Φουντώνει ο ανταγωνισμός στην ασφάλιση Περιβαλλοντικής Ευθύνης

Η ασφάλιση περιβαλλοντικών κινδύνων είναι ένας νέος τομέας, ιδιαίτερα σημαντικός για τις ασφαλιστικές εταιρίες που σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί μια αναπτυσσόμενη αγορά με μεγάλες προκλήσεις. 

Θεωρείται πλέον στοιχείο της καθημερινότητας το γεγονός ότι  οι επιχειρήσεις που προκαλούν ζημιά στο περιβάλλον οφείλουν όχι μόνο να πληρώσουν αλλά και να αποκαταστήσουν όσα προκάλεσαν άθελά τους ή εν αγνοία τους, ή ακόμα και από ατύχημα ή άλλους συγκυριακούς λόγους. Και το κόστος μπορεί να είναι τεράστιο. Έτσι γεννάται και η ανάγκη να ασφαλίζονται απέναντι και σε αυτόν τον κίνδυνο. 

Ακόμη περισσότερο προς την κατεύθυνση αυτή -της ασφάλισης- ωθεί και η αύξηση της συχνότητας και της σφοδρότητας των φυσικών κινδύνων (πλημμύρες, τυφώνες, θύελλες κ.λπ.) όπου επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα βρίσκονται αντιμέτωποι με τους κινδύνους αυτούς οπότε και πάλι η σχέση περιβάλλον-ασφάλιση αποκτά μια άλλη δυναμική ενταγμένη στην εξέλιξη της ζωής και απαιτεί προσαρμογή τόσο από τις ασφαλιστικές εταιρίες όσο και από τις επιχειρήσεις και τους πολίτες.

Παράλληλα η νέα οδηγία για την προστασία του περιβάλλοντος η οποία κάνει τις ευθύνες των επιχειρήσεων ακόμη πιο μεγάλες και επιτάσσει συμπεριφορές, κινήσεις και δράσεις που εντάσσονται στην παγκόσμια προσπάθεια για την οικολογική ανάπτυξη. 

Η «πράσινη» δραστηριότητα,  αποτελεί πλέον τομέα αιχμής για τις οικονομίες και ο ρόλος των ασφαλιστικών εταιριών είναι αρκετά σημαντικός καθώς καλούνται να δώσουν λύσεις, να καλύψουν κινδύνους, και να στηρίξουν τις επιχειρηματικές προσπάθειες που σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να βρεθούν αντιμέτωπες με βλάβες που ενδεχομένως άθελά τους θα προκαλέσουν στο περιβάλλον.

Βεβαία δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι οι προκλήσεις για την ελληνική ασφαλιστική αγορά είναι πολλαπλές, καθώς η χώρα μας αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση χώρας με πάνω από 400 διάσπαρτες προστατευόμενες περιοχές και επιπρόσθετα μια περιοχή η οποία λόγω της θέσης της, είναι ευαίσθητη στις κλιματολογικές αλλαγές. 

Η πολυδιάστατη αυτή πρόκληση έχει αποδέκτες τους θεσμούς/διοίκηση, τις επιχειρήσεις, την κοινωνία και τέλος τους χρηματοασφαλιστικούς οργανισμούς. 

Οι χρηματοασφαλιστικοί οργανισμοί αναλαμβάνουν μέρος του κινδύνου από τη λειτουργία των επιχειρήσεων (risk carriers) και για τη λειτουργία τους αυτή, υπάρχει πια «θεσμική» πρόβλεψη στη νομοθεσία. 

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ασφάλιση αποτελεί τη «φτηνότερη» συνήθως λύση, σε σχέση με τα τραπεζικά προϊόντα που αφορούν στη διασφάλιση του περιβαλλοντικού ρίσκου.

Ωστόσο οι προκλήσεις δε σταματούν εδώ, καθώς είναι αναγκαία η αλλαγή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας καθώς η προφανής απάντηση στο ερώτημα «τι ορίζεται ζημιά στο περιβάλλον;» η απάντηση είναι: ζημία από ρύπανση ή μόλυνση. 

Η νομοθεσία σήμερα διακρίνεται από περιπλοκότητα και σύγχυση. Είναι διάσπαρτη με ρυθμίσεις, νόμους, υπουργικές αποφάσεις, προεδρικά διατάγματα, που έχουν ως αποτέλεσμα περισσότερο να μπερδεύουν τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τις αρμόδιες υπηρεσίες, παρά να τους διευκολύνουν να υιοθετήσουν πρακτικές συνυφασμένες με την προστασία του περιβάλλοντος. 

Επίσης η περιβαλλοντική νομοθεσία δεν περιορίζει τη ζημία σε αυτές τις αιτίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι ένα περιστατικό ρύπανσης μπορεί να προκαλέσει ζημία και στο περιβάλλον και σε τρίτα πρόσωπα και στην ίδια την επιχείρηση που προκάλεσε τη ρύπανση. 

Συνεπώς το νέο ασφαλιστικό προϊόν θα πρέπει να είναι ασφαλιστήριο ευθύνης και ασφαλιστήριο περιουσίας.  Ένα ακόμη σκόπελο που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ασφαλιστικές εταιρίες είναι το γεγονός ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να ορίσουν πραγματογνώμονες για την εκτίμηση της ζημίας και την πρόταση μεθόδων αποκατάστασης αυτής, καθώς η περιβαλλοντική νομοθεσία προβλέπει τη σύσταση κρατικής αρμόδιας αρχής η οποία θα αποφαίνεται και για την ύπαρξη της ζημίας και για το κόστος αποκατάστασης αυτής.

Οι πρώτοι της αγοράς

Στην ελληνική αγορά προς το παρόν η ασφάλιση περιβαλλοντικής ευθύνης βρίσκεται ακόμα σε νηπιακό στάδιο. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις δύο εταιρίες η Chartis Hellas και η Interamerican, δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη αγορά ενώ και άλλες εταιρίες προετοιμάζουν την είσοδό τους στη συγκεκριμένη αγορά. 

Παρά το γεγονός ότι η Ασφάλιση Περιβαλλοντικών Κινδύνων δεν αποτελεί τομέα αιχμής για την ελληνική ασφαλιστική αγορά, οι συγκλίνουσες απόψεις των στελεχών του κλάδου, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σιγά σιγά θα εξελιχθούν σε ασφαλίσεις πρώτης γραμμής, ενώ είναι σίγουρο ότι θα τονώσουν παράλληλα και τον κλάδο Αστικής Ευθύνης.   

Η τεχνογνωσία της Chartis προέρχεται από την μητρική καθώς όπως μας αναφέρει ο κ. Χρήστος Χασιώτης, Προϊστάμενος Κλάδου Αστικής Ευθύνης & Διαχείρισης Κρίσεων, ήταν από τις πρώτες εταιρίες που ανταποκρίθηκαν στη νομοθεσία που εισήχθηκε τη δεκαετία του 1970 στις ΗΠΑ σχετικά με την προστασία των φυσικών πόρων αναπτύσσοντας και διαθέτοντας στην αγορά το ασφαλιστήριο περιβαλλοντικής ευθύνης (Pollution Legal Liability) και σήμερα κατέχει ηγετική θέση στην αγορά αυτή. 

Παράλληλα ήταν η πρώτη εταιρία στη χώρα μας που ανταποκρίθηκε στην Ευρωπαϊκή οδηγία «Ο Ρυπαίνων πληρώνει», τροποποιώντας κατάλληλα το ασφαλιστήριο για να καλύπτει επιπλέον και την «πρωτογενή», «συμπληρωματική» και «αντισταθμιστική» αποκατάσταση του περιβάλλοντος. Η πρώτη ασφάλιση επιχείρησης στην Ελλάδα από την Chartis  έγινε το 2004.

Όπως μας αναφέρει ο κ. Χασιώτης το ενδιαφέρον από την πλευρά των επιχειρήσεων εκδηλώνεται κυρίως από πολυεθνικές επιχειρήσεις και από ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό καθώς και σε περιπτώσεις που η περιβαλλοντική ευθύνη περιλαμβάνεται στις συμβατικές υποχρεώσεις ασφάλισης. 

Παράλληλα από το 2006 εκδηλώνεται ενδιαφέρον και από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη διαχείριση (συλλογή, μεταφορά, αποθήκευση, ανακύκλωση) επικινδύνων αποβλήτων λόγω της θέσπισης υποχρεωτικής ασφάλισης (ΦΕΚ 383/28-3-2006). Από το τέλος του 2009, εκδηλώνεται ενδιαφέρον και από τις βιομηχανίες λόγω της υποχρεωτικής ασφάλισης που προβλέπει το ΠΔ 148 (ΦΕΚ 190/29-9-09) να ισχύσει από το ερχόμενο Μάιο. 

Επειδή η ασφάλιση περιβαλλοντικών κινδύνων είναι καινούργιος κλάδος δραστηριοποίησης στην χώρα μας,  Η προώθηση ασφαλιστικών προγραμμάτων περιβαλλοντικής ευθύνης αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση για τους διαμεσολαβούντες εκτιμά ο κ. Χασιώτης.   

Για αυτό το λόγο τα στελέχη της Chartis συνεργάζονται στενά με ασφαλιστή και ασφαλιζόμενο προκειμένου να υλοποιηθεί η ασφάλιση. Επίσης όπως αναφέρει ο κ. Χασιώτης, η Chartis Greece υποστηρίζει τη διαδικασία εκτίμησης του κινδύνου με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και την υπόδειξη προτάσεων βελτίωσης της διαχείρισης του περιβαλλοντικού κινδύνου από την πλευρά του επιχειρηματία.

Περαιτέρω στα «Chartis Seminars & Workshops», οι συνεργάτες της εταιρίας έχουν τη δυνατότητα να εκπαιδευτούν αναλυτικά πάνω σε ασφαλιστικά αλλά και πωλησιακά θέματα που αφορούν στα προϊόντα αυτά.

Όσον αφορά την Interamerican, η οποία είναι η δεύτερη εταιρία που δραστηριοποιείται μέχρι στιγμής στο συγκεκριμένο κλάδο στη χώρα μας ο κ. Κωνσταντίνος Τσολακίδης, Υποδιευθυντής Περιβαλλοντικών Ασφαλίσεων & Α.Π.Ε. αναφέρει ότι η Interamerican δραστηριοποιήθηκε στις περιβαλλοντικές ασφαλίσεις από το 2006. 

Δημιούργησε και παρουσίασε στην ελληνική αγορά την προϊοντική γραμμή Green Line το 2009, ύστερα από ενδελεχή σχεδιασμό ενός προϊόντος το οποίο αφορά απόλυτα τις ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων στη βάση της ισχύουσας ασφαλιστικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας, προσφέροντας σε επίπεδο ομίλου και όλες τις προσήκουσες υπηρεσίες συμβουλευτικής και επιθεωρήσεων προς το πελατειακό της δυναμικό και των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει. 

Παράλληλα εκτιμά ότι το ενδιαφέρον της αγοράς των επιχειρήσεων «είναι δυστυχώς ακόμη μικρό-αλλά σταδιακά αναπτυσσόμενο». 

Στην παρούσα φάση ο κ. Τσολακίδης θεωρεί ότι οι επιχειρήσεις «βολιδοσκοπούν» την αγορά αλλά και τις προθέσεις της πολιτείας ως προς την διάθεσή της να επιβάλει την ισχύουσα νομοθεσία. 

Επίσης αναμένει άνοδο της ασφαλιστικής παραγωγής στο συγκεκριμένο κλάδο τα επόμενα χρόνια ενώ όπως αναφέρει χαρακτηριστικά τα συμβόλαια που έχει μέχρι στιγμής εκδώσει η Interamerican αφορούν κυρίως επιχειρήσεις με «σαφές προφίλ επικινδυνότητας».

 Οι υποχρεώσεις των εταιριών

Η ανάπτυξη Συστημάτων Περιβαλλοντικής Διαχείρισης καθώς και Συστημάτων Ασφάλειας και Υγείας αποτελεί αναγκαιότητα για κάθε βιομηχανική ή άλλη δραστηριότητα. 

Η αναγκαιότητα αυτή προκύπτει τόσο από τις απαιτήσεις της αγοράς για την ανάπτυξη εκ μέρους των βιομηχανιών ενός βελτιωμένου περιβαλλοντικού προφίλ όσο και από τις πιέσεις που ανακύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για το περιβάλλον και την ασφάλεια και υγεία. 

Η ανάπτυξη Συστημάτων Περιβαλλοντικής Διαχείρισης παρέχει στις επιχειρήσεις σημαντικά περιβαλλοντικά, οικονομικά και ανταγωνιστικά οφέλη. 

Ο σωστός σχεδιασμός και εφαρμογή τους βοηθούν στην ορθολογική διαχείριση και εξοικονόμηση φυσικών πόρων και πρώτων υλών, μειώνοντας τα λειτουργικά κόστη των επιχειρήσεων. 

Παράλληλα συντελούν στην μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στην μείωση του όγκου των παραγόμενων αποβλήτων, στον περιορισμό των περιβαλλοντικών κινδύνων και ατυχημάτων. Αντίστοιχα οφέλη προκύπτουν και από την εφαρμογή Συστημάτων για την Ασφάλεια και Υγεία.

Περιβαλλοντική Ανάλυση Κινδύνου

Περιβαλλοντική Ανάλυση Κινδύνου (ΠΑΚ), είναι η συλλογή και αξιολόγηση στοιχείων που σχετίζονται με περιβαλλοντικές συνθήκες ή επιπτώσεις, και πραγματοποιείται πριν από τη συμφωνία υλοποίησης ενός έργου με σκοπό να προσδιορίσει και να ποσοτικοποιήσει κινδύνους νομικούς, χρηματοοικονομικούς και γοήτρου (reputational risks) που σχετίζονται
με το περιβάλλον. 

Η γενική πρόθεση της ανασκόπησης «Ανάλυση Κινδύνου» είναι η επιβεβαίωση ότι η σχεδιαζόμενη επένδυση δεν έχει οικονομικό, νομικό, περιβαλλοντικό παθητικό πέραν του όποιου παθητικού έχει ξεκάθαρα οριστεί στην επενδυτική πρόταση. Το περιβαλλοντικό στοιχείο της διαδικασίας «Ανάλυση Κινδύνου» αναφέρεται ως «Περιβαλλοντική Ανάλυση Κινδύνου» (ΠΑΚ).

Περιβαλλοντική ευθύνη-οδηγία

Η οδηγία θεσπίζει ένα κοινό πλαίσιο ευθύνης για την πρόληψη και την αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούνται στα ζώα, στα φυτά, στους φυσικούς οικοτόπους και στους υδάτινους πόρους, καθώς και στο έδαφος. 

Το καθεστώς ευθύνης εφαρμόζεται, αφενός, σε ορισμένες επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες απαριθμούνται ρητώς και, αφετέρου, στις άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες οσάκις ο φορέας εκμετάλλευσης ενήργησε εκ δόλου ή εξ αμελείας. 

Επιπλέον, εναπόκειται στις δημόσιες αρχές να μεριμνούν ώστε οι υπεύθυνοι φορείς εκμετάλλευσης να λαμβάνουν ή να χρηματοδοτούν οι ίδιοι τα αναγκαία μέτρα πρόληψης ή αποκατάστασης.

Η οδηγία διαμορφώνει ένα πλαίσιο για την περιβαλλοντική ευθύνη βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», με σκοπό την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών.

Πεδίο εφαρμογής και καθεστώς ευθύνης

Για τους σκοπούς της οδηγίας, οι περιβαλλοντικές ζημίες ορίζονται ως:

-Οι άμεσες ή έμμεσες ζημίες που προκαλούνται στο υδάτινο περιβάλλον που καλύπτεται από την κοινοτική νομοθεσία στον τομέα της διαχείρισης των υδάτων

-Οι άμεσες οι έμμεσες ζημίες που προκαλούνται στα είδη και στα φυσικά ενδιαιτήματα που προστατεύονται σε κοινοτικό επίπεδο από την οδηγία περί «άγριων πτηνών» του 1979 και από την οδηγία περί «φυσικών
ενδιαιτημάτων» του 1992
 
-Η άμεση ή έμμεση μόλυνση του εδάφους η οποία δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία

Η αρχή της ευθύνης εφαρμόζεται στις περιβαλλοντικές ζημίες και στις επικείμενες απειλές τέτοιων ζημιών που οφείλονται σε επαγγελματικές δραστηριότητες, εφόσον είναι δυνατόν να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και των εν λόγω δραστηριοτήτων.

Στην οδηγία γίνεται διάκριση μεταξύ δύο συμπληρωματικών καταστάσεων, στις οποίες έχει εφαρμογή διαφορετικό καθεστώς ευθύνης: αφενός, στην περίπτωση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που απαριθμούνται ρητώς στην οδηγία και, αφετέρου, στην περίπτωση άλλων επαγγελματικών δραστηριοτήτων.

Το πρώτο καθεστώς ευθύνης έχει εφαρμογή στις επικίνδυνες ή εν δυνάμει επικίνδυνες επαγγελματικές δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα III της οδηγίας. 

Πρόκειται κυρίως για τις γεωργικές ή βιομηχανικές δραστηριότητες που προϋποθέτουν άδεια, σύμφωνα με την οδηγία σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης, για δραστηριότητες που έχουν ως συνέπεια την απόρριψη βαρέων μετάλλων στα ύδατα ή στον ατμοσφαιρικό αέρα, δραστηριότητες παραγωγής επικίνδυνων χημικών ουσιών, δραστηριότητες διαχείρισης αποβλήτων (κυρίως χώροι υγειονομικής ταφής και μονάδες αποτέφρωσης), καθώς και δραστηριότητες συνδεόμενες με γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς και γενετικά τροποποιημένους μικροοργανισμούς. 

Σύμφωνα με το πρώτο αυτό καθεστώς ευθύνης, ο φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος ακόμη και αν δεν έχει ενεργήσει εκ δόλου.

Το δεύτερο καθεστώς ευθύνης έχει εφαρμογή σε όλες τις επαγγελματικές δραστηριότητες πλην εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας, αλλά μόνο σε περίπτωση ζημίας ή επικείμενης απειλής ζημίας στα είδη και στα φυσικά ενδιαιτήματα που προστατεύονται από την κοινοτική νομοθεσία. Σύμφωνα με το καθεστώς αυτό, ο φορέας εκμετάλλευσης θεωρείται υπεύθυνος μόνο αν έχει ενεργήσει εκ δόλου ή εξ αμελείας.

Η οδηγία προβλέπει ορισμένες εξαιρέσεις όσον αφορά την περιβαλλοντική ευθύνη. Συγκεκριμένα, το καθεστώς ευθύνης δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση περιβαλλοντικής ζημίας ή επικείμενης απειλής τέτοιας ζημίας που οφείλεται σε ένοπλη σύγκρουση, φυσική καταστροφή, δραστηριότητα που καλύπτεται από τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, δραστηριότητα εξυπηρετούσα σκοπούς εθνικής άμυνας ή διεθνούς ασφάλειας, ή δραστηριότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων.

Πρόληψη και αποκατάσταση ζημιών
 
Όταν εμφανίζεται μια άμεση απειλή περιβαλλοντικής ζημιάς, η αρμόδια αρχή η οποία έχει διοριστεί από κάθε κράτος μέλος υποχρεώνει το φορέα εκμετάλλευσης (δυνητικός ρυπαίνων) να λάβει τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα ή η ίδια η αρχή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και στη συνέχεια ανακτά τα έξοδα τα οποία σχετίζονται με τα εν λόγω μέτρα.

Όταν επέρχεται η ζημία, η αρμόδια αρχή υποχρεώνει τον σχετικό φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα κατάλληλα μέτρα αποκατάστασης  ή λαμβάνει η ίδια τα κατάλληλα μέτρα και ανακτά στη συνέχεια τα έξοδα. 

Εάν προκληθούν πολλαπλές ζημιές, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει τη σειρά προτεραιότητας κατά την αποκατάσταση των διαφόρων ζημιών.

Η αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών λαμβάνει διαφορετική μορφή ανάλογα με το χαρακτήρα της ζημίας:

-Για τις ζημίες του εδάφους, ο οδηγία απαιτεί την απορρύπανση των μολυνθέντων εδαφών ούτως ώστε να μην υπάρχει πλέον κανένας κίνδυνος αρνητικών επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία
 
-Για τις ζημίες που αφορούν ύδατα ή προστατευόμενα βιολογικά είδη και φυσικά ενδιαιτήματα, η οδηγία αποσκοπεί στην αποκατάσταση του περιβάλλοντος ως είχε πριν από τις ζημίες. 

Προς τούτο, οι θιγέντες φυσικοί πόροι ή οι υπηρεσίες που υπέστησαν υποβάθμιση επιβάλλεται να αποκατασταθούν ή να αντικατασταθούν με άλλα φυσικά στοιχεία, απολύτως όμοια, αντίστοιχου επιπέδου ή ισοδύναμα, είτε στον τόπο του συμβάντος είτε, εν ανάγκη, σε άλλη τοποθεσία.

Δαπάνες σχετικά με την πρόληψη και την αποκατάσταση

Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή έθεσε σε εφαρμογή τα μέτρα πρόληψης ή αποκατάστασης, η εν λόγω αρχή ανακτά τις δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη από το φορέα εκμετάλλευσης που είναι υπεύθυνος για τη ζημία ή για την άμεση απειλή ζημίας. 

Η ως άνω αρχή ισχύει επίσης σε ό,τι αφορά τις περιβαλλοντικές εκτιμήσεις που διεξάγονται για να καθοριστεί το μέγεθος της ζημίας και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αποκατάστασή της. 

Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να αρχίζει τις διαδικασίες ανάκτησης εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του μέτρου πρόληψης ή αποκατάστασης ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο υπεύθυνος φορέας εκμετάλλευσης ή τρίτοι έχουν χαρακτηρισθεί ως υπεύθυνοι. 

Εάν πολλοί φορείς εκμετάλλευσης είναι συνυπεύθυνοι για κάποια ζημία, οφείλουν να επωμιστούν το κόστος της αποκατάστασης είτε αλληλέγγυα είτε σε αναλογική βάση.

Η οδηγία δεν υποχρεώνει τους φορείς εκμετάλλευσης να συστήσουν χρηματοοικονομική εγγύηση, όπως για παράδειγμα ασφαλίσεις, για να αντιμετωπίζεται ενδεχόμενη αφερεγγυότητά τους. 

Εντούτοις, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να ενθαρρύνουν τους φορείς εκμετάλλευσης να αξιοποιούν ανάλογους μηχανισμούς και παράλληλα προωθούν την ανάπτυξη των ως άνω υπηρεσιών.