Χωρίς «κανόνες» η ασφάλιση για περιβαλλοντικούς κινδύνους

Εν αναμονή… της ανάπτυξης στις ασφαλίσεις που αφορούν τους περιβαλλοντικούς κινδύνους, βρίσκεται η ασφαλιστική αγορά, που περιμένει εδώ και αρκετούς μήνες την έκδοση της υπουργικής απόφασης που θα καθορίσει σημαντικές παραμέτρους -όπως τους όρους εφαρμογής και τις επαγγελματικές ιδιότητες που θα υπαχθούν στην απόφαση- σχετικά με την χρηματοοικονομική ασφάλεια έναντι της περιβαλλοντικής ζημιάς.

Προς το παρόν στο ΥΠΕΚΑ – από το οποίο δεν υπάρχει επίσημη απάντηση- η θέση του αρμόδιου ειδικού γραμματέα είναι «ακέφαλη», γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσο η έκδοση της συγκεκριμένης ΚΥΑ συμπεριλαμβάνεται στις προτεραιότητες του υπουργείου.

Ωστόσο, η ασφαλιστική αγορά λαμβάνει θετικά μηνύματα για την μελλοντική εξέλιξη των εργασιών του κλάδου, καθώς όπως αναφέρουν στελέχη της τα τελευταία χρόνια περισσότερες επιχειρήσεις ενδιαφέρονται να ενημερωθούν για τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν και το ρίσκο που αναλαμβάνουν σε περίπτωση που προκαλέσουν περιβαλλοντική ζημία.

Παρόλο που η ασφαλιστική και η περιβαλλοντική συνείδηση στην Ελλάδα δεν είναι ανεπτυγμένη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εταιρείες, ανεξαρτήτως μεγέθους, ενημερώνονται για την αντικειμενική ευθύνη που φέρουν σε περίπτωση ρύπανσης και τους συνδεόμενους με αυτήν πιθανούς περιβαλλοντικού κινδύνους.

Όπως αναφέρει ο κ. Μιχάλης Ιωαννίδης, Underwriting Manager του Κλάδου Αστικών Ευθυνών της AIG, σε σχέση με τις πιο ώριμες αγορές της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, καθώς και των ΗΠΑ η διείσδυση του συγκεκριμένου κλάδου ασφάλισης είναι σαφώς μικρότερη. «Ωστόσο, θα ήταν άδικο να συγκρίνουμε την Ελλάδα με χώρες στις οποίες υπάρχει περισσότερο ανεπτυγμένη περιβαλλοντική συνείδηση, σε ατομικό, κοινωνικό, αλλά και επιχειρηματικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ακόμη και στην Ελλάδα, παρατηρούμε μια σαφή ανοδική τάση, καθώς οι εταιρείες αντιλαμβάνονται σταδιακά τη σημασία της συγκεκριμένης κάλυψης και τους κινδύνους που διατρέχουν. Είναι ενδεικτικό ότι στο χαρτοφυλάκιο της AIG το 50% των ασφαλίστρων αντιστοιχεί σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που δεν έχουν ακόμα υποχρέωση ασφάλισης».

Πέρα από το γεγονός ότι ο αριθμός των εταιρειών που ασφαλίζεται στην Ελλάδα είναι σαφώς μικρότερος σε αναλογία με άλλες χώρες, είναι περιορισμένος και ο αριθμός των ασφαλιστικών εταιρειών, που διαθέτουν εμπειρία και τεχνογνωσια σε αυτού του είδους τις ασφαλίσεις. «Είναι λίγες οι ασφαλιστικές εταιρείες που παρέχουν την εν λόγω κάλυψη, ενώ στο εξωτερικό υπάρχουν διαθέσιμα ολοκληρωμένα ασφαλιστικά προϊόντα που μπορούν να λειτουργήσουν στην ελληνική αγορά. Το ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων που διαθέτουν ένα τέτοια ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι πολύ μικρό, σε σχέση πάντα με την Ευρωπαϊκή αγορά», αναφέρει ο κ. Μάρκος Τρικούππης, Underwriter του Τμήματος Αναλήψεων Αστικής Ευθύνης στην Εθνική Ασφαλιστική.

Συγκριτικά με την εμπειρία της HDI-Gerling σε μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, όπου ήδη προσφέρει εξειδικευμένη περιβαλλοντική κάλυψη, η κα Ελίνα Παπασπυροπούλου, Manager, Casualty & Specialty στην HDI-Gerling Hellas αναφέρει ότι «η χώρα μας υστερεί αρκετά στην ασφάλιση αυτών των κινδύνων. Στην Ευρώπη τα προϊόντα αυτά είναι περισσότερο διαδεδομένα, ενώ σε κάποιες χώρες υπάρχουν και περιβαλλοντικά pools (Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία). Η ασφάλιση για περιβαλλοντικούς κίνδυνους παραμένει άγνωστη στις περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις. Τα νέα προϊόντα περιβαλλοντικής ευθύνης, τα οποία ήδη προσφέρονται στην ελληνική αγορά και από την HDI-Gerling, έρχονται να καλύψουν την απορρέουσα από την Ευρωπαϊκή Οδηγία περιβαλλοντική ευθύνη, όπως αυτή ενσωματώνεται στο εθνικό μας δίκαιο».

Και κατά την εκτίμηση του κ. Θεόφιλου Βασιλειάδη, Γενικού Διευθυντή, της B&B Βασιλειάδης, «συγκριτικά με κάποιες άλλες χώρες που έχουν πιο ώριμη ασφαλιστική συνείδηση η ελληνική αγορά έχει μείνει κάποια βήματα πίσω. Ωστόσο οι επιχειρηματίες γνωρίζουν τις ευθύνες τους που καθορίζονται από το προεδρικό διάταγμα 148/2009 –το οποίο ορίζει αντικειμενική ευθύνη έναντι του περιβάλλοντος και ζητούν σε αρκετά ικανοποιητικό ποσοστό προσφορές».

Τι θα φέρει η υπουργική απόφαση

Η ΚΥΑ, που αφορά στην χρηματοοικονομική ασφάλεια, θα παρέχεται είτε με τη μορφή της ασφάλισης είτε με τη μορφή της εγγύησης και θα οδηγήσει τις εταιρείες σε πιο υπεύθυνη στάση απέναντι στο περιβάλλον, καθώς θα διασφαλίσει στην πράξη αυτό που ορίζεται από την οδηγία, δηλαδή ότι ο «ρυπαίνων πληρώνει».

Αυτός που προκαλεί τη ζημία, είναι υπεύθυνος για την αποκατάστασή της, ακόμα και αν έχει πουλήσει τις εγκαταστάσεις του ή τις έχει μεταφέρει. Μέχρι τώρα ισχύει ότι οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να ασφαλίζονται όσον αφορά τη διαχείριση των αποβλήτων.

Όπως εξηγεί ο Μάρκος Τρικούππης «το Π.Δ. 148/2009 έθεσε τις βάσεις για να ενεργοποιηθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς (επιχειρήσεις & ασφαλιστική αγορά) και να τους δοθεί ο απαραίτητος χρόνος, να αξιολογήσουν και να προετοιμαστούν μέχρι την κοινή υπουργική απόφαση, η οποία πιστεύω ότι θα κατηγοριοποιεί τις επιχειρήσεις σ’ αυτές που θα υποχρεωθούν να έχουν ασφαλιστική κάλυψη, σ’ αυτές που συνιστάται ότι θα πρέπει να έχουν και σ’ αυτές που είναι προαιρετική η ύπαρξη ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Ο καθορισμός αυτός, πιστεύω, θα γίνει όχι μόνο με κριτήρια όπως το μέγεθος της επιχείρησης, το είδος και τον τρόπο λειτουργίας αλλά και τον τόπο των εγκαταστάσεων διαχείρισης και αποθήκευσης των προϊόντων της (π.χ. κοντά στη θάλασσα, σε ποτάμι κλπ) καθώς και τους τρόπους παραγωγής και αποθήκευσης. Όπως καταλαβαίνετε μια τέτοια κατηγοριοποίηση είναι αρκετά πολύπλοκη και τελικά ίσως να καταλήξουν σε μια πιο απλουστευμένη διαδικασία αξιολόγησης του κινδύνου. Μπορεί να υποχρεωθούν να κάνουν επιθεώρηση των εγκαταστάσεων/του κινδύνου προκειμένου να υπάρχει ένα σημείο αναφοράς σε τυχόν μελλοντική ζημιά».

Κατά την Ε. Παπασπυροπούλου η ΚΥΑ «θα καθορίσει τόσο το χρονοδιάγραμμα και τις λεπτομέρειες υπαγωγής στην υποχρεωτική ασφάλεια όσο και τη μέθοδο για τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματοοικονομικής ασφάλειας. Η θέσπιση της υποχρεωτικής ασφάλισης αναμένεται ότι θα αλλάξει σε έναν βαθμό τα πράγματα, καθώς οι επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να συμμορφωθούν. Εκτιμούμε ότι το κομμάτι της αγοράς στο οποίο απευθυνόμαστε –δηλαδή οι μεγάλοι εμπορικοί και βιομηχανικοί πελάτες– θα ασφαλιστούν σε μεγάλο ποσοστό».

Το πλαίσιο κάλυψης και τα όρια ευθύνης ανάλογα με τη δραστηριότητά των επιχειρήσεων θα καθορίσει η απόφαση μας επισημαίνει ο Θ. Βασιλειάδης, ο οποίος επισημαίνει ότι οι επιχειρήσεις που δεν έχουν προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα θα πρέπει σε περίπτωση περιβαλλοντικής ζημίας να καλύψουν μόνες τους το κόστος το οποίο θα προκύψει. «Η Κοινοτική Οδηγία καθορίζει ποιος έχει την ευθύνη και διευρύνει το πλαίσιο των ευθυνών έναντι των περιβαλλοντικών κινδύνων. Σκεφτείτε ότι μία επιχείρηση που έχει πουλήσει μέρος των εγκαταστάσεών της σε μια άλλη επιχείρηση μπορεί να ευθύνεται για ζημία ρύπανσης χρόνια μετά την πώληση των εγκαταστάσεων της.

Σ’ ένα άλλο παράδειγμα, μία βιομηχανία ξαφνικά βρίσκεται υπόλογη στις Αρχές για ρύπανση σε προηγούμενη εγκατάστασή της. Η οδηγία καθιστά εύκολη την αναζήτηση υπευθύνου ακόμη και αν στην ρύπανση εμπλέκονται πολλές επιχειρήσεις. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η υποχρεωτική ημερομηνία μετάβασης αφήνει εκτεθειμένες τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν προσαρμοστεί.

Η πλήρης υιοθέτηση ή όχι από μια χώρα της κοινοτικής οδηγίας δεν μεταθέτει την ημερομηνία εφαρμογής, της 27ης Απριλίου 2007, σε περίπτωση περιστατικού ρύπανσης. Πρακτικά αυτό σημαίνει, ότι επιχειρήσεις που δεν έχουν αγοράσει την ασφάλιση περιβαλλοντικής ευθύνης θα κληθούν να καταβάλλουν μόνες τους τα κόστη και τις αποζημιώσεις σε περίπτωση ρύπανσης».

Με την υπουργική απόφαση αναμένεται να ξεκαθαρίσουν μερικά πολύ σημαντικά θέματα που χρήζουν αποσαφηνίσεων, τονίζει ο Μιχάλης Ιωαννίδης όπως:

1. το εύρος των δραστηριοτήτων που θα υπάγονται στην υποχρέωση ασφάλισης,

2. το πλαίσιο κάλυψης που θα πρέπει να ικανοποιούν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια,

3. τα όρια ευθύνης για τα οποία θα πρέπει οι επιχειρήσεις να ασφαλιστούν ανάλογα με την επικινδυνότητα της δραστηριότητάς τους.

«Υπάρχουν βεβαίως και κάποιες άλλες τεχνικές λεπτομέρειες που προκύπτουν, κυρίως από την προσπάθεια συγκερασμού ή εναρμόνισης της περιβαλλοντικής με την ασφαλιστική νομοθεσία. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διαδικασία που αφορά περισσότερο τις ασφαλιστικές εταιρείες παρά τις επιχειρήσεις. Το αναφέρω αυτό διότι οι επιχειρήσεις –ανεξάρτητα από το πλαίσιο το οποίο θα καθορίσει η υπουργική απόφαση– θα έχουν τη δυνατότητα επιλογής ευρύτερων λύσεων που θα είναι διαθέσιμες από την τοπική ασφαλιστική αγορά.

Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται ασφαλιστικές εταιρείες που προσφέρουν ήδη σε άλλες χώρες όπου δραστηριοποιούνται ένα ευρύτατο πλαίσιο κάλυψης, ικανοποιώντας σε πολύ μεγάλο ποσοστό τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Οδηγίας. Είναι όμως πολύ σημαντικό να επισημάνουμε ότι ανεξάρτητα από την υποχρέωση ασφάλισης που εκκρεμεί, βάσει του Προεδρικού Διατάγματος, οι επιχειρήσεις φέρουν αντικειμενική ευθύνη σε περιπτώσεις ρύπανσης του περιβάλλοντος. Αυτό και μόνο ως δεδομένο είναι αρκετά ισχυρό για την κινητοποίηση των επιχειρήσεων προς αναζήτηση προστασίας στον ασφαλιστικό θεσμό».

Διεύρυνση των ευθυνών των «ρυπαντών»

Ο γενικότερος στόχος της οδηγίας της ΕΕ ήταν να διευρύνει τις ευθύνες των ρυπαντών και να διασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις ευθύνες αυτές και να αναλάβουν το κόστος της αποκατάστασης του περιβάλλοντος, καθώς ειδικά στις περιβαλλοντικές ζημίες τα κόστη αποκατάστασης είναι συνήθως μεγάλα και μπορεί να απειλήσου ακόμα και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Πέρα από την υποχρέωση του «ρυπαίνοντος» να αποκαταστήσει τη ζημία που έχει προκληθεί από την επιχείρησή του στο έδαφος και τους υδροφόρους ορίζοντες, στην οδηγία καθορίζεται ότι πρέπει να αποκατασταθεί και η ζημία προς τους φυσικούς οικοτόπους και τα προστατευόμενα είδη.

Επίσης η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να αποκαταστήσει τη ζημιά που θα προκληθεί μετά από χρόνια, ακόμα και αν έχει μεταφέρει τις εγκαταστάσεις της σε άλλη περιοχή. Ως «περιβαλλοντική ζημία» θεωρείται:
α) Η ζημία προστατευόμενων ειδών και φυσικών οικότοπων: οποιαδήποτε ζημία έχει σημαντικά δυσμενείς συνέπειες για την επίτευξη ή τη συντήρηση της ευνοϊκής κατάστασης διατήρησης αυτών των οικότοπων ή ειδών. Η σημασία αυτών των συνεπειών πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με την αρχική τους κατάσταση.
β) Η ζημία των υδάτων: οποιαδήποτε ζημία επηρεάζει δυσμενώς, σε σημαντικό βαθμό, την οικολογική, χημική ή/και ποσοτική κατάσταση ή/και το οικολογικό δυναμικό.
γ) Η ζημία του εδάφους, ήτοι οποιαδήποτε ρύπανση του εδάφους που δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο δυσμενών συνεπειών για την ανθρώπινη υγεία, ως αποτέλεσμα της άμεσης ή έμμεσης εισαγωγής εντός του εδάφους, επί του εδάφους ή στο υπέδαφος, ουσιών, παρασκευασμάτων, οργανισμών ή
μικροοργανισμών.

«Από τη φύση τους οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι είναι ιδιαιτέρως σύνθετοι και η διεθνής ασφαλιστική εμπειρία έχει καταδείξει ότι μια περιβαλλοντική ζημία ενδέχεται να ανέλθει σε πολύ υψηλά επίπεδα» επισημαίνει η Ε. Παπασπυροπούλου. «Οι επιχειρήσεις καλούνται πλέον να συνυπολογίσουν έναν επιπλέον κίνδυνο, ενσωματώνοντας την περιβαλλοντική διαχείριση στο πλαίσιο της γενικότερης διαχείρισης του κινδύνου τους. Η περιβαλλοντική επισφάλεια αποτελεί επίσης παράγοντα αξιολόγησης της βιωσιμότητας μιας επιχείρησης ή μιας επένδυσης, και κατ’ επέκταση επηρεάζει τη χρηματοδότηση/δανειοδότηση από τράπεζες και επενδυτές.

Η ασφαλιστική κάλυψη έρχεται να χρηματοδοτήσει αυτόν τον κίνδυνο, αποζημιώνοντας τις οικονομικές απώλειες που επωμίζονται οι επιχειρήσεις. Όμως, πλέον αυτού, η ασφαλιστική εταιρεία συμβάλλει ουσιαστικά στην αποφυγή της ζημίας, καθώς λειτουργεί προληπτικά, συνιστώντας ή και επιβάλλοντας στην επιχείρηση μέτρα προστασίας και βελτίωσης της λειτουργίας της. Στην HDI-Gerling δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάλυση κινδύνου και τις στρατηγικές ενεργητικής πρόληψης και αποφυγής ζημιών. Η εταιρεία παρέχει στους πελάτες υπηρεσίες εξειδικευμένης διαχείρισης κινδύνου, με τη συμβολή έμπειρων στελεχών Risk Engineers». Όσον αφορά την υποχρεωτικότητα της ασφάλισης τονίζει ότι με βάση το Προεδρικό Διάταγμα 148/2009 είναι υποχρεωτική η υπαγωγή των επικίνδυνων δραστηριοτήτων σε σύστημα χρηματοοικονομικής ασφάλειας με προϋπόθεση όμως την έκδοση των σχετικών Υπουργικών Αποφάσεων. «Επομένως, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και η ασφαλιστική αγορά βρίσκονται σε αναμονή των εξελίξεων σε ό,τι αφορά την υποχρεωτική ασφάλιση. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, ασχέτως της θέσπισης υποχρεωτικής ασφάλισης, η ευθύνη για περιβαλλοντικές ζημίες βαρύνει κάθε επιχείρηση, και επομένως οι επιχειρηματίες θα πρέπει να την υπολογίζουν κατά τον σχεδιασμό της ασφαλιστικής τους προστασίας».

Το ρίσκο που αναλαμβάνει μία επιχείρηση η οποία δεν ασφαλίζεται για περιβαλλοντικούς κινδύνους είναι μεγάλο, καθώς η αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, των οικοτόπων, των υδάτων και των προστατευόμενων ειδών στην κατάσταση που ήταν πριν την περιβαλλοντική ζημία απαιτεί συνήθως μεγάλες δαπάνες στις οποίες δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οι επιχειρήσεις και ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής ύφεσης όπου η πρόσβαση στη χρηματοδότηση είναι αρκετά περιορισμένη.

Ο Μ. Ιωαννίδης, μας αναφέρει ότι για να αντιληφθούμε το μέγεθος μιας περιβαλλοντικής ζημίας αρκεί να αναλογιστούμε τις συνέπειες που συνεπάγεται για μια επιχείρηση μια ενδεχόμενη ρύπανση: «Αφενός έχουμε ένα μεγάλο οικονομικό κόστος, καθώς η αποκατάσταση του περιβάλλοντος στην πρότερη κατάστασή του είναι μια διαδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρα, που ενδέχεται να κρατήσει ακόμη και χρόνια, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται στην οικονομική επιβάρυνση της επιχείρησης. Εξάλλου, υπάρχουν δεκάδες περιπτώσεις στις οποίες το Υπουργείο εφαρμόζει μέτρα αποκατάστασης έναντι του περιβάλλοντος με πολύ υψηλά κόστη για τις επιχειρήσεις αυτές.

Αφετέρου η εταιρεία θα κληθεί να διαχειριστεί μια σοβαρότατη κρίση επικοινωνιακής φύσης με ενδεχόμενες επιπτώσεις στους πελάτες και συνεργάτες της και φυσικά στις πωλήσεις της.

Υπό αυτό το πρίσμα δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως, πράγματι, η ασφάλιση έναντι περιβαλλοντικών κινδύνων μπορεί να προστατεύσει ουσιαστικά τη βιωσιμότητα μιας εταιρείας».

Ο Μάρκος Τρικούππης εκτιμά ως underwriter του κλάδου Αστικής Ευθύνης ότι «ο επιχειρηματίας αναλαμβάνει μεγάλο ρίσκο να λειτουργεί χωρίς ασφάλεια, από την στιγμή που από το Νόμο είναι πλέον η κάθε επιχείρηση υποχρεωμένη («ο ρυπαίνων πληρώνει») να επαναφέρει στην «πρότερη κατάσταση» το περιβάλλον μετά από κάποιο ατύχημα και δεδομένου του ιστορικού των ζημιών, το οποίο μας δείχνει το μέγεθος και την συχνότητα τέτοιων απαιτήσεων.

Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα από τον Ευρωπαϊκό χώρο από επιχειρήσεις που δυσκολεύτηκαν πολύ να συνεχίσουν την δραστηριότητά τους μετά από ένα τέτοιο ατύχημα και πολλά περισσότερα από εταιρείες που αναγκάστηκαν να κλείσουν. Οι μνήμες είναι ακόμα νωπές από την τεράστια περιβαλλοντική μόλυνση γνωστής πετρελαϊκής εταιρείας στον κόλπο του Μεξικού, η οποία της κόστισε εκατοντάδες δισεκατομμύρια όχι μόνο σε αποζημιώσεις, πρόστιμα, έξοδα καθαρισμού αλλά και σε πρώτη ύλη! Θα ήταν σημαντική παράλειψη να μην αναφερθούμε στις επακόλουθες συνέπειες στην τιμή της μετοχής της αλλά και στις αλλαγές στην δομή της εταιρείας». Βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου όπως μας λέει οι εταιρείες δεν είναι υποχρεωμένες να ασφαλιστούν μέχρι στιγμής, πέραν της συλλογής/μεταφοράς/αποθήκευσης επικίνδυνων αποβλήτων όπως περιγράφεται στο ΦΕΚ 383/28.03.2006.

«Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση αν προκύψει κάποιο περιστατικό η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να αποζημιώσει και να φροντίσει για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος. Επομένως θα πρέπει να μεριμνήσουν, τουλάχιστον, να αξιολογηθεί η έκθεση στον κίνδυνο μόλυνσης από εξειδικευμένα άτομα και στην συνέχεια να αποφασίσουν αν θα κάνουν ιδία κράτηση του κινδύνου ή θα προχωρήσουν σε ασφάλιση και με τι όρια ευθύνης/καλύψεις».

Κατά τον κ. Θ. Βασιλειάδη «μια επιχείρηση μπορεί να καταστεί υπεύθυνη για καταβολή του κόστους καθαρισμού, του κόστους αποζημίωσης υλικών ζημιών σε περιουσιακά στοιχεία τρίτων, των δαπανών αποκατάστασης τoυ περιβάλλοντος όπως ορίζει η ισχύουσα νομοθεσία, των εξόδων διακοπής εργασιών της ίδιας της εγκατάστασης καθώς και το ενδεχόμενο κόστος υπεράσπισης σε περίπτωση προσφυγών εναντίον της και αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε εκατομμύρια ευρώ αποτελώντας ένα δυνητικά καταστροφικό κίνδυνο για την επιχείρηση.

Η ασφάλιση ευθύνης έναντι του περιβάλλοντος περιορίζει την ασάφεια που εκ των πραγμάτων ενέχεται στην ασφάλιση της Γενικής Αστικής Ευθύνης (όπου συχνά εξαιρείται η ευθύνη έναντι τρίτων από περιστατικά ρύπανσης καθώς και τα κόστη καθαρισμού και αποκατάστασης του περιβάλλοντος) και ελαττώνει τα κενά στην κάλυψη. Το συμβόλαιο περιβαλλοντικής ρύπανσης ανταποκρίνεται στην Κοινοτική Οδηγία παρέχοντας κάλυψη για την προκληθείσα ρύπανση, για κόστος καθαρισμού και αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας». «Η Κοινοτική Οδηγία» προσθέτει ότι «αποτελεί την τελευταία νομοθετική πράξη για την εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» ενσωματωμένη στο ελληνικό δίκαιο με το Προεδρικό Διάταγμα 148. Με ημερομηνία αρχικής ενσωμάτωσης 27 Απριλίου 2007, η Οδηγία αποσκοπεί σε ένα κοινό νομικό πλαίσιο σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κύριο στόχο την πρόληψη και αποκατάσταση περιβαλλοντικής ρύπανσης. Πέραν του καθαρισμού του εδάφους και των υδάτων, οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί είναι πλέον υπεύθυνοι και για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας, περιλαμβάνοντας το κόστος για την επαναφορά των φυσικών οικότοπων και των προστατευόμενων ειδών στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν τη ρύπανση. Ωστόσο, στην Ελλάδα δεν έχει ακόμα παρθεί η κοινή υπουργική απόφαση με την οποία θα καθοριστεί η υποχρεωτικότητα της ασφάλισης»

 

Διεύρυνση εργασιών διαβλέπουν στελέχη της αγοράς

Περιθώρια ανάπτυξης του κλάδου διαβλέπουν οι άνθρωποι της ασφαλιστικής αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη πρώτον το ενδιαφέρον που δείχνουν σήμερα οι επιχειρήσεις τουλάχιστον ως προς το σκέλος της ενημέρωσής τους αλλά και την υπουργική απόφαση που κάποια στιγμή θα εκδοθεί και θα οδηγήσει σε διεύρυνση εργασιών. AIG, Εθνική Ασφαλιστική, HDI Gerling και B&Β Βασιλειάδης αναφέρονται στην πορεία του κλάδου το 2013 και την εξέλιξη του στο μέλλον:

– Μάρκος Τρικούππης: Το 2013 υπήρξε μια μικρή αυξητική τάση για τις εν λόγω ασφαλίσεις χωρίς όμως κάποια σημαντική μεταβολή. Από το 2009 και μετά, υπάρχει κάθε χρόνο μια μικρή αύξηση στο πλήθος των ασφαλιστηρίων που εκδίδονται αλλά χωρίς αξιοσημείωτες μεταβολές. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω θεωρούμε δεδομένη την ανάπτυξη αυτού του ασφαλιστικού προϊόντος, αυτό που χρειάζεται μόνο, είναι η αφύπνιση των επιχειρήσεων για τους κινδύνους που διατρέχουν!

– Μ. Ιωαννίδης: Οι επιχειρήσεις έχουν γνώση της έκθεσής τους σε περιβαλλοντικά θέματα ανάλογα με τη δραστηριότητά τους. Γνωρίζουν τις οικονομικές συνέπειες που έχει η διαδικασία αποκατάστασης του περιβάλλοντος, καθώς και το χρονικό διάστημα που πολλές φορές απαιτείται για την πραγματοποίησή της και ξέρουν τον αντίκτυπο που θα έχει στη συνέχιση των εργασιών τους. Ως εκ τούτου, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων που αναζητούν ασφαλιστική κάλυψη χωρίς να τους έχει επηρεάσει η καθυστέρηση της υπουργικής απόφασης για την υποχρέωση της κάλυψης.

– Ε. Παπασπυροπούλου: Το πεδίο εφαρμογής είναι ιδιαίτερα ευρύ, καθώς η κάλυψη απευθύνεται σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων και δεν αποτελεί μόνο αντικείμενο της (βαριάς) βιομηχανίας. Ουσιαστικά, αυτή τη στιγμή, τα ποσοστά ασφάλισης περιβαλλοντικών κινδύνων είναι αμελητέα και επομένως υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης του κλάδου.

Από την άλλη, για την ολοκληρωμένη κάλυψη του ασφαλισμένου, η ασφάλιση περιβαλλοντικών κινδύνων απαιτεί υψηλά όρια κάλυψης που λίγες ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να προσφέρουν στην Ελλάδα. Ο κίνδυνος από τη θέσπιση της υποχρεωτικής ασφάλισης είναι η προσφορά ασφαλιστικών προϊόντων από εταιρείες χωρίς προηγούμενη εμπειρία στην αξιολόγηση, τιμολόγηση και διαχείριση τέτοιου είδους κινδύνων.

Σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί από τους επιχειρηματίες και τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές στην επιλογή της ασφαλιστικής εταιρείας που θα μπορεί να διαχειριστεί βιώσιμα αυτούς τους κινδύνους.

Τέλος, σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη του κλάδου θα διαδραματίσει η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων: του κράτους, της αγοράς και των ίδιων των επιχειρήσεων οι οποίες θα πρέπει να ευαισθητοποιηθούν και να προχωρήσουν σε ουσιαστική αξιολόγηση των ευρύτερων περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη λειτουργία τους.

– Θ. Βασιλειάδης: Υπάρχει συνεχώς αυξανόμενη τάση αιτημάτων για κάλυψη των περιβαλλοντικών κινδύνων παρότι εκκρεμεί ακόμη η υποχρεωτικότητα της ασφάλισης. Η εφαρμογή της υποχρεωτικότητας είναι σίγουρο ότι θα δημιουργήσει πεδίο μεγάλης ανάπτυξης του κλάδου