Δούρειος ίππος για την ανάπτυξη της αγοράς το bancassurance

Την τελευταία διετία υπάρχουν αρκετές φωνές που υποστηρίζουν ότι το bancassurance έκλεισε τον κύκλο του, ότι πέρασε από την ελληνική αγορά σαν μόδα και ότι δεν υπάρχει πλέον προοπτική. 

Διαφωνώ πλήρως με τις προσεγγίσεις αυτές και υποστηρίζω ότι το bancassurance, όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά αντίθετα θα αναπτυχθεί με ακόμα πιο γρήγορους ρυθμούς. 

Στον τομέα δε των επενδυτικών-αποταμιευτικών προγραμμάτων θα κυριαρχήσει πλήρως. Οι διαφαινόμενες αλλαγές, πολλές από τις οποίες παρερμηνεύονται ως οπισθοχώρηση του bancassurance αφορούν, αφενός την μεθοδολογία και το μοντέλο ανάπτυξης των εργασιών bancassurance και αφετέρου αυτά τα ίδια τα προωθούμενα προϊόντα. 

Δυστυχώς, η ελληνική ασφαλιστική αγορά δεν επηρεάστηκε μόνο από τα ευρύτερα προβλήματα που βιώνει συνολικά η ελληνική οικονομία, αλλά επιπλέον και από τα ενδογενή προβλήματά της, την ανάκληση των αδειών λειτουργίας επτά εταιριών εντός του τελευταίου δωδεκαμήνου, την έλλειψη κεφαλαίων και τις συνεχείς δυσοίωνες προβλέψεις σχετικά με την βιωσιμότητα πολλών ακόμα εταιριών. 

Σε αυτή την συγκυρία ο θεσμός του bancassurance, ενώ φαινομενικά οπισθοχωρεί και δέχεται πλήγματα, ουσιαστικά αναγνωρίζεται και εδραιώνεται ακόμα περισσότερο και σταθεροποιεί την θέση του, στα πλαίσια της ασφαλιστικής αγοράς.
Ανάκληση αδειών λειτουργίας.

Καταρχήν, μεταξύ των εταιριών των οποίων ανακλήθηκαν οι άδειες λειτουργίας περιλαμβάνονται δύο, η Ασπίς Πρόνοια και η Commercial Value οι οποίες, όχι μόνον ασκούσαν τον κλάδο ζωής, αλλά είχαν άμεση σχέση με τράπεζες και τμήμα της ασφαλιστικής τους παραγωγής τους προερχότανε από παλαιότερες ή και σύγχρονες τραπεζοασφαλιστικές συνεργασίες. 

Η ανάκληση των αδειών έφερε στην επιφάνεια το γενικότερο πρόβλημα εμπιστοσύνης που δημιουργείται στους πελάτες των τραπεζών, οι οποίες μεσολαβούν στην προώθηση κυρίως επενδυτικών και αποταμιευτικών προϊόντων ασφαλιστικών εταιριών. 

Πράγματι, η κάθε τράπεζα που εμπλέκεται σε τραπεζοασφαλιστικές συνεργασίες, αντιμετωπίζει το ρίσκο της απογοήτευσης-αγανάκτησης του πελάτη της τράπεζας από τυχόν πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπίσει την στιγμή επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. 

Πολύ δε περισσότερο όταν το πρόβλημα δεν αφορά σε ζημιά, αλλά στην ύπαρξη και στη βιωσιμότητα αυτής της ίδιας της εταιρίας. Αυτό όμως, αποτελεί κίνδυνο για την τράπεζα και όχι κίνδυνο ειδικά των ασφαλισμένων που είχαν προμηθευτεί επενδυτικά-αποταμιευτικά προϊόντα μέσω τράπεζας.
 
Τα προϊόντα αυτά ή παραπλήσιά τους προωθούνται και μέσω των παραδοσιακών ασφαλιστικών δικτύων. Συνεπώς, ναι μεν επλήγη ο θεσμός του bancassurance, λόγω της πρόσφατης ανάκλησης των αδειών λειτουργίας, αλλά η ζημιά είναι ευρύτερη και πλήττει κυρίως την ασφαλιστική αγορά, ως σύνολο, από την μείωση του βαθμού εμπιστοσύνης του καταναλωτικού κοινού  προς τις ασφαλιστικές εταιρίες και τα προϊόντα που προωθούν. Άλλωστε με την ανάκληση των αδειών λειτουργίας καταρρίφθηκε δυστυχώς και ένα «ταμπού», που ανεξάρτητα από την ορθότητά του ή όχι, είχε εδραιωθεί στην συνείδηση των Ελλήνων καταναλωτών, ότι «οι εταιρίες ζωής δεν κλείνουν».

Νέα ευρωπαϊκά και ελληνικά στατιστικά στοιχεία

Στις εκδόσεις 2009 των ετήσιων στατιστικών Δελτίων της CEA υπήρξε ανατροπή της μέχρι και την προηγούμενη χρονιά αποτύπωσης των καναλιών διανομής. Στα πλαίσια αυτά, υφίσταται πλέον αυτόνομη παρουσία του bancassurance, είτε η παραγωγή δημιουργείται απευθείας από τον τραπεζικό υπάλληλο είτε όχι. 

Το  bancassurance δηλαδή, αναγνωρίζεται και καταγράφεται πλέον από την Ευρωπαϊκή Ασφαλιστική Ομοσπονδία, ως κανάλι διανομής ανεξάρτητα από το μοντέλο που έχει επιλέξει η κάθε τράπεζα για την ανάπτυξη των ασφαλιστικών εργασιών. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα η χώρα μας δεν περιλαμβάνεται στις 20 από τις 33 χώρες μέλη, οι οποίες αποστέλλουν στοιχεία παραγωγής σε σχέση με τα κανάλια διανομής. 

Ήδη, στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης των Επιτροπών της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) το bancassurance εμφανίζεται για πρώτη φορά και λαμβάνει την θέση του στην Επιτροπή Ζωής, Υγείας, Συντάξεων και Τραπεζοασφαλειών, με Πρόεδρο τον κ. Αλέξανδρο Σαρρηγεωργίου.  

Στις αρχές δε του τρέχοντος έτους απεστάλη από την Επιτροπή σε όλες τις ασφαλιστικές εταιρίες ερωτηματολόγιο σχετικά με το bancassurance, στο οποίο περιλαμβάνονται σαφείς οδηγίες, τόσο για την οριοθέτηση των εργασιών αυτών, όσο και για την αποτύπωσή τους, όχι μόνο με τα μεγέθη του έτους 2009, αλλά και προηγούμενων ετών, ώστε να δημιουργηθεί η πρώτη βάση στατιστικών στοιχείων και δεδομένων στην ελληνική αγορά. 

Χρηματοοικονομική κρίση, Βασιλεία ΙΙ και Solvency II

Στα τέλη του 2012 τίθενται σε εφαρμογή οι νέοι κανόνες που προβλέπονται στην συμφωνία Solvency II. Το γεγονός αυτό αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση για την ασφαλιστική βιομηχανία, ανεξάρτητα από τα πλαίσια εφαρμογής και τις τελικές παραμέτρους που θα θέσει η κάθε χώρα. 

Στα πλαίσια αυτά και παράλληλα με την ήδη ισχύουσα συμφωνία Βασιλεία ΙΙ για τις τράπεζες, επανέρχεται και πάλι έντονα το ερώτημα και ο προβληματισμός περί του διαχωρισμού του τραπεζικού από τον ασφαλιστικό κλάδο και της απαλλαγής των τραπεζών από τα «βαρίδια» των ασφαλιστικών εταιριών.  

Η σύνθετη αυτή προσέγγιση (Βασιλεία ΙΙ – Solvency II – χρηματοοικονομική κρίση) απασχολεί το σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς και οι επιμέρους αποφάσεις ευρωπαϊκών τραπεζοασφαλιστικών ομίλων επηρεάζουν, όχι μόνο τις αγορές εγκατάστασης των μητρικών εταιριών, αλλά και τις περιφερειακές ευρωπαϊκές αγορές, μέσω της υλοποίησης των αποφάσεων αυτών και από τις κατά χώρα θυγατρικές τους.
 
Στην ελληνική αγορά την τελευταία διετία, πέραν των προαναφερομένων επιπτώσεων, το ζήτημα τέθηκε και από τοπικούς τραπεζοασφαλιστικούς ομίλους με διαφορετικές όμως οπτικές. 

Για τις δύο ασφαλιστικές εταιρίες του λεγόμενου ευρύτερου δημόσιου τομέα, Εθνική και Αγροτική, οι μητρικές τους τράπεζες εξήγγειλαν την πώλησή τους, αλλά τελικά δεν προχώρησαν σε αυτή. Άλλες τράπεζες πράγματι αποχώρησαν από τις συμμετοχές τους σε ασφαλιστικές εταιρίες και άλλες, σε αντίθεση με τις προηγούμενες προχώρησαν σε ίδρυση και νέων θυγατρικών ασφαλιστικών εταιριών. 

Τα γεγονότα αυτά επιβεβαιώνουν την πεποίθησή ότι κάθε νέα δέσμη κανόνων (όπως για την προηγούμενη διετία η Βασιλεία ΙΙ), δεν οδηγεί μονοδιάστατα προς μία κατεύθυνση, αλλά εξαρτώνται οι αποφάσεις και από τις ιδιαιτερότητες και την στρατηγική του κάθε ομίλου. 

Το ίδιο πιστεύουμε ότι θα συμβεί και με τη Solvency II, θα επηρεάσει δηλαδή το σύνολο της αγοράς, αλλά όχι προς την ίδια κατεύθυνση αποφάσεων.
 
Σήμερα, συνυπολογιζομένης και της οικονομικής κρίσης, μεγαλώνει ο βαθμός δυσκολίας για την εφαρμογή των νέων κανόνων και την υλοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων που θα απαιτηθούν για την κεφαλαιακή επάρκεια και την κάλυψη των δεικτών φερεγγυότητας. Κατ’ επέκταση επανέρχεται πιο έντονα ο συνολικός προβληματισμός περί της απομάκρυνσης των τραπεζών από τις συμμετοχές τους στον ασφαλιστικό χώρο. 

Επιπτώσεις στο bancassurance

Στα πλαίσια δημιουργείται στην χώρα μας και μια επιπλέον σύγχυση, που κατά την άποψή μου οδηγεί και σε λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με το μέλλον του bancassurance στην Ελλάδα.
 
Πιστεύω ότι δεν θα υπάρξει οπισθοδρόμηση των τραπεζοασφαλιστικών συνεργασιών, αλλά δραστική αλλαγή, αφενός στα μοντέλα ανάπτυξης των εργασιών αυτών και αφετέρου στα χαρακτηριστικά των προωθούμενων από τις τράπεζες προϊόντων. 

Οι τράπεζες δηλαδή, θα συνεχίσουν (στην πλειοψηφία τους) να αποσύρονται από τις μετοχικές σχέσεις με ασφαλιστικές εταιρίες, αλλά όχι από την ανάπτυξη ασφαλιστικών εργασιών μέσω διαμεσολάβησης. 

Τα προωθούμενα προϊόντα του κλάδου ζωής θα επανέλθουν στα κλασσικά μακροχρόνια αποταμιευτικά ασφαλιστικά προϊόντα δημιουργίας σύνταξης και εφάπαξ και θα απομακρυνθούν από τα μικρότερης διάρκειας επενδυτικά προϊόντα (και κυρίως τα εφάπαξ καταβολής ασφαλίστρων) και μάλιστα με την δυνατότητα πρόωρης εξαγοράς. 

Ο θεσμός του bancassurance δηλαδή, δεν θα χρησιμοποιείται προς τον πελάτη της τράπεζας, ως μέσο για την επίτευξη  πρόσκαιρων υψηλότερων επενδυτικών αποδόσεων έναντι των παραπλήσιων τραπεζικών προϊόντων, αλλά για την πραγματική κάλυψη μακροχρόνιων αποταμιευτικών και συνταξιοδοτικών αναγκών του πελάτη, σε συνδυασμό βέβαια με την προσφορά παροχών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης. 

Και στον τομέα αυτό, της ιδιωτικής σύνταξης και περίθαλψης, με όποια μορφή και αν την προσεγγίσει ο καθένας (κύρια, επικουρική, συμπληρωματική, ατομική, ομαδική, κλπ) και ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις του καθενός, το μεγαλύτερο μερίδιο από την παραγωγή που θα δημιουργηθεί τα προσεχή χρόνια θα προέρχεται από τις τράπεζες και τον θεσμό του bancassurance. 

Με νέα μοντέλα, με μεγαλύτερη διαφάνεια, με  εξειδικευμένους υπαλλήλους, με πλήρη εγγύηση και με απλούστερα προϊόντα.  Άλλωστε, γιατί οι τράπεζες να εγκαταλείψουν μια αγορά που είναι βέβαιο ότι θα αναπτυχθεί, είτε από την άνοδο της ασφαλιστικής συνείδησης, είτε από ανάγκη; 

Έχουν ήδη επενδύσει πολλά, έχουν ήδη καλλιεργήσει ως ένα βαθμό την κουλτούρα στον τραπεζικό υπάλληλο, έχουν ήδη εξοικειωθεί με ασφαλιστικά προϊόντα, έχουν ήδη νομιμοποιηθεί ως διαμεσολαβούντα πρόσωπα και τέλος έχουν ήδη αντιμετωπίσει και κατανοήσει το κόστος μιας κρίσης (ανάκληση αδειών κλπ) στην ασφαλιστική αγορά. 

Ως συμπέρασμα θεωρώ ότι οι τράπεζες θα παραμείνουν στον ασφαλιστικό χώρο, οι τραπεζοασφαλιστικές εργασίες, μετά από μικρή φυσιολογική περίοδο ύφεσης θα αναπτυχθούν πολύ περισσότερο στην Ελλάδα και αυτό που θα πρυτανεύσει στο μέλλον θα είναι: α) πιο ορθολογικά, καλά σχεδιασμένα μοντέλα bancassurance και  β) πιό ειδικά σχεδιασμένα προϊόντα επένδυσης και αποταμίευσης.

Νίκος Κλήμης
Οικονομολόγος-Σύμβουλος Επιχειρήσεων (
klimisn@yahoo.gr)