Αμηχανία επικρατεί στους κόλπους της Επ.Ε.Ι.Α.

Αμηχανία επικρατεί στους κόλπους της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, μετά την ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομίας για την «κατάργηση» της εποπτικής αρχής και τη μεταφορά της σχετικής αρμοδιότητας στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Η απόφαση ήρθε σε μια κρίσιμη στιγμή του εποπτικού έργου καθώς σήμερα λήγει τυπικά η προθεσμία για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Commercial Value, που είχε δώσει η Επ.Ε.Ι.Α. στις 21 Δεκεμβρίου, δεσμεύοντας παράλληλα και τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας.

Η κατάργηση της εποπτικής αρχής, μέσα από μια απλή ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομίας, ερμηνεύεται ως κίνηση αποδοκιμασίας και αν και δεν συνοδεύεται από επαρκή αιτιολόγηση, ανοίγει το θέμα της νομιμοποίησης του διοικητικού συμβουλίου να προχωρήσει στη λήψη τυχόν αποφάσεων.

Εκτός από το τυπικό θέμα της νομιμοποίησης στο βαθμό που η Επ.Ε.Ι.Α. δεν λειτουργεί ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή και αποτελεί ΝΠΔΔ, μείζον θέμα αποτελεί το ηθικό μέρος και το κατά πόσο το διοικητικό συμβούλιο του οργάνου που δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του υπουργείου Οικονομίας, μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις, που επηρεάζουν το παρόν και το μέλλον της ασφαλιστικής αγοράς.

Η αποδοκιμασία του πολιτικής ηγεσίας είναι προφανής στην ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά το υπουργικό συμβούλιο, στην οποία δεν γίνεται καμία αναφορά στο μέχρι σήμερα έργο της εποπτικής αρχής, όπως επίσης καμιά αναφορά δεν γίνεται στο κατά πόσο η μεταφορά της αρμοδιότητας συνεπάγεται και τη μεταφορά της υπηρεσίας, που χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να επανδρωθεί.

Με αυτά τα δεδομένα η σημερινή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Εποπτικής Αρχής, εικάζεται ότι θα πραγματοποιηθεί για διαδικαστικούς λόγους, χωρίς να είναι σε θέση να λάβει καμία ουσιαστική απόφαση ή έστω να επηρεάσει τις εξελίξεις στην Commercial Value, το μέλλον της οποίας κρέμεται σε μια κλωστή.

Ανεξάρτητα από τις απόψεις που εκφράζονται για το βαθμό αποτελεσματικότητας της εποπτικής αρχής, το κενό εποπτείας που δημιουργείται κατά τη μεταβατική περίοδο και με δεδομένη την αμφισβήτηση του εποπτικού έργου, δημιουργεί κενό αέρος για τον ασφαλιστικό κλάδο, σε μια ευαίσθητη περίοδο όπου κρίνεται η συνέχιση της εξυγίανσης της ασφαλιστικής αγοράς.