Συνταξιοδοτικές παροχές και φόροι: Μετακίνηση συνταξιούχων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Άλκηστις Χριστοφίλου, LL.M., L.S.E. Εταίρος IKPR I. K. Ρόκας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία

Σε μια από τις πιο πρόσφατες αποφάσεις του που αφορούν την ιδιωτική ασφάλιση, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε υπέρ του φορολογούμενου-δικαιούχου συνταξιοδοτικών παροχών. Έτσι, ο Γερμανός συνταξιούχος που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Πολωνία, δικαιούται να εκπίπτουν από το φόρο εισοδήματος που πληρώνει στην Πολωνία οι εισφορές ασφάλισης υγείας που κατέβαλε στη Γερμανία. για το εισόδημα που λαμβάνει ως συνταξιοδοτική παροχή στη Γερμανία.

Συγκεκριμένα, ο κ. Rueffler όταν συνταξιοδοτήθηκε στη Γερμανία, μετοίκησε στην Πολωνία, όπου ποριζόταν το εισόδημά του από δύο αποκλειστικά πηγές:

• Μια σύνταξη αναπηρίας από ένα Γερμανικό φορέα ασφάλισης εργαζομένων, και
• Συνταξιοδοτική παροχή καταβαλλόμενη από την εταιρία Volkswagen.

Το Πολωνικό δημόσιο αρνήθηκε να εκπέσει τις εισφορές ασφάλισης υγείας που κατέβαλλε στη Γερμανία ο κ. Rueffler. Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  έκρινε, ότι οι διατάξεις της Πολωνικής φορολογικής νομοθεσίας που εμποδίζουν την έκπτωση από το φόρο εισοδήματος των ασφαλιστικών εισφορών υγείας που καταβάλλονται σε άλλο κράτος μέλος, ενώ αντίθετα εκπίπτουν αυτές που καταβάλλονται στην Πολωνία, συνιστούν μη αντικειμενικά δικαιολογημένο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών. 

Στην ανακοίνωση τύπου που ακολουθεί, την οποία εξέδωσε το ΔΕΚ την 23.4.2009, περιγράφεται με περισσότερη λεπτομέρεια η υπόθεση.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
23 Απριλίου 2009
Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-544/07
Uwe Riiffler κατά Dyrektor Izby Skarbowej we Wroclawiu Osrodek Zamiejscowy w Walbrzychu
TO ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΕΚΠΤΩΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΦΟΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΠΟΥ
ΚΑΤΑΒΛΗΘΗΚΑΝ ΕΝΤΟΣ ΑΛΛΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ
Ο περιορισμός του δικαιώματος εκπτώσεως που προβλέπει η πολωνική νομοθεσία συνιστά μη αντικειμενικώς δικαιολογημένο περιορισμό της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής

Σύμφωνα με την πολωνική νομοθεσία, μόνον οι εισφορές ασφαλίσεως ασθένειας που έχουν καταβληθεί σε πολωνικό ασφαλιστικό φορέα μπορούν να εκπέσουν από τον φόρο εισοδήματος.

Ο U. Rueffler, αφού έζησε στη Γερμανία όπου άσκησε μισθωτή δραστηριότητα, εγκαταστάθηκε στην Πολωνία όπου κατοικεί μόνιμα, από το 2005, ως συνταξιούχος. Κατά τον χρόνο γενέσεως της διαφοράς, ο U. Rueffler διέθετε, ως μοναδικό εισόδημα, δύο συνταξιοδοτικές παροχές που ελάμβανε από τη Γερμανία, ήτοι: μια σύνταξη αναπηρίας, φορολογούμενη εντός του κράτους μέλους αυτού, και μια σύνταξη επιχειρήσεως καταβαλλόμενη από την εταιρία Volkswagen και φορολογούμενη στην Πολωνία.

Το 2006, ο U. Rueffler ζήτησε από την πολωνική φορολογική αρχή να του χορηγήσει έκπτωση από τον φόρο εισοδήματος, τον οποίο οφείλει στην Πολωνία και ο οποίος αναλογεί στη σύνταξη επιχειρήσεως που λαμβάνει στη Γερμανία, του ποσού των εισφορών ασφαλίσεως ασθένειας που κατέβαλε στη Γερμανία.

Δεδομένου ότι το αίτημά του απορρίφθηκε, ο U. Rueffler άσκησε προσφυγή ενώπιον του Wojewodzki Sq.d Administracyjny we Wroclawiu (διοικητικού δικαστηρίου του Wroclaw), το οποίο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο ως προς το συμβατό προς το κοινοτικό δίκαιο του περιορισμού του δικαιώματος εκπτώσεως από τον φόρο εισοδήματος.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει καταρχάς ότι ένα άτομο το οποίο, μετά τη συνταξιοδότηση του, εγκαταλείπει το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος και στο οποίο άσκησε το σύνολο της επαγγελματικής του δραστηριότητας για να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος, ασκεί το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών που η Συνθήκη ΕΚ παρέχει σε κάθε πολίτη της Ένωσης.

Το Δικαστήριο τονίζει εν συνεχεία ότι οι διευκολύνσεις που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της κυκλοφορίας δεν θα μπορούσαν πράγματι να παραγάγουν πλήρως τα αποτελέσματα τους, αν υπήρχε ενδεχόμενο να αποτραπεί ο υπήκοος κράτους μέλους από τη χρήση τους λόγω των κωλυμάτων που θέτει στη διαμονή του στο κράτος μέλος υποδοχής κανονιστική ρύθμιση που αντιμετωπίζει δυσμενώς το γεγονός της χρήσεως των διευκολύνσεων αυτών.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι μια κανονιστική ρύθμιση, όπως η προβλεπόμενη στο πολωνικό δίκαιο, εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ φορολογουμένων κατοίκων ημεδαπής, ανάλογα με το αν οι εισφορές ασφαλίσεως ασθένειας που μπορούν να εκπέσουν από τον φόρο εισοδήματος που οφείλεται στην Πολωνία έχουν ή όχι καταβληθεί στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως ασθένειας. Κατ’ εφαρμογή της ρυθμίσεως αυτής, το δικαίωμα εκπτώσεως από τον φόρο παρέχεται μόνο στους φορολογουμένους που καταβάλλουν τις εισφορές ασφαλίσεως ασθένειας εντός του κράτους μέλους επιβολής του φόρου.

Το Δικαστήριο τονίζει ότι οι φορολογούμενοι κάτοικοι ημεδαπής που καταβάλλουν εισφορές στο πολωνικό σύστημα ασφαλίσεως ασθένειας και αυτοί που υπάγονται σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως ασθένειας άλλου κράτους μέλους τελούν σε καταστάσεις συγκρίσιμες όσον αφορά τις αρχές φορολογήσεως, στον βαθμό που, στην Πολωνία, αμφότεροι υπόκεινται σε απεριόριστη φορολογική υποχρέωση.

Έτσι, η επιβολή φόρου επί των εισοδημάτων τους, σε αυτό το κράτος μέλος, πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ίδιες αρχές και, ως εκ τούτου, βάσει των ίδιων φορολογικών πλεονεκτημάτων, ήτοι του δικαιώματος εκπτώσεως από τον φόρο εισοδήματος.

Στον βαθμό που συνδέει τη χορήγηση ενός φορολογικού πλεονεκτήματος βασιζόμενου στις εισφορές ασφαλίσεως ασθένειας με την προϋπόθεση ότι οι εισφορές αυτές καταβλήθηκαν σε πολωνικό φορέα ασφαλίσεως ασθένειας και έχει ως αποτέλεσμα τη μη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος στους φορολογουμένους που κατέβαλαν εισφορές σε ασφαλιστικό φορέα άλλου κράτους μέλους, η επίμαχη εθνική ρύθμιση μεταχειρίζεται δυσμενώς τους φορολογουμένους οι οποίοι, όπως ο U. Rueffler, άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας εγκαταλείποντας το κράτος μέλος στο οποίο άσκησαν το σύνολο της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους για να εγκατασταθούν στην Πολωνία.

Το Δικαστήριο θεωρεί ότι ένας περιορισμός του δικαιώματος εκπτώσεως από τον φόρο εισοδήματος, όπως αυτός τον οποίο προβλέπει το πολωνικό δίκαιο, συνιστά μη αντικειμενικώς δικαιολογημένο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών.

Το γεγονός ότι, αφενός, ο γερμανικός φορέας υποχρεωτικής ασφαλίσεως καλύπτει μόνο τα έξοδα των πράγματι παρασχεθεισών στον U. Rueffler υπηρεσιών και ότι, αφετέρου, όταν δεν παρέχονται στον U. Rueffler υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης οι εισφορές του δεν συμβάλλουν στη χρηματοδότηση του πολωνικού συστήματος ασφαλίσεως ασθένειας δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

Το Δικαστήριο τονίζει ότι το γεγονός ότι τα έξοδα των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης που παρέχονται σε Γερμανούς υπηκόους που κατοικούν στην Πολωνία καταβάλλονται στο Πολωνικό εθνικό ταμείο υγείας από τον αρμόδιο γερμανικό φορέα ασφαλίσεως προκύπτει από
 
την εφαρμογή της κοινοτικής ρύθμισης περί του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι, λόγω του γεγονότος ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν την ευχέρεια να προσδιορίζουν σε ποια έκταση τυγχάνει εφαρμογής η δική τους νομοθεσία ή η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, καθόσον υποχρεούνται να τηρούν τις διατάξεις του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου, δεν επιτρέπεται σε κράτος μέλος να επιδιώκει, στην πραγματικότητα, μέσω φορολογικών μέτρων, να αντισταθμίζει τη μη υπαγωγή και τη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στο σύστημά του κοινωνικής ασφαλίσεως.

Tο Δικαστήριο καταλήγει ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να μεταχειρίζεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό τη διαμονή και τη φορολόγηση φορολογουμένων κατοίκων ημεδαπής, οι οποίοι, βάσει της κοινοτικής ρύθμισης περί του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, καταβάλλουν εισφορές σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως άλλου κράτους μέλους. To πλήρες κείμενο της αποφάσεως βρίσκεται στην ιστοσελίδα του ΔικαστηρίουC-544/07
Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1).