Οι ξένοι «ψηφίζουν» τράπεζες και αγοράζουν σε τιμή ευκαιρίας

 

 

«Ψήφο εμπιστοσύνης» –ως είθισται να λέγεται– έδωσαν οι ξένοι διαχειριστές κεφαλαίων στις ελληνικές τράπεζες, αλλά αυτή η «ψήφος» δόθηκε με το αζημίωτο. Οι διαδικασίες υποβολής προσφορών από τους επενδυτές ολοκληρώνονται στις 17 Νοεμβρίου και αναμένεται να επιβεβαιωθεί ότι όλες οι τράπεζες κάλυψαν τους στόχους που είχαν θέσει. Όμως, οι τιμές διάθεσης των νέων μετοχών εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν πολύ κοντά στο… απόλυτο μηδέν, δίνοντας στους αγοραστές μια ιδιότυπη εγγύηση μελλοντικών υπεραξιών.

Ήταν μια πρωτοφανής στα χρηματιστηριακά χρονικά άσκηση συγκέντρωσης κεφαλαίων από το σύνολο των συστημικών τραπεζών μιας χώρας, ακριβώς την ίδια χρονική στιγμή. Η άσκηση αναμφίβολα θα κατέληγε σε αποτυχία αν δεν είχε προσφέρει «χείρα βοηθείας» εξ αρχής ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: προσδιορίζοντας τις κεφαλαιακές ανάγκες του βασικού σεναρίου των τεστ αντοχής στο ύψος μόλις των 4,4 δισ. ευρώ, οι επόπτες κατέστησαν ρεαλιστικό στόχο τη συγκέντρωση αυτών των κεφαλαίων από ιδιώτες, που αποτελούσε και προϋπόθεση για να αποφύγουν οι τράπεζες τη διαδικασία εκκαθάρισης (resolution).

Ταυτόχρονα όμως, σε μια κίνηση που δεν σχολιάστηκε ιδιαιτέρως, αλλά είχε μεγάλη σημασία, ο SSM «κατέβασε» ακριβώς στα 10 δισ. ευρώ τις κεφαλαιακές ανάγκες του δυσμενούς σεναρίου, που είχε την υποχρέωση να καλύψει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, παρότι νωρίτερα υπήρχαν φήμες για πολύ μεγαλύτερο ποσό.

Με αυτόν τον «λογαριασμό», η ανακεφαλαιοποίηση ξέμπλεξε από τις δύσκολες διαδικασίες της πρώτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος από τους Θεσμούς, αφού τα 10 δισ. ευρώ ήδη έχουν «μπει στην άκρη» για τις ανάγκες των τραπεζών και η αποδέσμευσή τους μπορεί να γίνει με την υλοποίηση των πρώτων 48 προαπαιτούμενων δράσεων, χωρίς να χρειαστεί μια «επικίνδυνη» αναμονή, για να υπάρξει συμφωνία και για τη δεύτερη λίστα προαπαιτουμένων, στην οποία κρύβονται ουκ ολίγες παγίδες (ασφαλιστικό, κ.ά.).

Αυτές οι «διευκολύνσεις» του Μάριο Ντράγκι, όπως και το νέο θεσμικό πλαίσιο για την ανακεφαλαιοποίηση, που κρίθηκε «φιλικό» για τους ιδιώτες (για παράδειγμα, το ΤΧΣ παρεμβαίνει λαμβάνοντας κατά κύριο λόγο -75% υπό αίρεση μετατρέψιμες ομολογίες και δευτερευόντως κοινές μετοχές -25%) δημιούργησαν γόνιμο έδαφος για τις αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών, όσο κι αν οι ξένοι διαχειριστές αντιμετωπίζουν πια σαν κακό ανέκδοτο την έννοια της «επενδυτικής ευκαιρίας στην Ελλάδα».

Αυτό που προστατεύει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τα νέα κεφάλαια που θα τοποθετηθούν στις ελληνικές τραπεζικές μετοχές είναι οι πρωτοφανώς χαμηλές τιμές διάθεσης, που αναμένεται να επισημοποιηθούν μόλις κλείσουν τα βιβλία προσφορών. Οι μετοχές του τραπεζικού κλάδου έχουν χάσει φέτος πάνω από το 80% της αξίας τους, ενώ η Goldman Sachs εκτιμά ότι η σχέση τιμής προς λογιστική αξία (P/BV) των νέων μετοχών θα κυμανθεί μεταξύ 0,3 και 0,6. Όταν κάποιος αγοράζει το κεφάλαιο μιας τράπεζας στο 30-60% της αξίας του, εύλογα υπολογίζει ότι θα κερδίσει ό,τι κι αν συμβεί (εκτός, βέβαια, αν «καταφέρουμε» να επανέλθουμε σε τροχιά Grexit).

Ακόμη και μέσα σε αυτό το άκρως ευνοϊκό πλαίσιο, πάντως, δεν έλειψαν οι αστοχίες, που έδωσαν στοιχεία θρίλερ στη διαδικασία των book building. Από τις 4 Νοεμβρίου, που άνοιξε το πρώτο βιβλίο προσφορών (της Τράπεζας Πειραιώς), επενδυτές και ανάδοχοι περίμεναν από ημέρα σε ημέρα να τελειώσει ο έλεγχος των θεσμών για τα 48 προαπαιτούμενα και να «ανάψει πράσινο» για την αποδέσμευση των 10 δισ. ευρώ, χωρίς τα οποία δεν νοείται ανακεφαλαιοποίηση.

Όμως, η διαπραγμάτευση κυβέρνησης-Θεσμών εξελίχθηκε πάλι σε μαραθώνιο, με αποτέλεσμα να μείνουν μετέωρα τα book building μέχρι τις 17 Νοεμβρίου, που αναμένεται η έγκριση για τα 10 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα, λένε χαριτολογώντας στο Λονδίνο, κατάφερε να σπάσει άλλο ένα ρεκόρ: αυτό του μεγαλύτερου σε διάρκεια book building (στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς, τα βιβλία προσφορών, εφόσον κλείσουν στις 17 Νοεμβρίου, θα έχουν μείνει ανοικτά για 14 ημέρες, ενώ αυτές οι διαδικασίες δεν ξεπερνούν, συνήθως, τα τρία 24ωρα!).