ING: Και φόβος και απληστία στις αγορές

Η ψυχολογία στις αγορές συχνά καθοδηγείται κατά κύριο λόγο είτε από απληστία ή από φόβο. Ωστόσο, τελευταία φαίνεται ότι καθοδηγείται και από τα δύο ταυτόχρονα, επισημαίνει ο στρατηγικός αναλυτής της ING, κ. Ad van Tiggelen, προσθέτοντας ότι το παραπάνω χαρακτηρίζει ιδιαίτερα την κατάσταση στην Ευρώπη.

«Από την πλευρά της «απληστίας», βλέπουμε τις δυνατές μετοχικές αγορές, στις οποίες οι οικονομικά ευαίσθητες μετοχές (οι επονομαζόμενες κυκλικές) εκτοξεύθηκαν, χωρίς κάποια εμφανή σημάδια ανησυχίας για τις αποτιμήσεις τους.

Από την πλευρά του «φόβου» έχουμε τις Ευρωπαϊκές κρατικές αγορές ομολόγων στις οποίες οι επενδυτές εμφανίζονται ανήσυχοι για την Ελλάδα και κάποια άλλα μέλη της Ευρωζώνης, μία εξέλιξη με ενδεχόμενες καταστροφικές συνέπειες. Τι σημαίνουν όλα αυτά;

Ας ρίξουμε μια ματιά πρώτα στις μετοχικές αγορές. Παρά την έντονη ανάκαμψή τους από τον Μάρτιο του 2009, εξακολουθούν να εμφανίζονται λογικά αποτιμημένες καθώς τα εταιρικά κέρδη είναι πολύ καλύτερα από τα αναμενόμενα. 

Ωστόσο, η αύξηση στις μετοχικές αγορές έχει κυρίως καθοδηγηθεί από τον κυκλικό και τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, των οποίων οι τιμές έχουν διπλασιασθεί ή και τριπλασιασθεί από τα χαμηλά τους.

Παραδοσιακά αμυντικοί κλάδοι όπως αυτός των εταιρειών κοινής ωφελείας, τηλεπικοινωνιών, και φαρμακευτικές υστερούν αρκετά. 

Αυτή η εξέλιξη κατέστησε τις κυκλικές μετοχές σαν σύνολο να διαπραγματεύονται σε ένα από τα πιο ακριβά επίπεδα των τελευταίων τριάντα ετών σε σύγκριση με τις αμυντικές. Ο λόγος για αυτή την εξέλιξη είναι διττός.

Σε περιόδους οικονομικής ανάκαμψης, οι επενδυτές ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για την πορεία των κερδών ανά μετοχή παρά για την αποτίμηση των μετοχών. 

Θετικές εκπλήξεις κερδών γίνονται δεκτές με ενθουσιασμό! Αυτή η προσέγγιση ευνοεί τις κυκλικές μετοχές, ακόμα και αν οι αμυντικές εμφανίζονται πολύ φθηνότερες.

Οι κυκλικές μετοχές των ΗΠΑ και της Ευρώπης τείνουν να αποκομίζουν ένα αυξανόμενο τμήμα των κερδών από ξένες αγορές (αναδυόμενες αγορές!), ενώ κλάδοι όπως αυτός των εταιρειών κοινής ωφελείας και τηλεπικοινωνιών είναι επικεντρωμένοι κυρίως στην εγχώρια αγορά. Συνεπώς, οι αμυντικοί κλάδοι επωφελούνται λιγότερο από την εντυπωσιακή ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών, σε σχέση με τους κυκλικούς.

Η τελευταία παρατήρηση είναι ένας από τους βασικούς λόγους γιατί η ψυχολογία αναφορικά με τις Ευρωπαϊκές μετοχικές αγορές έχει αποκλίνει ως ένα βαθμό από την ψυχολογία που επικρατεί στις κρατικές ομολογιακές αγορές της Ευρώπης: οι εταιρίες μπορούν να παγκοσμιοποιούνται, αλλά όχι και οι χώρες.
 
Από τη μία πλευρά οι επενδυτές αγκάλιασαν αυτό το φαινόμενο, ανταμείβοντας τις διεθνείς εταιρίες για τα καλύτερα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Από την άλλη, γίνονται όλο και πιο νευρικοί για τις υψηλά χρεωμένες χώρες, που δημιουργούν ελλείμματα.

Πιστεύουμε ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να συνυπάρξουν ειρηνικά και οι δύο εκδοχές για μεγάλο διάστημα. Άλλωστε οι επενδυτές τείνουν να είναι πολύ καλοί στην υπερβολή, τόσο στην απληστία όσο και στο φόβο… μέχρι να βρεθεί το σημείο καμπής. 

Από την πλευρά των μετοχών συνεχώς ανεβάζουν τις προσδοκίες τους για κέρδη για τον κυκλικό κλάδο για το 2010 και το 2011, σε επίπεδα που είναι απίθανο να επιτευχθούν. Αυτό είναι ένα «τελετουργικό» που είδαμε και στο παρελθόν. 

Εν τω μεταξύ, οι επενδυτές συνεχίζουν αυξητικά να τιμωρούν τα ασθενέστερα μέλη του ευρώ, θέτοντας υψηλές αποδόσεις στη λήξη των ομολόγων, απειλώντας την χρηματοδότηση του χρέους και τη συνοχή της Ευρωζώνης.

Αυτό το «τελετουργικό» είναι πρωτόγνωρο και προκαλεί αβεβαιότητα. Τι κάνουμε λοιπόν; Οι επενδυτές θα πρέπει να σκεφτούν το ενδεχόμενο να μειώσουν το προφίλ κινδύνου στα χαρτοφυλάκιά τους, δεδομένης της μεγάλης αβεβαιότητας αναφορικά με τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τα ομόλογα αλλά και για τις μετοχές. 

Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι μία βαθμιαία στροφή από τους πολύ ακριβούς κλάδους (όπως ο βιομηχανικός ή των λιανικών πωλήσεων) προς μετοχές υψηλής ποιότητας με αμυντικά χαρακτηριστικά είναι μία σοφή κίνηση. 

Για την Ευρώπη, προτιμούμε μετοχές με μεγάλη συμμετοχή σε ξένες (εκτός Ευρώ) αγορές, σε τομείς όπως τροφίμων/ αναψυκτικών, πετρελαίου, φαρμακευτικών και τεχνολογίας».