Ποια είναι η προτιμότερη αγορά, χώρες ή εταιρίες;

Άρθρο του στρατηγικού αναλυτή της ING IM Europe Ad van Tiggelen

Δέκα χρόνια πριν, οι συντηρητικοί επενδυτές δεν είχαν ποτέ αμφιβολίες για το πού να τοποθετήσουν τα χρήματά τους. Τα κρατικά ομόλογα ήταν το καταφύγιό τους. 

Σήμερα, η τοποθέτηση σε κρατικά ομόλογα απαιτεί περισσότερη σκέψη. Άλλωστε, το τίμημα για να ασφαλιστεί κανείς από το ενδεχόμενο χρεοκοπίας μίας χώρας αυξάνεται, μερικές φορές ακόμα και σε υψηλότερα επίπεδα από το τίμημα τις προστασίας έναντι της χρεοκοπίας των σημαντικών επιχειρήσεων αυτών των χωρών. Πριν 10 χρόνια, έσκασε η φούσκα του IT και πολλές επιχειρήσεις είχαν υπερβολικό χρέος. 

Αντιθέτως, τα οικονομικά των κρατών ήταν γενικότερα σε καλή κατάσταση. Ευτυχώς, οι επιχειρήσεις διασώθηκαν από την καταναλωτική και πιστωτική έκρηξη και ως το 2007 οι ισολογισμοί τους είχαν γίνει ισχυρότεροι από ποτέ. 

Όταν το 2008 ο υπερχρεωμένος χρηματοπιστωτικός κλάδος βρέθηκε στη δίνη της κρίσης, διασώθηκε από τις κυβερνήσεις, οι οποίες είδαν το χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ να αυξάνεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 50 ετών. 

Τώρα, το γαϊτανάκι του χρέους έχει σταματήσει. Ίσως οι αναδυόμενες αγορές να μπορούν να σηκώσουν το επόμενο χρηματοδοτικό κύμα, καθώς ακόμα διαθέτουν περιθώρια αύξησης του χρέους τους. Αν όμως όχι, τότε η οικονομική μεγέθυνση στις ανεπτυγμένες οικονομίες μπορεί να υποφέρει για μία παρατεταμένη περίοδο. 

Προσφάτως, οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (rating agencies) υποβάθμισαν τα ομόλογα συγκεκριμένων ανεπτυγμένων χωρών. 

Αντιθέτως, οι ισολογισμοί μεγάλων εταιριών φαντάζουν πολύ υγιείς. Για τους συντηρητικούς επενδυτές που χρειάζονται και τη ρευστότητα δεν υπάρχει ακόμα ουσιαστική εναλλακτική επιλογή όπως τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ και της Γερμανίας. 

Ωστόσο, τα ομόλογα μεγάλων με καλή χρηματοοικονομική διάρθρωση εταιριών σταδιακά γίνονται ορατές εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές έναντι κρατικών ομολόγων χωρών με «προβλήματα». 

Αυτή η εικόνα δεν είναι πολύ πιθανό να αλλάξει σύντομα, καθώς θα είναι δύσκολο για τις κυβερνήσεις να μειώσουν σημαντικά το χρέος τους όσο η ανεργία θα παραμένει υψηλή. 

Στις ανεπτυγμένες αγορές, η οικονομική ανάκαμψη πιθανώς να συνοδευτεί χωρίς αύξηση της απασχόλησης, τάση που είναι σε ισχύ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά. 

Στις ΗΠΑ, σε όλες τις υφέσεις μεταξύ του 1950 και του1990, η ανεργία άρχισε να κάμπτεται λίγους μήνες μετά το χειρότερο σημείο της οικονομικής δραστηριότητας. 

Όμως, στην ύφεση του 1991-1992 χρειάστηκε ένα ολόκληρο έτος για να σημειώσει αύξηση η απασχόληση, την περίοδο 2001-2003 ενάμισι έτος και στην παρούσα κατάσταση ίσως να πάρει ακόμα περισσότερο χρόνο. 

Άλλωστε, σε ένα «παγκοσμιοποιημένο» περιβάλλον, οι δυτικές επιχειρήσεις που δίνουν έμφαση στην περιστολή του κόστους, έχουν κίνητρο να ανοίξουν τις θέσεις εργασίας στις αναδυόμενες οικονομίες ή να τις αντικαταστήσουν με τεχνολογικά μέσα. 

Οι αναδυόμενες αγορές δεν έχουν γίνει μόνο μία σημαντική πηγή φθηνού εργατικού δυναμικού, αλλά επίσης μία ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. 

Για τους επενδυτές σε εταιρείες της Δύσης (είτε μέσω αγοράς των μετοχών ή των ομολόγων τους) αυτή η εξέλιξη αυτομάτως αντικατοπτρίζεται στα χαρτοφυλάκιά τους, καθώς αυτές οι εταιρείες «παγκοσμιοποιούνται» (μετακινούνται στις αναδυόμενες αγορές) με ραγδαίους ρυθμούς. 

Όμως, οι χώρες δεν δύνανται να «παγκοσμιοποιηθούν». Οι επενδυτές σε κρατικά ομόλογα που θέλουν να τοποθετηθούν σε αναδυόμενες αγορές, θα πρέπει να αγοράσουν ομόλογα αυτών των χωρών, πράγμα που οι θεσμικοί επενδυτές κάνουν ολοένα και περισσότερο, αλλά όχι ακόμα οι ιδιώτες επενδυτές. 

Είναι απίθανο ότι χώρες θα χρεοκοπήσουν, αλλά οι σχετικά υψηλοί δείκτες χρέους ως προς το ΑΕΠ, για παράδειγμα στο Νότο της Ευρωζώνης θα συνεχίσει να προκαλεί αβεβαιότητες και μεταβλητότητα. 

Συνεπώς, η διασπορά είναι κρίσιμος παράγοντας, ακόμα και για τους συντηρητικούς ομολογιακούς επενδυτές που έχουν συνηθίσει να δίνουν έμφαση στο εσωτερικό της χώρας τους.
 
Τα υψηλής ποιότητας εταιρικά ομόλογα πρέπει ολοένα και περισσότερο να εκλαμβάνονται ως κομμάτι του μίγματος επενδύσεων χαμηλού ρίσκου. 

Για επενδυτές που αναζητούν επιπλέον απόδοση και είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν σχετικά υψηλότερο ρίσκο, είναι ακόμα συμφέρον να αναζητήσουν μετοχικές τοποθετήσεις που αντανακλούν ισχυρές επιχειρηματικές δομές. 

Πολλές εταιρίες τηλεπικοινωνιών, κοινής ωφέλειας, φαρμακευτικές και οι μεγάλες πετρελαϊκές ακόμα διανέμουν μερίσματα που δίνουν σαφώς μεγαλύτερες αποδόσεις από τις ομολογίες που οι ίδιες εταιρείες έχουν εκδώσει. 

Αυτή προς το παρόν είναι η καλύτερη πρόταση σε όρους σχέσης ρίσκου/απόδοσης, που είναι διαθέσιμη στις κεφαλαιαγορές.