Προτάσεις «αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας» από τη Γερμανία

Προτάσεις για «αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία» και μέτρα κατά των κερδοσκοπικών χρηματοοικονομικών προϊόντων πρόκειται ναθέσει σήμερα επί τάπητος η Γερμανία στην ομάδα εργασίας υπό τον πρόεδρο της ΕΕ, κ. Χέρμαν βαν Ρομπάι.

Το θέμα της οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ θα εξετάσει η πρώτη συνάντηση της λεγόμενης «Ομάδας Δράσης» (Task Force) που συγκαλείται σήμερα στις Βρυξέλλες, υπό τον Πρόεδρο της ΕΕ, κ. Χέρμαν Βαν Ρόμπει. Στη συνάντηση θα παραβρεθούν εκπρόσωποι και υπουργοί οικονομικών από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ και ο Επίτροπος, αρμόδιος για θέματα οικονομίας, κ.Όλι Ρεν.

Όλες οι χώρες της ΕΕ έχουν συμφωνήσει, επί της αρχής, στην ενίσχυση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με στόχο τον ταχύτερο περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους στις χώρες του ευρώ. Ωστόσο, οι χώρες της ευρωζώνης είναι διχασμένες ως προς τα μέσα επίτευξης αυτού του στόχου.

Υπό αυτό το πρίσμα, αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι προτάσεις της γερμανικής πλευράς σχετικά με την ενισχυμένη δημοσιονομική πειθαρχία, τις οποίες θα παρουσιάσει ο Γερμανός υπουργός οικονομικών, κ. Βόλφκανγκ Σόιμπλε. 

Η γερμανική πρόταση, μεταξύ άλλων, προβλέπει νέες αυστηρές κυρώσεις για τους παραβάτες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οι οποίες φτάνουν μέχρι και την «ελεγχόμενη πτώχευση» μιας υπερχρεωμένης χώρας του ευρώ. Πολλοί οικονομικοί αναλυτές εκλαμβάνουν την πρόταση αυτή ως εξαναγκασμό μιας χώρας σε αποχώρηση από τη Νομισματική Ένωση.

Συγκεκριμένα, η Γερμανία προτείνει την προσωρινή ή και μόνιμη περικοπή των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων για τις χώρες που παραβιάζουν συστηματικά τους κανόνες του Συμφώνου, κάτι που άλλωστε έχει προτείνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ωστόσο, η Γερμανία πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα, ζητώντας την απώλεια του δικαιώματος ψήφου στα Συμβούλια Υπουργών για ένα χρόνο. 

Το θέμα αυτό απαιτεί αλλαγή της Συνθήκης της Λισαβόνας, κάτι το οποίο δεν επιθυμεί ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά ούτε και οι περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, ανάμεσά τους και η Γαλλία, οι οποίες αφενός μεν θεωρούν ότι οι κυρώσεις είναι εξαιρετικά αυστηρές, αφετέρου δε επ’ ουδενί δεν επιθυμούν αλλαγή της Συνθήκης.

Εξάλλου, η Γερμανία, προτείνει στους εταίρους της στην ευρωζώνη να ακολουθήσουν το δικό της πρότυπο, κατοχυρώνοντας, με συνταγματικό νόμο, ανώτατο όριο στα δημοσιονομικά τους ελλείμματα.

Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία θεωρεί ότι οι προσπάθειες των ευρωπαϊκών χωρών δεν πρέπει να επικεντρωθούν αποκλειστικά στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, αλλά θα πρέπει να προσέξουν και το θέμα της ανταγωνιστικότητας.

Σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές, η Γαλλία, εμμέσως πλην σαφώς, επικρίνει το γερμανικό οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης το οποίο βασίζεται στις εξαγωγές, ενώ παράλληλα ζητά από το Βερολίνο να συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ενθαρρύνοντας την εγχώρια ζήτηση στη Γερμανία. 

Ωστόσο, οι γαλλικές προτάσεις εκλαμβάνονται από το Βερολίνο ως μία προσπάθεια αποπροσανατολισμού από τα πραγματικά προβλήματα της ευρωζώνης.