Το χρονικό των ανακλήσεων αδειών

Η υπόθεση εξυγίανσης της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, θυμίζει «λερναία ύδρα», καθώς  η ιστορία της χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλα φαινόμενα ανάκλησης αδειών, ο αριθμός των οποίων φθάνει σήμερα τις  50. Ο αριθμός των εταιρειών των οποίων έχει αφαιρεθεί η άδεια ή οδηγήθηκαν σε πτώχευση είναι δυσανάλογος και δεν συναντάται σε καμιά άλλη χώρα διεθνώς, όπου το φαινόμενο της ανάκλησης αδειών είναι σπάνιο και εξαιρετικό γεγονός. 

Το πρόβλημα παραπέμπει σε μια χρόνια παθογένεια της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς , η οποία ακόμα και σήμερα δεν έχει θεραπευθεί και συνοψίζεται στην απουσία προληπτικής εποπτείας, που θα αποτρέπει τη δημιουργία παρόμοιων φαινομένων.

Η ιστορία των ανακλήσεων ξεκινά από το 1981, με τη εταιρεία «Λέντε Ελλάς» και συνεχίζεται έως σήμερα με την πρόσφατη αφαίρεση της άδειας λειτουργίας της εταιρείας «EOS», το 2009. 

Είκοσι οκτώ χρόνια μετά η υπόθεση εξυγίανσης και η αποκατάσταση της αξιοπιστίας του ασφαλιστικού κλάδου, παραμένει ζητούμενο, στο βαθμό που τα διαδοχικά φαινόμενα αφερεγγυότητας, δεν έχουν επιτρέψει τη δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνη μεταξύ των καταναλωτών και των ασφαλιστικών εταιρειών. 

Αν και  τα φαινόμενα ανακλήσεων αφορούν  κυρίως σε εταιρείες του κλάδου αυτοκινήτου, αφού στο ιστορικό των ανακλήσεων περιλαμβάνεται μόνο μία περίπτωση εταιρείας ζωής -της εταιρείας «Μεσόγειος», που πτώχευσε το 1996- ο μακρύς κατάλογος, εμπέδωσε για χρόνια το αίσθημα δυσπιστίας στην ελληνική ασφαλιστική αγορά. 

Η πεποίθηση για την αφερεγγυότητα του κλάδου είναι βαθιά ριζωμένη στην συνείδηση του καταναλωτικού κοινού και η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική εποπτείας που συντηρούσε φαινόμενα αφερεγγυότητας, που κατέληγαν τελικώς στην επιλογή της ανάκλησης αδειών, όταν πλέον η κατάσταση αυτών των εταιρειών, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη συνέχιση λειτουργίας τους. 

Είκοσι οκτώ χρόνια μετά, η αιτία των ανακλήσεων δεν φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί και συνοψίζεται στην υπό-αποθεματοποίηση του κλάδου αυτοκινήτου, που με τη σειρά της οδηγεί στη μη έγκαιρη καταβολή αποζημιώσεων προς τους ασφαλισμένους και τελικά στην αδυναμία της εταιρείας να συνεχίσει τη  λειτουργία της. 

Ο ρόλος της πολιτείας υπήρξε καθοριστικός, αφού ήταν αυτή που επέτρεψε μέσω της ανοχής της, τη δημιουργία και τη διόγκωση αυτού του προβλήματος, αποδυναμώνοντας τελικώς και τη σχέση εμπιστοσύνης κράτους και πολίτη. Αν και οι ελπίδες για μια πιο δραστική παρέμβαση στην ασφαλιστική αγορά και την αποτροπή παρόμοιων φαινομένων, είχε εναποτεθεί στη νέα εποπτική αρχή, που συστάθηκε το 2004 και τέθηκε σε λειτουργία από το 2005, η κατάσταση σήμερα δεν επιτρέπει τη δημιουργία μεγάλων προσδοκιών. 

Παρά το γεγονός ότι ο έλεγχος έγινε πιο ασφυκτικός, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες οδηγίες για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεμάτων, η αποτελεσματικότητα της εποπτικής αρχής, αμφισβητείται ήδη από μεγάλη μερίδα των ασφαλιστικών εταιρειών. 

Παρά τις γενναίες διευκολύνσεις που δόθηκαν σε 15 περίπου εταιρείες για τον υπολογισμό των τεχνικών τους αποθεμάτων, μέσα από δύο ειδικές ρυθμίσεις, ένας αριθμός 7 περίπου εταιρειών, αδυνατεί να καλύψει τα αποθέματα που υποχρεούται βάσει του νόμου, με συνέπεια η αξιοπιστία του κλάδου, να βρίσκεται πάλι στο επίκεντρο της κριτικής. Η επιλογή της μη δημοσιοποίησης των ονομάτων συντηρεί το θέμα της αναξιοπιστίας του κλάδου, ενώ σύμφωνα με ορισμένες απόψεις θέτει και την Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ενώπιον μελλοντικών ευθυνών, που θα μπορούσε να αναδείξει αυτή η επιλογή. 

Έτσι παρά την ανάκληση 50 εταιρειών και τις κατά καιρούς προσπάθειες για την εξυγίανση της ασφαλιστικής, το πραγματικό έλλειμμα του κλάδου, υπολογίζεται ότι φθάνει το 1 δις ευρώ, από το οποίο τα 300 εκατ. ευρώ, παρά τις διευκολύνσεις που έχουν παραχωρηθεί, θεωρούνται άμεσα καταβλητέα. 

Εάν στο ποσό συνυπολογιστεί ότι οι εταιρείες που έκλεισαν τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, στοίχισαν στο Επικουρικό Κεφάλαιο άνω των 500 εκατ. ευρώ, τότε γίνεται σαφές ότι, το κόστος από την  πολιτική πλημμελούς εποπτείας, που έχει επιμεριστεί στους έλληνες φορολογούμενους όλα αυτά τα χρόνια, αποτελεί μια εξαιρετικά δαπανηρή υπόθεση. 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι βασική πηγή εσόδων του Επικουρικού Κεφαλαίου, που συστάθηκε το 1978 για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αποζημίωσης των θυμάτων από τη μη ύπαρξη ασφαλιστικής κάλυψης, προέρχεται από την παρακράτηση φόρου 5 τοις χιλίοις , επί των ασφαλίστρων. 

Σημαντική επιβάρυνση της πολιτικής ανακλήσεων αδειών, αποτελεί άλλωστε  το καθεστώς των εκκαθαρίσεων που επικρατεί στη χώρα μας και που επιτρέπει την παράταση της εκκαθάρισης για 10 ή 20 χρόνια, εκτινάσσοντας το κόστος της διαδικασίας. 

Από την εμπειρία των εκκαθαρίσεων, προκύπτει ότι από τις αποδεσμεύσεις αποθεματικών των εταιρειών που έκλεισαν, τα έσοδα του Επικουρικού Κεφαλαίου, περιορίζονται μόνο στο 10% περίπου των ζημιών που καλείται να καλύψει. Αυτό σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες εταιρείες διέθεταν μόλις το 10% των απαιτούμενων αποθεματικών, επιβεβαιώνοντας ότι το πρόβλημα ήταν χρόνιο και δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα τόσο της προληπτικής όσο και της κατασταλτικής εποπτείας. 

Η δέσμευση για ανάληψη από το Επικουρικό Κεφάλαιο της διαδικασίας των εκκαθαρίσεων, γεγονός που θα βοηθούσε στην εξοικονόμηση χρόνου, αλλά και πολύτιμων πόρων, δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί, με συνέπεια, παρά τις κατά καιρούς διορθωτικές κινήσεις που έχουν γίνει το πρόβλημα να μην αντιμετωπίζεται στη βάση του.

Η προσπάθεια εξυγίανσης πέρασε διαδοχικές φάσεις και περίοδος καμπής θεωρείται η περίοδος 1982-84 όταν υπό τη θητεία του κ. Θόδωρου Πάγκαλου στο υπουργείο Εμπορίας, έκλεισαν 12 ασφαλιστικές εταιρείες. Την περίοδο 1995-97 έκλεισαν άλλες 15 για να ακολουθήσει μετά μια περίοδος νηνεμίας με μεμονωμένες περιπτώσεις ανακλήσεων, έως και το 2003. Ανεξάρτητα πάντως από την αποφασιστικότητα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας για το ξεκαθάρισμα της αγοράς, ο ασφαλιστικός κλάδος κυριαρχούσε στην ημερήσια επικαιρότητα μέσα από δημοσιεύματα για «εταιρείες στο κόκκινο», επιβεβαιώνοντας τον προβληματικό χαρακτήρα του κλάδου, ενώ έντονη ήταν η φημολογία για φαινόμενα διαφθοράς της δημόσιας διοίκησης, που επιδείκνυε αξιοσημείωτη ανοχή και συντηρούσε στη ζωή εταιρείες που δεν διέθεταν κανένα εχέγγυο . 

Σημαντική παράμετρος που επιτρέπει μέχρι και σήμερα την υπόθαλψη του φαινομένου των αφερέγγυων εταιρειών, είναι η ατιμωρησία των διοικήσεων αυτών των εταιρειών. Παρά το γεγονός ότι η ασφαλιστική δραστηριότητα, αντιμετωπίζεται από το νομοθέτη, ως μια εξαιρετικά σοβαρή λειτουργία, που προϋποθέτει την αξιοπιστία των μετόχων και των διοικούντων, μέχρι σήμερα, δεν υπήρξε καμιά περίπτωση τιμωρίας όσων οδήγησαν τις εταιρείες σε πτώχευση και οι περιπτώσεις των εισαγγελικών παρεμβάσεων που υπήρξαν, μπήκαν τελικώς στο αρχείο.

Μια ακόμη σημαντική προσπάθεια εξυγίανσης ακολούθησε πολλά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα  την περίοδο 2005-2007, από τον υφυπουργό Ανάπτυξης κ. Γιάννη Παπαθανασίου. Η παρέμβαση δεν εξαντλήθηκε στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας  5 ασφαλιστικών εταιρειών, αλλά επιχειρήθηκε μια πιο ουσιαστική παρέμβαση στην αγορά, μέσα από την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων του κλάδου. 

Αρκετές εταιρείες υποχρεώθηκαν να προχωρήσουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ είτε με τη μορφή μετρητών είτε σε ακίνητα ή τίτλους, ενώ η συμμετοχή στον έλεγχο εξωτερικού συμβούλου, έθεσε τις βάσεις για ένα πιο ανεξάρτητο εποπτικό έργο . Η προσπάθεια αν και αποτέλεσε σημαντική πρωτοβουλία προσέκρουσε στον αποσπασματικό της χαρακτήρα, στο βαθμό που το διάστημα που  ακολούθησε, τα αντανακλαστικά της πολιτείας απέναντι στα φαινόμενα υπό-αποθεματοποίησης και αφερεγγυότητας, δεν ήταν άμεσα και η πολιτική εξυγίανσης δεν συνεχίστηκε με συνέπεια. 

Το επόμενο ραντεβού της εποπτικής αρχής με την ασφαλιστική αγορά έχει δοθεί για το τέλος Ιουλίου. Την ημερομηνία αυτή οι εταιρείες που δεν καλύπτουν το περιθώριο φερεγγυότητας για τη χρήση του 2008, θα πρέπει να καταθέσουν στην εποπτική αρχή, σχέδιο βραχυχρόνιας χρηματοδότησης για την κάλυψή του. 

Σύμφωνα με τη δέσμευση που έχει αναλάβει ο πρόεδρος της εποπτικής αρχής κ. Γιώργος Πέτσας  η μη ανταπόκριση των εταιρειών στην υποχρέωση υποβολής ενός αξιόπιστου σχεδίου βραχυχρόνιας χρηματοδότησης, θα ανοίξει ένα νέο κύκλο ανακλήσεων αδειών. Η απάντηση στο πρόβλημα της ανάκλησης αδειών, που θεωρείται το έσχατο μέτρο στην προσπάθεια εξυγίανσης της αγοράς, προϋποθέτει την ενίσχυση της προληπτική εποπτεία, έτσι ώστε να αποτραπεί η προοπτική δημιουργίας παρόμοιων φαινομένων στο μέλλον και να αντιμετωπιστεί το θέμα στη γέννησή του.