Περιβαλλοντική νομοθεσία και προκλήσεις για την ασφαλιστική βιομηχανία

Χρήστος Χασιώτης, Προϊστάμενος Κλάδου Αστικής Ευθύνης & Διαχείρισης Κρίσεων, Chartis Greece
 
 Από τις βασικές αρχές της κοινοτικής πολιτικής είναι, όπως όλοι γνωρίζουμε, και η προστασία του περιβάλλοντος. Προστασία που σκοπό έχει τη διασφάλιση των φυσικών πόρων για τις μελλοντικές γενεές και κατ’ επέκταση τη διασφάλιση της αειφόρου ανάπτυξης της οικονομίας.
Ο τρόπος που επιλέχθηκε από τους νομοθέτες για την προστασία του περιβάλλοντος χρησιμοποιεί καθαρά οικονομικούς όρους. Έτσι, η ίδια η οικονομία που επωφελείται από την προστασία του περιβάλλοντος καλείται να δώσει και τη λύση στο πρόβλημα. Αυτό ακριβώς σημαίνει η αρχή «ο Ρυπαίνων πληρώνει». 

Ότι δηλαδή ο οποιοσδήποτε φορέας εκμετάλλευσης / επιχείρηση έχει υποχρέωση βάσει του νόμου να πληρώσει για τη ρύπανση που προκάλεσε. Άρα αποδίδεται για πρώτη φορά οικονομική αξία στο περιβάλλον, σε ένα δημόσιο και ανεκτίμητο αγαθό. Όλες οι επιχειρήσεις έχουν ευθύνη απέναντι στο περιβάλλον. Όχι όμως όλες στον ίδιο βαθμό.

 
Η νομοθεσία διακρίνει δύο κατηγορίες:
 
Τις επιχειρήσεις που θεωρούνται αυξημένου κινδύνου και που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του Π.Δ. 148 (Φ.Ε.Κ. 190-29/9/2009). Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν «αντικειμενική» ευθύνη. 

Δηλαδή, δεν προϋποθέτει την ύπαρξη υπαιτιότητας για το ατύχημα που οδήγησε σε περιβαλλοντική ζημία – υπαιτιότητας κατά την έννοια της αδικοπραξίας του Αστικού Δικαίου-, παρά μόνο τη σύνδεση μεταξύ του ατυχήματος και της ζημίας. 

Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν ευθύνη απέναντι σε όλες τις μορφές περιβαλλοντικής ζημίας που ορίζει ο νόμος: δηλαδή, το έδαφος, υπέδαφος, τα υδάτινα σώματα και τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα, και τη βιο-ποικιλότητα, δηλαδή τα προστατευόμενα είδη ζώων και φυτών και τους φυσικούς οικοτόπους.

Οι υπόλοιπες κατηγορίες επιχειρήσεων έχουν πάλι «αντικειμενική» ευθύνη αλλά μόνο έναντι της βιο-ποικιλότητας.
Βρίσκονται λοιπόν όλες οι επιχειρήσεις αντιμέτωπες με ένα νέο φάσμα ευθυνών και με το κόστος που αυτές συνεπάγονται. Ο τρόπος που έχουν οι επιχειρήσεις να ανταποκριθούν σε αυτή την πρόκληση είναι ο προφανής. 

Να ποσοτικοποιήσουν την ευθύνη αυτή και το κόστος να ενσωματωθεί στα έξοδα λειτουργίας και κατ’ επέκταση στο κόστος του προϊόντος που παράγουν ή των υπηρεσιών που προσφέρουν.

Εδώ έγκειται και η πρόκληση της ασφαλιστικής βιομηχανίας, ο ρόλος της οποίας είναι να ακολουθεί και να στηρίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Αναφερθήκαμε στις βασικές αρχές της κοινοτικής πολιτικής. Παρόμοια, και η έννοια της ασφάλισης βασίζεται σε κάποιες αρχές.
Μπορούν αυτές οι παραδοσιακές αρχές της ασφάλισης να είναι η βάση για το σχεδιασμό νέων ασφαλιστικών προϊόντων που να καλύπτουν τις ευθύνες των επιχειρήσεων απέναντι στο περιβάλλον; 

Ποια πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά αυτών των προϊόντων;  Ας ξεκινήσουμε με τον ορισμό της ζημίας. Στην ασφάλιση ευθυνών ως ζημία ορίζεται η σωματική βλάβη ενός προσώπου και η απώλεια ή βλάβη περιουσιακών στοιχείων, έννοιες που το περιεχόμενό τους ορίζεται επακριβώς στη νομοθεσία. 

Όμως, τι είναι ζημία του περιβάλλοντος; Η προφανής απάντηση είναι ζημία από ρύπανση ή μόλυνση. Αλλά η περιβαλλοντική νομοθεσία δεν περιορίζει τη ζημία σε αυτές τις αιτίες -εκτός μόνο από την περίπτωση του εδάφους όπου ως ζημία ορίζεται η μόλυνση με σοβαρό κίνδυνο δυσμενών συνεπειών για την ανθρώπινη υγεία. 

Ένα περιστατικό διαφυγής ρυπογόνων ουσιών εντός των εγκαταστάσεων μιας επιχείρησης μπορεί να προκαλέσει ζημία και στο περιβάλλον και σε τρίτα πρόσωπα αλλά και στην ίδια την επιχείρηση αφού θα διακοπεί η λειτουργία της μέχρι να ολοκληρωθούν οι εργασίες απορρύπανσης. Το νέο ασφαλιστικό προϊόν θα είναι λοιπόν ασφαλιστήριο ευθύνης, δηλαδή αποζημίωσης των τρίτων ή περιουσίας, δηλαδή αποζημίωσης του ασφαλισμένου;
Ένα περιστατικό ρύπανσης μπορεί να οφείλεται σε συσσώρευση ρυπογόνων ουσιών στο υπέδαφος σε ένα βάθος χρόνου, ξεκινώντας από ένα χρονικό σημείο που ανάγεται πριν τη σύναψη της ασφάλισης. Η ευθύνη των επιχειρήσεων ισχύει αναδρομικά από την 1η Μαΐου 2007. Η ασφάλιση μπορεί να λειτουργήσει αναδρομικά;
Ακόμα, σε αυτή την περίπτωση παρατηρείται ότι η ζημία στο περιβάλλον είναι σταδιακή και διαρκής. Πως μπορεί αυτό να ενσωματωθεί στην έννοια του ατυχήματος που αποτελεί βασική ασφαλιστική αρχή και σημαίνει να υπάρχει δυνατότητα αντιστοίχησης μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής στη ζημιά; 

Πόσο μάλλον όταν η ρύπανση στο υπέδαφος δεν ανακαλύπτεται στιγμιαία αλλά μετά από δειγματοληψίες που γίνονται κατόπιν καταγγελιών περιβαλλοντικών οργανώσεων ή κατοίκων;

Άλλη μία βασική αρχή είναι η ασφαλιστική εταιρία να έχει τη δυνατότητα να ορίσει πραγματογνώμονες για την εκτίμηση της ζημίας και την πρόταση μεθόδων αποκατάστασης αυτής.
 
Όμως, η περιβαλλοντική νομοθεσία προβλέπει τη σύσταση κρατικής αρμόδιας αρχής η οποία θα αποφαίνεται και για την ύπαρξη της ζημίας αλλά και για το κόστος αποκατάστασης αυτής.
Ακόμα, η ασφάλιση λειτουργεί πάντα εκ των υστέρων, αφού συμβεί η ζημία. Σε αντίθεση με την περιβαλλοντική νομοθεσία που προβλέπει και την υποχρέωση λήψης μέτρων αποφυγής μιας ζημίας.
Και βέβαια, ο ίδιος ο ορισμός της περιβαλλοντικής ζημίας αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Δεν μιλάμε μόνο για αποκατάσταση του περιβάλλοντος στην πρότερη της ζημίας κατάσταση. 

Αυτό αποτελεί την «πρωτογενή» αποκατάσταση, την μία από τις τρεις έννοιες. Ακολουθούν οι έννοιες της «συμπληρωματικής» αποκατάστασης -όταν η πρωτογενής δεν επιτυγχάνει την πλήρη επανόρθωση των φυσικών πόρων- και της «αντισταθμιστικής» αποκατάστασης για την αντιστάθμιση της προσωρινής απώλειας των φυσικών πόρων μέχρι την επίτευξη πλήρους αποτελέσματος της πρωτογενούς αποκατάστασης. 

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο σχεδιασμός ασφαλιστικών λύσεων για την περιβαλλοντική ευθύνη των επιχειρήσεων μπορεί να γίνει μόνο σε εντελώς νέα βάση και σε νέες αρχές. 

Η ασφαλιστική βιομηχανία έχει προχωρήσει την τελευταία δεκαετία στο σχεδιασμό τέτοιων λύσεων για την επιχειρηματική κοινότητα διεθνώς. 

Στην Ελληνική αγορά, η εταιρία μας διαθέτει, ήδη από το 2003, ασφαλιστήρια Περιβαλλοντικής Ευθύνης, που ανταποκρίνονται ολοκληρωμένα στις προκλήσεις που προαναφέρθηκαν. 

Προσφέρουν στην ασφαλιζόμενη επιχείρηση ουσιαστική προστασία για κινδύνους που θα μπορούσαν εύκολα να την «εκτρέψουν» από την αναπτυξιακή της πορεία, διασφαλίζοντας έτσι τη σταθερή ανάπτυξη.