Ανατροπές φέρνουν οι φορολογικές ρυθμίσεις

Νέα δεδομένα στις συναλλαγές που αφορούν και τον ασφαλιστικό κλάδο, προβλέπονται με το φορολογικό νομοσχέδιο, ενώ η γενικευμένη εφαρμογή του βιβλίου εσόδων-εξόδων προς όλους τους μη μισθωτούς φορολογούμενους, επαναφέρει τελικά το μέτρο και στους ασφαλιστικούς συμβούλους.

Ειδικότερα, σε επόμενη -χρονικά- φάση (από 1/1/2011), οποιεσδήποτε συναλλαγές ξεπερνούν τα 1.500 ευρώ και πραγματοποιούνται μεταξύ ιδιώτη και επιχείρησης ή μεταξύ επιχειρήσεων, θα γίνονται μέσω πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών ή μέσω δίγραμμων επιταγών, αλλιώς δε θα θεωρούνται νόμιμες από το υπουργείο Οικονομικών.

Πέραν του γενικότερου, πρόκειται για ρύθμιση που σίγουρα θα διαμορφώσει νέες συναλλακτικές συνήθειες, σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα όποιοι και αν είναι οι συνδυασμοί στο τρίπτυχο πελάτης -συνεργάτηςασφαλιστική εταιρία.

Οι συναλλαγές, επίσης, μεταξύ επιχειρήσεων, θα διενεργούνται μέσω τραπεζικών επαγγελματικών λογαριασμών. Πλέον δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι ασφαλιστές, όπως και οι πράκτορες, αποτελούν επιχειρήσεις τηρώντας βιβλία εσόδων-εξόδων.

Στόχος όλων αυτών, είναι η αντιμετώπιση της παραοικονομίας, ενώ αν σκεφτούμε για παράδειγμα την περίπτωση της Ασπίς (προγράμματα, αποδόσεις, εγγυήσεις, κλπ), είναι προφανές ότι δημιουργούνται νέα δεδομένα σε όλο το φάσμα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και όχι μόνον.

Σε ότι αφορά τη φοροαπαλλαγή των ασφαλίστρων, δεν αναμένονται εκπλήξεις, ενώ με την εφαρμογή του βιβλίου εσόδων- εξόδων, οι ασφαλιστές ξαναμπαίνουν στη διαδικασία συλλογής παραστατικών προκειμένου να δικαιολογήσουν έξοδα που θα εκπίπτουν στη συνέχεια από το εισόδημα.

Όσον αφορά τη φορολογία εισοδήματος, εισάγονται τελικά οχτώ φορολογικές κλίμακες από τέσσερις που ήταν με τον προηγούμενο νόμο και οι οποίες είναι  κοινές για όλους τους φορολογούμενους. 

Οι νέες κλίμακες ειδικότερα είναι:

0-12.000:                      0%

12.001-16.000:         18%

16.001-22.000:         24%

22.001-26.000:         26%

26.001-32.000:         32%

32.001-40.000:         36%

40.001-60.000:         38%

Άνω των 60.000:     40%

Στην ουσία, για εισοδήματα μέχρι 40.000 ευρώ υπάρχει φοροελάφρυνση. Ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, ανέφερε ενδεικτικά, ότι εισόδημα 25.000 ευρώ έχει μείωση φόρου 310 ευρώ (-10%), εισόδημα 35.000 ευρώ μείωση φόρου 50 ευρώ (-1%), ενώ σε εισόδημα 100.000 ευρώ, ο φόρος αυξάνεται κατά 1.350 ευρώ (+7%) σε σχέση με την προηγούμενη κλίμακα.

Το αφορολόγητο (όπως έχουμε αναφέρει ήδη στο iw), «χτίζεται» με αποδείξεις. Χρειάζονται αποδείξεις ίσες με το 30% του συνολικού εισοδήματος για εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ και το ποσοστό μειώνεται σε 10% για εισοδήματα 6.000-12.000 ευρώ.

Οι αποδείξεις μετρούν στο 100% της αξίας τους. Αν δεν καλύπτουν το αφορολόγητο όριο, η διαφορά φορολογείται με 10% και αν το υπερβαίνουν (έως 15.000 ευρώ ατομικό εισόδημα – 30.000 οικογενειακό), προβλέπεται έκπτωση φόρου ίση με 10% του επιπλέον ποσού.

Επέκταση ΦΠΑ

Ερωτηματικά δημιούργησε επίσης η αναφορά στο άρθρο 16, ότι: «προβλέπεται η επέκταση του ΦΠΑ σε οικονομικές δραστηριότητες που σήμερα δεν καλύπτονται ή απαλλάσσονται». Πρόθεση του υπουργείου είναι να εφαρμοστεί προς πάσα κατεύθυνση εκτός και αν προβλέπεται κάτι διαφορετικό στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των ιατρών.

Όπως είναι επόμενο, μια τέτοια εξέλιξη στην ασφαλιστική αγορά θα οδηγούσε σε σημαντική – όσο το ύψος του ΦΠΑ – αύξηση των ασφαλίστρων. 

Στελέχη της αγοράς πάντως δεν ανησυχούν, καθώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχει αντίστοιχη ρύθμιση. Επισημαίνουν ότι έχουν γίνει κάποιες συζητήσεις για το ενδεχόμενο γενικευμένης ευρωπαϊκά εφαρμογής στο θέμα του ΦΠΑ, χωρίς μέχρι σήμερα να υπάρχει όμως κάτι πιο συγκεκριμένο.

Από μια πρώτη αποτίμηση των ρυθμίσεων, ως μειονέκτημα για τους ασφαλιστικούς συμβούλους θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το «φόρτωμα» στο διαδικαστικό κομμάτι, καθώς κάθε 3μηνο θα πρέπει να αποδίδουν ΦΠΑ και να υποβάλλουν τις προβλεπόμενες από το νόμο δηλώσεις, καθώς και να… επισκέπτονται πιο συχνά το λογιστή τους.

Πλεονέκτημα από την άλλη πλευρά αποτελεί η καταγραφή των εξόδων που μειώνουν το φορολογητέο εισόδημα και άρα το ύψος του φόρου.