Έρχονται γενναίες αυξήσεις στα αντασφάλιστρα του κλάδου αστικής ευθύνης

Σημαντικό στοιχείο κόστους για μια ασφαλιστική επιχείρηση, αναδεικνύεται το κόστος αντασφάλισης, μέσα από την εφαρμογή της 5ης κοινοτικής οδηγίας για την αναθεώρηση των κατώτατων ορίων στις αποζημιώσεις, αλλά και τη σταδιακή προσαρμογή στους νέους κανόνες του Solvency II.  

Η σταδιακή προσαρμογή στα νέα όρια αστικής ευθύνης για σωματικές και υλικές βλάβες, που τέθηκε σε ισχύ ήδη από τον περασμένο Ιούνιο, παραπέμπει σε γενναίες αυξήσεις στα αντασφάλιστρα του κλάδου αστικής ευθύνης, ενώ την ίδια στιγμή το νέο θεσμικό πλαίσιο του Solvency, θα υποχρεώσει τον ασφαλιστικό κλάδο να εντάξει σε ένα ενιαίο πλαίσιο όλο το φάσμα των κινδύνων, δηλαδή τόσο αυτών που προκύπτουν από την ασφαλιστική και τη χρηματοοικονομική δραστηριότητα όσο και αυτών που προκύπτουν από τη γενικότερες οικονομικές εξελίξεις.  

Το αυξημένο κόστος αντασφάλισης που θα κληθεί να καταβάλλει ο ασφαλιστικός κλάδος, απασχόλησε τις εργασίες του ετήσιου συνεδρίου της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε στην Ύδρα κατά τη διάρκεια του οποίου, εκπρόσωποι μεγάλων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιρειών, συζήτησαν τις επιπτώσεις από την εφαρμογή της 5ης κοινοτικής οδηγίας, αλλά και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από την προσαρμογή στο Solvency. 

Η στάση των μεγάλων ομίλων αντασφάλισης, αναλύθηκε από την κα. Δήμητρα Κελέκη Casualty/ Marine Underwriter, Muenchener Hellas Reinsurance Services, η οποία εκ μέρους της Munich Re, εκτίμησε ότι τα νέα αυξημένα όρια, θα εκτινάξουν το κόστος των αποζημιώσεων για τις ζημιές από ατυχήματα. 

Οι επιπτώσεις δεν έχουν αποτυπωθεί ακόμη, στο βαθμό που οι απαιτήσεις που θα δημιουργηθούν ακόμα και για τα ατυχήματα που θα συμβούν εντός του 2009, θα φτάσουν στα ελληνικά δικαστήρια το 2010, καθώς το αναγκαίο  χρονικό διάστημα, που απαιτείται για την εκδίκαση μιας υπόθεσης, κυμαίνεται από 12 έως 15 μήνες.

Σύμφωνα με την 5η κοινοτική οδηγία που ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με το νόμο 3746/2009, από την 1η Ιουνίου 2009 τα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης ορίστηκαν:

• Σε περίπτωση σωματικής βλάβης στα 500.000 ευρώ, ανά θύμα
• Σε περίπτωση υλικής ζημιάς στα 500.000 ευρώ, ανά ατύχημα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων

Από την 1η Ιανουαρίου 2011 τα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης, αναπροσαρμόζονται εκ νέου και  δεν μπορεί να είναι κατώτερα:

• Σε περίπτωση σωματικής βλάβης από 750.000 ευρώ, ανά θύμα
• Σε περίπτωση υλικής ζημιάς από 750.000 ευρώ, ανά ατύχημα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων

Το τελευταίο στάδιο προσαρμογής έχει οριστεί η 1η Ιουνίου 2012, ημερομηνία κατά την οποία τα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης ορίζονται:

• Σε περίπτωση σωματικής βλάβης σε 1.000.000 ευρώ, ανά θύμα
• Σε περίπτωση υλικής ζημιάς σε 1.000.000 ευρώ, ανά ατύχημα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων

Οι μεγάλοι αντασφαλιστικοί όμιλοι αξιολογούν τις επιπτώσεις της κοινοτικής οδηγίας σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη επιδίκαση αποζημιώσεων από τα ελληνικά δικαστήρια για σωματικές βλάβες, που μεταξύ άλλων εξαντλούν την επιείκειά τους στα θέματα της ψυχικής οδύνης υπέρ των ασφαλισμένων. Καταγράφοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, η κα. Κελέκη επέμεινε στις διαφορές που εμφανίζει σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές, όπως π.χ. η Γερμανία, το δίκαιο της οποίας αναγνωρίζει το δικαίωμα αποζημίωσης μόνο στα κοντινά και τα απολύτως εξαρτώμενα μέλη.

Η αντασφαλιστική κοινότητα έδωσε τα πρώτα δείγματα γραφής της στάσης που θα ακολουθήσει ήδη κατά το πρώτο στάδιο προσαρμογής στο νέο καθεστώς, οδηγώντας σε τριπλασιασμό του κόστους αντασφάλισης που καταβάλλει η ελληνική ασφαλιστική αγορά, ενώ το επόμενο ραντεβού του κλάδου, αναμένεται το 2011, κατά το δεύτερο στάδιο αύξησης των κατώτατων ορίων αποζημιώσεων. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κλάδος της αντασφάλισης αντέδρασε σε πρώτη φάση συμπιέζοντας το όριο της κάλυψης που του αναλογεί και το οποίο ξεκινά πλέον από τις 750 χιλιάδες ή ακόμη και το 1 εκατ. ευρώ, με συνέπεια το αντασφαλιστικό κόστος να αντιπροσωπεύει πλέον το 8% – 12% των ασφαλίστρων, από 3% που ήταν ένα χρόνο πριν.

Τα στοιχεία που παρουσίασε η εκπρόσωπος της Munich Re δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια, έχει μειωθεί στη χώρα μας τόσο ο αριθμός των ατυχημάτων όσο και ο αριθμός των  θυμάτων.  

Παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, η εμπειρία επιβεβαιώνει ότι ήδη τα δικαστήρια εξαντλούν και σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβαίνουν το κατώτατο όριο των αποζημιώσεων που επιδικάζουν. 

Η άνοδος των κατώτατων ορίων νομιμοποιεί την επιδίκαση υψηλότερων ποσών και σύμφωνα με την κ. Κελέκη, οι περιπτώσεις πολύνεκρων τροχαίων ατυχημάτων θα είχαν οδηγήσει σε πολλαπλασιασμό των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν. Παρά τη σταθερή μείωση που εμφανίζει η εξέλιξη των τροχαίων ατυχημάτων τα τελευταία χρόνια, η εκπρόσωπος της Munich Re σημείωσε ότι τα μισά περίπου των θανατηφόρων περιστατικών στη χώρας μας είχαν πάνω του ενός θύματα. 

Σύμφωνα με την κ.Κελέκη το ποσοστό των περιπτώσων, στα οποία εμπλέκονται πάνω από δύο θύματα, αντιπροσωπεύει στη χώρα μας το 43% των σοβαρών ατυχημάτων, με συνέπεια ο κίνδυνος εκτίναξης των αποζημιώσεων που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρείες μετά την εφαρμογή της 5ης κοινοτικής οδηγίας, να είναι άμεσα ορατός. 

Με την εξατομίκευση πλέον της κατώτατης αποζημίωσης και την αναγωγή του κατώτατου ορίου του 1 εκατ. ευρώ ανά θύμα, αντί του ατυχήματος που ίσχυε μέχρι σήμερα, τα ελληνικά δικαστήρια θα μπορούν να επιδικάζουν το ίδιο ποσό σε πολλαπλάσιους δικαιούχους, εκτοξεύοντας το κόστος της αποζημίωσης για ένα τροχαίο με π.χ. 3 θύματα, από τα 600 εκατ. ευρώ στα 2 εκατ. ευρώ . 

Η κα. Κελέκη έφερε παράδειγμα τροχαίο που έλαβε χώρα με αυτοκίνητο που πέρασε στο αντίθετο ρεύμα και συγκρούστηκε με άλλο όχημα. Στο ατύχημα τρία άτομα τραυματίστηκαν θανάσιμα (43 ετών, 3 ετών, 44 ετών) και τρία άτομα τραυματίστηκαν σοβαρά (53 ετών και δύο 12 ετών). 

Εάν το ατύχημα είχε λάβει χώρα τον Μάιο του 2009 (με τα προηγούμενα όρια ασφάλισης) οι συνολικές αποζημιώσεις θα ανέρχονταν στις 600 χιλ. ευρώ. Αντίθετα με τα κατώτατα όρια ασφάλισης που ισχύουν μετά τον Ιούνιο του 2009 οι αποζημιώσεις θα ξεπερνούσαν τα 2 εκατ. ευρώ.  

Η υποχρέωση αυξημένης αντασφαλιστικής κάλυψης, δεν θα πρέπει ωστόσο να αντιμετωπίζεται από τον ασφαλιστικό κλάδο ως μια μονομερής – χωρίς αντίκρυσμα -επιβάρυνση στο κόστος της εταιρείας. Σύμφωνα με τον κ. Γιάννη Λινό, Executive Director της Eurolife General Insurance, η αυξημένη αντασφαλιστική κάλυψη συνεπάγεται τη μεταφορά μέρους του κινδύνου στον αντασφαλιστή, επιτρέποντας την απελευθέρωση σημαντικού τμήματος κεφαλαίων για την εταιρεία. 

Όπως εξήγησε ο κ. Λινός η αντασφάλιση δεν είναι παρά ένας τρόπος βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης των μακροπρόθεσμων κινδύνων που αναλαμβάνει η εταιρεία, μέσα από την οποίο η εταιρεία έχει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει περισσότερους κινδύνους. 

Η τρέχουσα οικονομική κρίση, αναδεικνύει την ανάγκη μιας σύγχρονης και πιο δυναμικής προσέγγισης σε ότι αφορά τη διαχείριση του κινδύνου στο σύνολο της επιχείρησης, στο βαθμό που αναδεικνύει το φαινόμενο της ταυτόχρονης εκδήλωσης διαφορετικών μορφών κινδύνου, όπως είναι ο ασφαλιστικός, ο επενδυτικός, ο πιστωτικός κ.α.  

Η έννοια της διαχείρισης του κινδύνου σε όλα τα επίπεδα μιας επιχείρησης (Enterprise wide Risk Management – ERM), που εισάγεται μέσα από το Solvency II, αλλά και τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης, εντάσσει το κόστος της αντασφάλισης στη βάση της ενιαίας προσέγγιση που πρέπει να έχει η ασφαλιστική βιομηχανία, ενώ η πολιτική κάθε εταιρείας στο θέμα της αντασφάλισης, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το κόστος άντλησης κεφαλαίων από άλλες πηγές, προκειμένου να είναι σε θέση να επιλέγει κάθε φορά το κατάλληλο μείγμα χρηματοδότησης των κεφαλαιακών της αναγκών.  

Από την πλευρά της Groupama, o Deputy CEO κ. Charles de Tinguy, υποστήριξε ότι η αύξηση των ορίων στις αποζημιώσεις, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην άνοδο του κόστους. Στη διαπίστωση αυτή οδηγεί η εμπειρία της ιταλικής ασφαλιστικής αγοράς, η οποία δείχνει ότι τη δεκαετία 1994-2004 το κόστος των αποζημιώσεων στη γειτονική χώρα αυξήθηκε έως και 13% κάθε χρόνο παρά την ύπαρξη σταθερών ορίων στις αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες. 

Σύμφωνα με τον κ. Tinguy, το κόστος επηρεάζεται κατά κύριο λόγο από τις αποφάσεις των δικαστηρίων και τη συχνή αναθεώρηση των πινάκων που χρησιμοποιήθηκαν για τον καταλογισμό των αποζημιώσεων, επιβεβαιώνοντας πάντως την προοπτική εκτίναξης του κόστους των αποζημιώσεων, ειδικά σε χώρες που δεν αξιοποιούν ένα συγκεκριμένο μηχανισμό, υπολογισμού των ποσών που επιδικάζονται από τα δικαστήρια, όπως η Ελλάδα. 

Σε κάθε περίπτωση η αύξηση των κατώτατων ορίων, μπορεί να αξιοποιηθεί ως ευκαιρία για την αύξηση των ασφαλίστρων στον κλάδο του αυτοκινήτου και τον εξορθολογισμό της τιμολογιακής πολιτικής από την πλευρά της ασφαλιστικής βιομηχανίας.