Χαμηλή η παραγωγικότητα της ασφαλιστικής αγοράς

Σύμφωνα με τα στοιχεία της CEA η παραγωγικότητα της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών της CEA. 

Πολύ ενδιαφέροντα είναι τα συμπεράσματα από την παράθεση των στατιστικών στοιχείων της CEA για την ευρωπαϊκή ασφαλιστική βιομηχανία. Η χώρα μας εμφανίζει πολύ χαμηλή παραγωγικότητα σε σύγκριση με το μέσο όρο των χωρών της CEA. 

Ειδικότερα η μέση παραγωγή ασφαλίστρων ανά εργαζόμενο ανέρχεται στα 520.666 ευρώ όταν ο μέσος όρος των χωρών μελών της CEA είναι στα 1.133.527 ευρώ. 

Παράλληλα από τα ίδια στοιχεία προκύπτει η πολύ χαμηλή παραγωγή ασφαλίστρων στη χώρα μας σε σύγκριση με άλλες χώρες που έχουν περίπου τον ίδιο πληθυσμό με την Ελλάδα” και επισυνάπτεται το αρχείο με τα στατιστικά.

Η λιτή αυτή αναφορά, μου δημιούργησε την ανάγκη να προσεγγίσω πιο σφαιρικά το θέμα και να εκφράσω απόψεις και προβληματισμούς, τους οποίους θέτω προς συζήτηση. 

Είναι βέβαιο επίσης, ότι η μέτρηση της παραγωγικότητας, ως το αποτέλεσμα της διαίρεσης «συνολικά ασφάλιστρα» προς «αριθμό εργαζομένων», είναι αποδεκτή, είναι σωστή και υπό την έννοια αυτή, συγκρίσιμη με τα αντίστοιχα μεγέθη, τόσο της κάθε χώρας μέλους της CEA χωριστά, όσο και με τον μέσο όρο των χωρών μελών. 

Χρήζει όμως περαιτέρω προσέγγισης, ανάλυσης και επεξήγησης για την αποφυγή δημιουργίας τυχόν εσφαλμένων συμπερασμάτων ή χρησιμοποίησης του δείκτη για λόγους σκοπιμότητας.

Η προαναφερόμενη παραγωγικότητα των «520.666 ευρώ ασφαλίστρων ανά εργαζόμενο», είναι μεν ένας συγκρίσιμος δείκτης, αλλά μάλλον αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη, γιατί μπορεί να εκληφθεί ως δείκτης παραγωγικότητας της εργασίας (του εργαζόμενου), αν και δεν είναι. 

Ο δείκτης αυτός, κατά την άποψή μου, αντανακλά την συνολική κατάσταση της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, ενσωματώνει τις διαρθρωτικές της δομές, την οργάνωσή της, την προσαρμογή της (ή όχι) στις σύγχρονες τεχνολογίες. 

Απεικονίζει επίσης τα επιμέρους μεγέθη της, το επίπεδο management των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, την ποσότητα και την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων, την διαχείριση των ζημιών, τις σχέσεις εργοδοσίας και εργαζομένων, το γνωστικό επίπεδο των εργαζομένων, τις λειτουργίες, τις συμπεριφορές και το επίπεδο γνώσεων των διαμεσολαβούντων προσώπων και, τέλος, την ασφαλιστική συνείδηση των καταναλωτών.  

Ο δείκτης αυτός, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι είναι η συνισταμένη των επιμέρους δεικτών παραγωγικότητας του κεφαλαίου, της εργασίας, των επενδύσεων και του management της ασφαλιστικής αγοράς. 

Στον αριθμητή του κλάσματος βρίσκεται το αναμφισβήτητο μέγεθος της αγοράς, τα ασφάλιστρα. Στον παρανομαστή του κατ’ ανάγκη (κατά συνθήκη), ο εργαζόμενος, ως υπαρκτή τελική μονάδα, στην οποία απεικονίζεται η όλη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς. Κάθε άλλη παρουσία στον παρονομαστή, θα απέδιδε επιμέρους δείκτες. 

Αν γενικότερα, υπάρχει κάποια δυσκολία με τον ορισμό της παραγωγικότητας, υπάρχει πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα με την μέτρησή της. 

Αν ορίσουμε την παραγωγικότητα, απλώς ως την σχέση που υπάρχει μεταξύ των προϊόντων που παράγονται εντός μιας χρονικής περιόδου και των μονάδων των συντελεστών, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή των προϊόντων αυτών, είναι σαφές ότι οδηγούμαστε σε ποσοτική μέτρηση της παραγωγικότητας, χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε, ούτε τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά, ούτε την εκάστοτε αλλαγή των επιμέρους συνθηκών παραγωγής.

Στα παραγόμενα υλικά προϊόντα, η μέτρηση αυτή μπορεί να αποδώσει, σε ένα βαθμό, την πραγματική παραγωγικότητα ανά συντελεστή παραγωγής και στο σύνολό τους. 

Στον τομέα των υπηρεσιών όμως, όπου εκ των πραγμάτων τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του προϊόντος είναι τουλάχιστον ισοδύναμα ή και υπερτερούν των μετρήσιμων ποσοτικών μεγεθών, το πρόβλημα μεγεθύνεται, η μέτρηση της παραγωγικότητας καθίσταται αίνιγμα, ο δείκτης που προκύπτει είναι απλώς ενδεικτικός και η ερμηνεία του καθαρά υποκειμενική. 

Ταυτόχρονα όμως, ο δείκτης αυτός είναι πολύτιμος, όταν χρησιμοποιείται συγκριτικά, είτε μεταξύ διαφορετικών χρονικών περιόδων της ίδιας αγοράς, είτε μεταξύ διαφορετικών αγορών κατά την ίδια χρονική περίοδο. 

Οι τάσεις που αποτυπώνονται, αύξουσα ή φθίνουσα στην πρώτη περίπτωση και συγκλίνουσα ή αποκλίνουσα στην δεύτερη περίπτωση, χαρακτηρίζουν τις αγορές και διαμορφώνουν πολιτικές. 

Προϋποθέτει όμως, κοινούς εννοιολογικούς προσδιορισμούς των εννοιών «ασφάλιστρα» και «εργαζόμενοι», ώστε η σύγκριση μεταξύ χωρών να είναι ουσιαστική.

Όταν όμως ξεφύγουμε από τα συνολικά μεγέθη μιας αγοράς και όσο οδηγούμαστε σε υποδεέστερες μονάδες της ίδιας αγοράς (π.χ. σε επίπεδο εταιριών),  τόσο ο δείκτης αυτός (παραγόμενα ασφάλιστρα προς αριθμό εργαζομένων) αλλάζει χαρακτηριστικά και πλησιάζει, υπό προϋποθέσεις αλλά με μικρότερη πιθανότητα σφάλματος, προς την έννοια της παραγωγικότητας της εργασίας. 

Αντίθετα, όταν οι υποδεέστερες μονάδες (π.χ. εταιρίες ή είδη εταιριών) αντιπροσωπεύουν αγορές διαφορετικών χωρών, τότε πάλι αποκλίνουν από την έννοα της παραγωγικότητας της εργασίας.

Με δεδομένα όλα τα ανωτέρω, παραθέτουμε ενδεικτικά σειρά σκέψεων και παραμέτρων που επηρεάζουν την μέτρηση και κατ’ επέκταση τη σύγκριση του «δείκτη παραγωγικότητας» της ελληνικής αγοράς με των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών:

Μέγεθος και δομή ασφαλιστικών εταιριών

Σύμφωνα με τα στοιχεία της CEA στην Ελλάδα λειτουργούσαν 87 ασφαλιστικές επιχειρήσεις με συνολικά ασφάλιστρα 4.686 εκατ. ευρώ. Συνεπώς τα μέσα ασφάλιστρα ανά εταιρία ήταν 53,86 εκατ. ευρώ (έναντι μέσου όρου 214,63 εκατ. ευρώ στο σύνολο των μελών της CEA) και η χώρα μας βρισκόταν στην 25η θέση μεταξύ των 32 εταιριών που παρείχαν στοιχεία.
 
Ακόμα και με βάση τον περιορισμένο αριθμό των ενεργών ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δήλωσαν παραγωγή ασφαλίστρων το 2007 σε 76  και πάλι η εικόνα είναι σχεδόν αμετάβλητη. 

Τα μέσα ασφάλιστρα ανά εταιρία αυξάνονται σε 61,66 εκατ. ευρώ και η χώρα μας αναρριχάται στην 24η θέση. Αν σκεφθούμε ότι τα παραγόμενα ασφάλιστρα από τους κλάδους ασφάλισης της κάθε εταιρίας «επιβαρύνονται» με ανελαστικό αριθμό εργαζομένων, σε υπηρεσίες ανάπτυξης πωλήσεων, διαχείρισης ζημιών και υποστήριξης της εταιρίας, εξάγεται εύκολα το συμπέρασμα ότι ο δείκτης παραγωγικότητας επηρεάζεται αρνητικά, λόγω του μικρού μεγέθους των εταιριών. 

Τυχόν ενστάσεις περί θέσεων εργασίας και αύξησης της ανεργίας του κλάδου, σε περιπτώσεις εξαγορών, συγχωνεύσεων κλπ επιχειρηματικών αναδιοργανώσεων, είναι αποδεκτές, αλλά εκτός αντικειμένου του συγκεκριμένου άρθρου. 

Με μια «αυθαίρετη» προσέγγιση, παρατηρούμε ότι στην ελληνική αγορά, ενώ ο δείκτης «ασφάλιστρα προς εργαζόμενο» αντιστοιχεί στο 47% του αντίστοιχου μέσου ευρωπαϊκού δείκτη, ο δείκτης «ασφάλιστρα ανά εταιρία» αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 30% του αντίστοιχου ευρωπαϊκού.

 Πέρα από το μέγεθος, σημαντικός παράγων είναι η οργανωτική δομή των εταιριών και ο βαθμός τυποποίησης των εργασιών τους. Η ύπαρξη οργανογράμματος συνοδευόμενου από σχεδιασμένες ροές εργασιών και περιγραφές θέσεων εργασίας, συμβάλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη των εργασιών και την παραγωγικότητα της εταιρίας. 

Παράλληλα, η αξιοποίηση στο έπακρο των δυνατοτήτων που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία και η εφαρμογή καινοτομιών,  αποτελούν απαραίτητες επιδιώξεις κάθε εταιρίας (και κατ΄ επέκταση του συνόλου της αγοράς) που θέλει να συγκαταλέγεται και να συγκρίνεται με τους μέσους όρους της ευρωπαϊκής αγοράς.

Διαμεσολαβούντα πρόσωπα και bancassurance

Ο ρόλος των διαμεσολαβούντων προσώπων είναι εξ’ ίσου σημαντικός παράγων επηρεασμού του δείκτη παραγωγικότητας, όπως τον ορίσαμε. Το μέσο ύψος του χαρτοφυλακίου τους, ο τρόπος λειτουργίας τους και το επίπεδο των γνώσεων τους αντανακλά άμεσα στην παραγωγικότητα της ασφαλιστικής αγοράς. 

Η υιοθέτηση από πλευράς τους τυποποιημένων διαδικασιών, τις οποίες προτείνουν οι εταιρίες και η χρησιμοποίηση κάθε διαθέσιμης ηλεκτρονικής εφαρμογής, τόσο στο στάδιο της ανάληψης του κινδύνου, όσο και στην περίπτωση επέλευσής του, συμβάλει ουσιαστικά στον περιορισμό άχρηστων και επαναλαμβανόμενων εργασιών στο εσωτερικό της κάθε εταιρίας.

Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι, αν και οι εργαζόμενοι-μισθωτοί στον χώρο της διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβάνονται στους εργαζόμενους της ασφαλιστικής αγοράς που προσμετρώνται στον δείκτη, δεν συμπεριλαμβάνονται αυτοί οι ίδιοι οι διαμεσολαβητές. 

Συνεπώς, η οργάνωση, το μέγεθος και συνολικά η δομή του χώρου της διαμεσολάβησης επηρεάζει άμεσα, αλλά όχι πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση, τον δείκτη παραγωγικότητας. 

Για παράδειγμα, μεγάλος αριθμός «μικρών» εκπαιδευμένων διαμεσολαβητών, οι οποίοι λειτουργούν χωρίς υπαλλήλους αλλά με σύγχρονες μεθόδους, επηρεάζει θετικά τον δείκτη παραγωγικότητας. 

Αντίθετα, ο ίδιος αριθμός  «μικρών» διαμεσολαβητών, με πλημμελή εκπαίδευση και παλαιές μεθόδους εργασίας, μετακυλύει σειρά εργασιών προς το εσωτερικό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και συνεπώς επηρεάζει αρνητικά τον δείκτη.

Αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής αποτελεί η ανάπτυξη του bancassurance, αφού ένας σημαντικός όγκος παραγωγής νέων εργασιών αναπτύσσεται πλέον με νέες δομές και με νέες τεχνολογίες. Αναφέρομαι, κυρίως, στην απευθείας ανάπτυξη εργασιών, χωρίς την ύπαρξη ενδιάμεσου θυγατρικού νομικού προσώπου διαμεσολάβησης, σύμφωνα με την πρόσφατη νομοθεσία. 

Με τα σύγχρονα μοντέλα συνεργασίας, η διαδικασία ανάληψης του κινδύνου και πολλές φορές και η έκδοση ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που καλύπτουν συνήθως ατομικές ανάγκες, γίνεται με ηλεκτρονικές γραμμές επικοινωνίας, από τον χώρο του τραπεζικού καταστήματος και με την διαμεσολάβηση του πιστοποιημένου τραπεζικού υπαλλήλου. 

Σε όλη αυτή την «γραμμή παραγωγής» δεν συμμετέχει, παρά ελάχιστα, εργαζόμενος της ασφαλιστικής επιχείρησης. Κατά συνέπεια, ο όγκος των ασφαλίστρων που δημιουργείται από την δραστηριότητα αυτή, επηρεάζει άμεσα και απολύτως θετικά τον δείκτη παραγωγικότητας.

Στον αντίποδα των εργασιών bancassurance βρίσκεται η επιλογή (ή η ισχύουσα παράδοση) ασφαλιστικών αγορών να αναπτύσσουν σημαντικό όγκο εργασιών, μέσω των ίδιων των εργαζομένων στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.  

Είναι λογικό ότι η ενασχόληση αυτή, χωρίς να σημαίνει ότι είναι απορριπτέα επιλογή αφού συγκεντρώνει άλλα πλεονεκτήματα, επηρεάζει αρνητικά τον δείκτη παραγωγικότητας λόγω του πρόσθετου αριθμού εργαζομένων που απασχολούνται.

Πέρα από τα είδη των διαμεσολαβούντων προσώπων, παράμετροι που ισχύουν στις επιμέρους αγορές, όπως η πιστότητα των πελατών στην ασφαλιστική τους εταιρία ή αντίθετα η πρακτική συνεχούς μεταφοράς πελατολογίων από εταιρία σε εταιρία, επηρεάζει, θετικά στην πρώτη περίπτωση και αρνητικά στην δεύτερη τον δείκτη, αφού ανακυκλώνει τα ίδια (ή/και χαμηλότερα) ασφάλιστρα και παράλληλα δημιουργεί πρόσθετο φόρτο εργασίας.

Είναι αυτονόητο ότι η περαιτέρω διαχρονική μελέτη των καναλιών πρόσκτησης εργασιών της κάθε χώρας, θα οδηγήσει σε επιμέρους δείκτες και χρήσιμα συμπεράσματα, ως προς την συμβολή τους στην διαμόρφωση του δείκτη και πιθανώς θα εξηγήσει την θέση στην οποία βρίσκονται κάποιες χώρες, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της CEA.

Η σημασία της εκπαίδευσης

Ο ρόλος της εκπαίδευσης και συνεπώς του γνωστικού επιπέδου όλων των εμπλεκομένων στην ασφαλιστική αγορά, υπαλλήλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, υπαλλήλων διαμεσολαβούντων προσώπων, ελεύθερων επαγγελματιών (πραγματογνωμόνων, εκτιμητών κλπ), αλλά και των ίδιων των διαμεσολαβούντων προσώπων είναι αυτονόητος.  

Η αναφορά μου γίνεται ώστε να τονισθεί, ότι η ανάγκη εκπαίδευσης, δεν περιορίζεται μόνο στην έννοια της εξειδικευμένης τεχνικής-κλαδικής γνώσης, η οποία απευθύνεται στους εργαζόμενους στην ασφαλιστική αγορά, αλλά εκτείνεται με την ευρεία έννοια, σε όλο τον πληθυσμό. Και στο σημείο αυτό, ως χώρα, υστερούμε σημαντικά.  

Δεν έχουμε καταφέρει να πείσουμε τον κάτοικο αυτής της χώρας, ότι η ασφάλισή του δεν είναι πολυτέλεια αλλά ανάγκη, ότι δεν λειτουργεί σε βάρος του αλλά τον προστατεύει, ότι δεν είναι «πεταμένα λεφτά» αλλά αναγκαία πράξη σύνεσης.

Η ασφαλιστική συνείδηση, που ως συνισταμένη αντανακλά τόσο την έλλειψη της ασφαλιστικής παιδείας όσο και την  έλλειψη εμπιστοσύνης προς την ασφαλιστική αγορά, είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε και πάλι αριθμούς και συγκριτικούς δείκτες που το επιβεβαιώνουν. 

Είναι απαραίτητο όμως, να αναφέρουμε και πάλι την ανάγκη ένταξης της έννοιας της ασφάλισης στα βιβλία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Η πρώτη επαφή του νέου ανθρώπου με την ασφαλιστική αγορά δεν πρέπει να συμπίπτει, με το πρώτο του τρακάρισμα με το αυτοκίνητο των γονιών του. Πρέπει να γνωρίζει από μικρός ότι η ασφάλιση είναι αγαθό και όχι απλώς τρόπος επίλυσης διαφορών και αποκατάστασης ζημιών.

Outsourcing

Η εξωτερική ανάθεση εργασιών είναι μια υπαρκτή και συνεχώς αυξανόμενη διαδικασία της τελευταίας δεκαετίας στην ελληνική ασφαλιστική αγορά. Η απόφαση για ανάθεση επί μέρους εργασιών σε εξωτερικούς συνεργάτες λαμβάνεται, είτε για λόγους μείωσης του κόστους ή/και καλύτερης αξιοποίησης του χρόνου των ήδη εργαζομένων σε μια επιχείρηση, είτε για άμεση αξιοποίηση-εκμετάλλευση νέας τεχνολογίας, την οποία δεν διαθέτει η επιχείρηση. 

Σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, η αύξηση (άμεση ή έμμεση) του παραγόμενου προϊόντος ή η βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών που συνδέονται με το προϊόν, χωρίς την αύξηση του πλήθους των εργαζομένων στις επιχειρήσεις, δηλαδή των ασφαλιστικών υπαλλήλων.  

Συνεπώς, η παράμετρος αυτή επηρεάζει αντίστροφα τον δείκτη «ασφάλιστρα προς εργαζόμενο» και δεν πρέπει να αγνοείται στις σύγχρονες ασφαλιστικές αγορές.

Οικονομική έννοια του δείκτη της παραγωγικότητας 

Όπως στην αρχή του άρθρου αναφέραμε, ο συγκεκριμένος δείκτης είναι ενδεικτικός, ως προς το παραγόμενο προϊόν, με ποσοτική προσέγγιση. 

Πέραν των ποιοτικών χαρακτηριστικών, τα οποία δεν μπορούν να απεικονισθούν στον δείκτη αυτό, δεν απεικονίζεται επίσης το κόστος λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς της κάθε χώρας. 

Είναι σαφές ότι μέτρηση παραγωγικότητας (όχι ειδικά της ασφαλιστικής αγοράς, αλλά σε κάθε περίπτωση), αγνοώντας το κόστος επίτευξής της, είναι ημιτελής προσέγγιση. 

Συνεπώς, η οικονομική απεικόνιση όλων όσων αναφέραμε στα προηγούμενα σημεία του άρθρου, μαζί με το βασικό κόστος της αγοράς, δηλαδή της μισθοδοσίας των ασφαλιστικών υπαλλήλων, των αμοιβών των εμπλεκομένων τρίτων-ελεύθερων επαγγελματιών και του κόστους πρόσκτησης των εργασιών, αποτελεί αναγκαία παράμετρο, ώστε ο ενδεικτικός ποσοτικός δείκτης να αποκτήσει και τα οικονομικά του χαρακτηριστικά. 

Στην συνέχεια, επιμέρους προσεγγίσεις ανά κατηγορία οικονομικού κόστους προς παραγόμενο προϊόν, θα συμβάλει στην λεπτομερή χαρτογράφηση της πραγματικής παραγωγικότητας της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς και την εξαγωγή των συμπερασμάτων. Στα πλαίσια αυτά θα προσεγγισθεί με αρκετή ακρίβεια και ο δείκτης παραγωγικότητας του εργαζόμενου στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, με ενσωματωμένα και όλα τα οικονομικά χαρακτηριστικά. 

Σημειώνω ότι κάθε προσέγγιση στο παρόν άρθρο έγινε με γνώμονα την μέτρηση της «εσωτερικής» παραγωγικότητας της αγοράς και δεν περιλαμβάνει την συμβολή της ασφαλιστικής αγοράς στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, είτε μέσω των αποζημιώσεων, είτε μέσω των επενδύσεων, είτε μέσω των θέσεων εργασίας που διατηρεί.