Πορεία στην ομίχλη για την ελληνική οικονομία

Σε ένα ιδιότυπο μπρα ντεφερ μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας βρίσκεται τον τελευταίο καιρό η Ελλάδα, η οποία αναζητά πολιτική στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση  προκειμένου να μειωθούν τα επιτόκια δανεισμού, τα οποία δυναμιτίζουν το πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης. 

Από τη μία πλευρά η Γαλλία δείχνει πιο συγκαταβατική και προωθεί σχέδιο προκειμένου να στηριχθεί η Ελλάδα, ενώ από την άλλη πλευρά η Γερμανία εμφανίζεται ανένδοτη όσον αφορά την οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα. 

Η Γερμανίδα καγκελάριος τάσσεται υπέρ της λύσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ελλάδα, προοπτική από την οποία η ελληνική κυβέρνηση όμως δείχνει να απομακρύνεται, προκρίνοντας πλέον τη λύση της απευθείας προσφυγής στις αγορές για δανεισμό όταν προκύψει η ανάγκη.

Η κα. Μέρκελ δεν αφήνει αμφιβολίες καθώς σε δηλώσεις αναφέρει «το λεω ξεκάθαρα ότι κατά τη δική μου άποψη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι ένα ζήτημα που πρέπει να εξετάσουμε και για το οποίο πρέπει να μιλήσουμε».

Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι δηλώσεις του Γερμανού υπουργού  Εξωτερικών κ. Γκουίντο Βερστερβέλε, ο οποίος αναφέρει «δείχνουμε πολιτική αλληλεγγύη, αλλά δεν μπορεί η Γερμανία ή η Ευρωπαϊκή Ένωση να βάλει χρήματα στο τραπέζι, μειώνοντας έτσι τις πιέσεις προς την Ελλάδα για μεταρρυθμίσεις». 

Η σκληρή στάση της Γερμανίας στέλνει το μήνυμα και σε άλλες χώρες οι οποίες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, θέτοντας όμως σοβαρά ερωτήματα για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  

Παρά το γεγονός ότι όπως όλα δείχνουν η λύση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου απομακρύνεται από τις σκέψεις της ελληνικής κυβέρνησης και προκρίνεται το σενάριο για απευθείας δανεισμό από τις αγορές όταν χρειαστεί, με το ύψος του spread να ξεπερνάει τις 300 μονάδες βάσης είναι άγνωστο για το πόσο ακόμα η Ελλάδα θα «αντέχει» να δανείζεται με τόσο δυσβάστακτα επιτόκια. 

Την άποψη αυτή της ελληνικής κυβέρνησης δε φαίνεται να τη συμμερίζεται ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κ. Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο οποίος σε δηλώσεις του αναφέρει ότι «τα υψηλά επιτόκια δανεισμού μίας χώρας, όπως η Ελλάδα, δεν αποτελούν «έκτακτη και εξαιρετική περίσταση» για την οποία θα ενεργοποιούνταν ένας ενδεχόμενος ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης». 

Παράλληλα στην ομιλία του στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο πρόεδρος της ΕΚΤ εξέφρασε επίσης την άποψη ότι η όποια οικονομική στήριξη προς μία χώρα μέλος της Ευρωζώνης θα πρέπει να συνοδεύεται με αυστηρούς όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ κληθείς να σχολιάσει τις προτάσεις που έχουν διατυπωθεί, κυρίως από την πλευρά της Γερμανίας, περί ενδεχόμενης αποβολής μίας χώρας από τη ζώνη του ευρώ, τόνισε ότι οι χώρες της Ευρωζώνης «έχουν κοινή μοίρα».

Παραμονές έκδοσης του τεύχους εξελισσόταν ένα θρίλερ για γερά νεύρα λίγο πριν τη σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες στις 25-26 Μαρτίου με στόχο οι ηγέτες των κρατών και κυβερνήσεων των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εγκρίνουν την εφαρμογή μηχανισμού οικονομικής στήριξης προς την Ελλάδα, η οποία δεν θα χρησιμοποιηθεί παρά μόνο σε περίπτωση ανάγκης. 

Την ενεργοποίηση ενός τέτοιου μηχανισμού, με απόφαση της Συνόδου Κορυφής, επιθυμούν η Γαλλία, η Ιταλία, η Αυστρία αλλά και η ισπανική προεδρία της Ε.Ε. και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζοζέ Μπαρόζο. Εντούτοις, η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ αρνείται να δεσμευτεί για το οτιδήποτε. σε κάτι τέτοιο και επιμένει ότι η Σύνοδος Κορυφής δεν θα συζητήσει αυτό το θέμα.

Ο πρόεδρος τη Κομισιόν κ. Ζοζέ Μπαρόζο κάλεσε τους Ευρωπαίους ηγέτες να στηρίξουν την πρόταση της Κομισιόν για ένα σύστημα συντονισμένων διμερών δανείων που θα τεθεί στη διάθεση της Ελλάδας. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε όπως είμαστε, καθώς αυτό θα απειλήσει την σταθερότητα της Ευρωζώνης και θα ενθαρρύνει την κερδοσκοπία» τόνισε.

«Δεν τίθεται θέμα να αφήσουμε μόνη της την Ελλάδα στη μέση του πολέμου», δήλωσε και ο πρόεδρος του Eurogroup και πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, κ. Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Ο ίδιος τόνισε ότι τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης θα πρέπει να καταλήξουν σύντομα σε συμφωνία για τον ενδεχόμενο μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας.

Από την πλευρά της σε έκθεσή της, με τίτλο «Pressure on Berlin», η Merrill Lynch αναφερόταν σε τρία πιθανά «σενάρια» για τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της 25 και 26ης Μαρτίου αναφορικά με την Ελλάδα. 

Ως πρώτο πιθανό «σενάριο» ο διεθνής οίκος θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα δώσει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να λάβει διμερή οικονομική βοήθεια από χώρες της Ευρωζώνης εφόσον τη χρειαστεί.

Δεύτερο «σενάριο» σύμφωνα με την Merrill Lynch είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναφερθεί αόριστα σε μια «επικουρική» συμμετοχή του ΔΝΤ σε κάποιο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα.

Τρίτο «σενάριο» είναι η παροχή περισσότερων πληροφοριών για ένα πιθανό μηχανισμό διάσωσης με στόχο την αποκλιμάκωση των spreads ώστε να μειωθεί η πίεση προς την Ελλάδα.

Όποιο σενάριο τελικά και να επικρατούσε το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει άμεσα σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές προκειμένου να τονώσει την ανάπτυξη της οικονομίας και να «ξεπαγώσουν» οι επενδύσεις έτσι ώστε να υπάρξει αναθέρμανση της αγοράς.   

Η Ελλάδα απασχολεί εδώ και μήνες τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς τύπου, τα υψηλότερα όργανα της Ευρωζώνης, τους γνωστότερους χρηματιστηριακούς αναλυτές του κόσμου.

Για πρώτη φορά υπάρχει πλήρης αβεβαιότητα για τον τρόπο χρηματοδότησης της χώρας κατά τους επόμενους μήνες.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι παράγοντες των ελληνικών επιχειρήσεων προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν την κατάσταση και να εκτιμήσουν το πόσο μεγάλες θα είναι οι αρνητικές επιδράσεις για τη ζήτηση των προϊόντων τους. 

Οι τραπεζίτες, έχοντας το ένα τους βλέμμα στη χρηματοδοτική στήριξη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προσπαθούν από την άλλη πλευρά να κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να περιορίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των πελατών τους: πιέζουν, αναδιαρθρώνουν τα βραχυπρόθεσμα σε μακροπρόθεσμα, αγοράζουν ακίνητα και θυγατρικές από εταιρίες που τους οφείλουν, πιέζουν τις εταιρίες να πουληθούν ή να συγχωνευθούν, κ.λπ.

Αναμφίβολα, τις επόμενες μέρες θα κριθεί σε σημαντικό  βαθμό η πορεία της ελληνικής οικονομίας για τα αρκετά επόμενα χρόνια. Μια πορεία χαμηλότερων εισοδημάτων, υψηλότερης ανεργίας και μεγαλύτερης πίεσης.  

Το μόνο ευχάριστο στην όλη υπόθεση, είναι το ενδεχόμενο να εντοπιστούν τα λάθη του παρελθόντος, να διορθωθούν παθογένειες πολλών ετών και έτσι η κρίση να ευνοήσει τελικά τις επόμενες γενιές των Ελλήνων. 

Και φυσικά, ζητούμενο είναι να υιοθετηθεί ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, που δεν θα βασίζεται πλέον στον εκτεταμένο δημόσιο τομέα, στο μεγάλο δανεισμό, την υψηλή ιδιωτική κατανάλωση και την αγορά ακινήτων.