δύο μήνες από τη δημοσίευση του νόμου. Οι υπάλληλοι που δεν θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον ή δεν θα ενταχθούν στην ΤτΕ με την παραπάνω διαδικασία, καθώς και οι δικηγόροι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με έμμισθη εντολή, μεταφέρονται με την ίδια σχέση εργασίας σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις ή συνιστώμενες με την απόφαση μεταφοράς προσωποπαγείς θέσεις της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών. 

Ο μεταφερόμενος μπορεί περαιτέρω να αποσπαστεί μετά από αίτηση και αξιολόγησή του στην Επιτροπή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας. Ανακαλούνται επίσης οι αποσπάσεις και κάθε άλλη πράξη διάθεσης προς την Επ.Ε.Ι.Α. μόνιμου προσωπικού υπηρεσιών του Δημοσίου ή φορέων του Δημοσίου Τομέα και οι υπάλληλοι αυτής της κατηγορίας μπορούν να συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων. 

Λύονται επίσης οι συμβάσεις έργου προσωπικού και η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης βαρύνει το Δημόσιο, ενώ το προσωπικό που υπηρετεί με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, μπορεί να μεταφερθεί  στην ΤτΕ με την ίδια σχέση εργασίας μέχρι τη λήξη της θητείας του και με προοπτική την ένταξή του στο μόνιμο προσωπικό της ΤτΕ μετά από αξιολόγησή του. Τέλος το μόνιμο προσωπικό μπορεί να μεταταχθεί στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων ή σε κενή οργανική θέση υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών. 

Η περιουσία της Επ.Ε.Ι.Α., με τη μορφή του διαθέσιμου κεφαλαίου που έχει συσσωρευτεί από εισφορές των υπόχρεων ασφαλιστικών εταιρειών κατά τα προηγούμενα χρόνια, διατίθεται για την ταμιακή ενίσχυση και την εξασφάλιση επαρκούς ρευστότητας κατά το αρχικό διάστημα λειτουργίας του συνιστώμενου Εγγυητικού Κεφαλαίου, ενώ η λοιπή περιουσία περιέρχεται στο Δημόσιο και διατίθεται σε άλλες υπηρεσίες με απόφαση του υπουργού Οικονομικών.

Το Συμβούλιο

Σε ειδικό άρθρο τέλος προβλέπεται η σύσταση Συμβουλίου Συστημικής Ευστάθειας, αποστολή του οποίου είναι «η ανάλυση της δυναμικής μεταξύ των επιμέρους συστημάτων του χρηματοοικονομικού χώρου και η συνεχής διερεύνηση για την προληπτική αντιμετώπιση έκτακτων ή ακραίων καταστάσεων και κρίσεων. Το Συμβούλιο παρακολουθεί τη σχέση μεταξύ των συστημάτων της οικονομίας με έμφαση στις κεφαλαιαγορές, το τραπεζικό και ασφαλιστικό σύστημα, τη ρευστότητα, το δημόσιο χρέος και τις κρατικές εγγυήσεις και την προληπτική δράση κατά ακραίων καταστάσεων, ασταθειών και κρίσεων. 

Συντονίζει επίσης τη χρηματοοικονομική πολιτική του υπουργείου Οικονομικών, ενώ διασφαλίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του υπουργείου Οικονομικών και των εθνικών ανεξάρτητων εποπτικών αρχών του χρηματοοικονομικού τομέα για το συντονισμό της χρηματοοικονομικής πολιτικής του υπουργείου. Μέλη του Συμβουλίου είναι ο υπουργός Οικονομικών, ο υφυπουργός Οικονομικών, ο διοικητής της ΤτΕ, ο αρμόδιος καθ’ ύλην υποδιοικητής της ΤτΕ, ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και δύο πρόσωπα εγνωσμένου κύρους με ειδικές γνώσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, που υποδεικνύονται από τον υφυπουργό Οικονομικών.