Αυξήθηκαν τα παράπονα για τις τραπεζικές υπηρεσίες

Αυξηθήκαν κατά 12,06% οι εργασίες του Γραφείου του Μεσολαβητή Τραπεζικών και Επενδυτικών Υπηρεσιών και κατά 5,86% παράπονα από ιδιώτες, επαγγελματίες, μικρές επιχειρήσεις και επενδυτές, που αφορούσαν τράπεζες και επενδυτικές εταιρείες σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης του Γραφείου για το 2009. 

Το Γραφείο δέχθηκε συνολικά 12.269 τηλεφωνικές κλήσεις και επισκέψεις στα γραφεία του, αυξημένες κατά 12,06% συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, και έλαβε 2.077 γραπτά παράπονα, αυξημένα κατά 5,86%, από ιδιώτες, επαγγελματίες, μικρές επιχειρήσεις και επενδυτές, που αφορούσαν τράπεζες και επενδυτικές εταιρίες. 

Επίσης, στα πλαίσια συμμετοχής του στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο FIN-NET, έλαβε 100 διασυνοριακά παράπονα.
Συνολικά περατώθηκε η διερεύνηση 1.971 γραπτών υποθέσεων, αυξημένων κατά 35,84% σε σχέση με το 2008.

Ως προς την κατανομή των υποθέσεων κατά προϊόν και αιτία παραπόνου διαπιστώνονται τα ακόλουθα: 

• 33,07% αφορούσε τα μέσα πληρωμών, 47,82% τα δάνεια, 12,67% τις καταθέσεις και 4,95% τις επενδυτικές υπηρεσίες, ενώ 1,49% διάφορες άλλες υπηρεσίες.
• 22,34% αφορούσε την αμφισβήτηση συναλλαγών / υπολογισμών, 25,18% την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, 44,90% την τραπεζική ή επενδυτική πρακτική και 7,58% διάφορα άλλα θέματα (έξοδα, επιτόκια, δυσμενή στοιχεία κ.ά.).

Σε ποσοστό 54,57% των διαφορών που εξετάστηκαν, δικαιώθηκαν οι παραπονούμενοι, είτε με πλήρη ικανοποίηση του αιτήματός τους είτε συμβιβαστικά
.
Τα παράπονα για τα δάνεια σχετίζονταν κυρίως με τον τρόπο εκτοκισμού των οφειλών, την ελλιπή ενημέρωση, τη μη αποδοχή ασφαλιστηρίων εταιρίας επιλογής του δανειολήπτη, τη μη προσαρμογή του Βασικού Επιτοκίου Χορηγήσεων στεγαστικών δανείων στις εκάστοτε μειώσεις των επιτοκίων Ε.Κ.Τ. και Εuribor, τη μη έγκαιρη ενημέρωση εγγυητή για την υπερημερία οφειλέτη, την επιθετική πολιτική των τραπεζών αναφορικά με τη χορήγηση δανείων, τις καθυστερήσεις κατά τη μεταφορά δανείων, την πρόταση διακανονισμού οφειλών με επαχθείς όρους σε σχέση με τις οικονομικές δυνατότητες των δανειοληπτών και τον τρόπο όχλησής τους από τις εταιρίες ενημέρωσης οφειλετών ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων. 

Όσον αφορά τα μέσα πληρωμών, τα παράπονα αφορούσαν την αμφισβήτηση χρεώσεων μετά από κλοπή ή απώλεια καρτών, τον πλημμελή έλεγχο ταυτοπροσωπίας κατά τις συναλλαγές με επιχειρήσεις που δέχονται πιστωτικές κάρτες, τον τρόπο εκτοκισμού των οφειλών σε περίπτωση μη καταβολής του συνόλου του υπολοίπου των μηνιαίων λογαριασμών πιστωτικών καρτών, απάτες μέσω ΑΤΜ, καθώς και τη χρέωση εξόδων. 

Στις καταθέσεις, συνήθεις αιτίες παραπόνων ήταν οι επιβαρύνσεις με προμήθειες και έξοδα, ο συμψηφισμός μισθών και συντάξεων με απαιτήσεις της τράπεζας, ο ανεπαρκής έλεγχος ταυτοπροσωπίας, καθώς και οι χρεώσεις λογαριασμών χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των καταθετών, με αποτέλεσμα τη μη κάλυψη υποχρεώσεών τους. 

Τέλος, στα επενδυτικά προϊόντα, τα παράπονα σχετίζονταν κυρίως με τη μη επαρκή ενημέρωση, με αυθαίρετες ενέργειες στα χαρτοφυλάκια των επενδυτών, με καθυστερήσεις στην εκτέλεση εντολών, καθώς και με την προώθηση προϊόντων που δεν προσιδίαζαν στο επενδυτικό προφίλ των επενδυτών, με αποτέλεσμα να ωθούνται στην αγορά συνθέτων προϊόντων υψηλού κινδύνου.