Νέα πολιτική επενδύσεων για τις ασφαλιστικές από το 2010

Ξεκάθαρη, αλλά και ευέλικτη επενδυτική πολιτική που θα προσαρμόζεται στις συνθήκες της αγοράς, υποχρεούνται να χαράξουν οι ασφαλιστικές εταιρείες από το τέλος του 2009, σύμφωνα με σχέδιο απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, που δόθηκε προς διαβούλευση στη δημοσιότητα. Το σχέδιο της απόφασης υποχρεώνει όλες τις ασφαλιστικές εταιρείες να συντάσσουν Εσωτερικό Κανονισμό Επενδυτικής Πολιτικής, στον οποίο θα αποτυπώνονται οι επενδυτικές επιλογές και οι προβλέψεις για την απόδοση του χαρτοφυλακίου των επενδύσεων.
Στόχος της εποπτικής αρχής είναι να υποχρεώσει τις ασφαλιστικές εταιρείες να χαράζουν αξιόπιστη πολιτική επενδύσεων, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η ασφαλιστική δραστηριότητα από το ευρύτερο χρηματοοικονομικό περιβάλλον. 

Στο πλαίσιο αυτό εισάγεται και η έννοια των «ασκήσεων άγχους» (stress test), προκειμένου να προλαμβάνονται ακραία σενάρια, μεταβολής και επιδείνωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών. 

Οι ασφαλιστικές εταιρείες καλούνται να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους έως το τέλος Σεπτεμβρίου, προκειμένου η απόφαση να τεθεί σε εφαρμογή ήδη από τα τέλη του 2009, ημερομηνία κατά την οποία οι εταιρείες θα πρέπει να έχουν υποβάλλει προς την Επ.Ε.Ι.Α., τον Εσωτερικό Κανονισμό Επενδυτικής Πολιτικής. 

Όπως ορίζεται στη σχετική απόφαση η επενδυτική πολιτική κάθε εταιρείας θα πρέπει να αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων, στοχεύοντας στην ικανοποίηση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει. 

Η μέτρηση της απόδοσης του χαρτοφυλακίου, θεωρείται βασικό στοιχείο, τόσο για την ικανοποίηση των υποχρεώσεων προς τους ασφαλισμένους όσο και για τον καθορισμό της τιμολόγησης των προϊόντων και για το σκοπό αυτό, η διοίκηση θα πρέπει να είναι σε θέση να ορίσει επίπεδα απόδοσης για κάθε κατηγορία επενδύσεων. 

Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η εταιρεία θα πρέπει να προσδιορίσει συγκεκριμένα επίπεδα ανοχής σε συγκεκριμένους κινδύνους, όπως:  
• ο κίνδυνος που προκύπτει από τις μεταβολές επιτοκίων, των μετοχών, των ομολόγων, των εμπορευμάτων και των συναλλαγματικών ισοτιμιών (κίνδυνος αγοράς)
• ο κίνδυνος που δημιουργείται όταν ένας οφειλέτης δεν ικανοποιεί τις υποχρεώσεις του (πιστωτικός κίνδυνος)
• ο κίνδυνος που προέρχεται από την αδυναμία ρευστοποίησης στοιχείων του χαρτοφυλακίου έγκαιρα και σε εύλογη τιμή (κίνδυνος ρευστότητας) και 
• ο κίνδυνος που προκύπτει από τη λειτουργία της εταιρείας και που μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες στην επιβίωσή του (λειτουργικός κίνδυνος)
Οι παραπάνω κίνδυνοι θα πρέπει να παρακολουθούνται και να μετρώνται από τη Μονάδα Διαχείρισης Κινδύνου, η οποία θα πρέπει ανά 3μηνο να υποβάλει σχετική έκθεση προς το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, προκειμένου η διοίκηση να είναι σε θέση να αξιολογεί την ευαισθησία της επιχείρησης, στις αλλαγές των συνθηκών αγοράς και των άλλων παραγόντων κινδύνου.    
Οι περιορισμοί κάτω από τους οποίους θα πρέπει να γίνεται η διαχείριση του χαρτοφυλακίου επενδύσεων, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις απαιτήσεις ρευστότητας σε περίπτωση ρευστοποίησης των συμβολαίων από ασφαλισμένους, απρόβλεπτες καταγγελίες συμβάσεων ή μεγάλες αποζημιώσεις λόγω θανάτου. 

Η εταιρεία θα πρέπει επίσης να θέσει στόχους για τη χρονική διάρκεια του χαρτοφυλακίου, αντιστοιχίζοντας τη διάρκεια που έχουν οι υποχρεώσεις της προς τους ασφαλισμένους και τη διάρκεια των απαιτήσεων που προκύπτουν από τις επενδυτικές τοποθετήσεις και επιλογές της.