Οι πλημμύρες τα πιο καταστροφικά φαινόμενα για το 2013

Σύμφωνα με τη Munich Re, oι καταστροφές που υπέστησαν οι υποδομές, το έδαφος, τα δίκτυα και οι επιχειρήσεις από σεισμούς, χαλάζι, πλημμύρες και συναφή φαινόμενα, ανέρχονται σε 45 δισ. δολ.

Το ήμισυ των φυσικών φαινομένων που έπληξαν τον πλανήτη, τόσο σε επίπεδο οικονομικών όσο και ασφαλισμένων απωλειών, αποτέλεσαν οι πλημμύρες στο πρώτο εξάμηνο του 2013. Περίπου το 47% του συνολικού κόστους αποκατάστασης των φυσικών καταστροφών και το 45% των αποζημιώσεων που κατέβαλαν για φυσικά φαινόμενα οι ασφαλιστικές εταιρείες αφορούν πλημμύρες που σημειώθηκαν στην Ευρώπη, τον Καναδά, την Ασία και την Αυστραλία.

Σύμφωνα με τη Munich Re, oι καταστροφές που υπέστησαν οι υποδομές, το έδαφος, τα δίκτυα και οι επιχειρήσεις από σεισμούς, χαλάζι, πλημμύρες και συναφή φαινόμενα, ανέρχονται σε 45 δισ. δολ. (ποσό μειωμένο σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας, που φτάνει τα 85 δισ. δολ.) και οι ασφαλισμένες απώλειες άγγιξαν τα 13 δισ. δολ. (μέσος όρος δεκαετίας: 22 δισ. δολ.).

 Μέχρι στιγμής, οι πιο δαπανηρές καταστροφές κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους ήταν οι πλημμύρες στη νότια και την ανατολική Γερμανία και τα γειτονικά κράτη, κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο, που οδήγησαν σε ζημίες άνω των 12 δισ. ευρώ και σε αποζημιώσεις της τάξης των 3 δισ. ευρώ. Ο κύριος όγκος των ασφαλιστικών αποζημιώσεων, ωστόσο, αφορούσε τη Γερμανία.

Όπως αναφέρει Torsten Jeworrek, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Munich Re, «η συχνότητα των πλημμυρών στη Γερμανία και την κεντρική Ευρώπη έχει αυξηθεί από το 1980. Ωστόσο, μπορούμε να περιορίσουμε τις οικονομικές επιπτώσεις του φαινομένου». Κατά κύριο λόγο η Πολιτεία και κατά δεύτερο οι πολίτες πρέπει να αντιληφθούν τους κινδύνους από τις πλημμύρες και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές στους ποταμούς, ώστε τα κύματα των πλημμυρών να μην προκαλούν σοβαρές ζημιές, και να ληφθούν μέτρα για τις βιομηχανικές εκτάσεις ή τις κατοικημένες περιοχές. Επίσης, προσθέτει ότι οι πολιτικοί δεν θα πρέπει να προσανατολίζονται στη δημιουργία ταμείων έκτακτης ανάγκης για τις καταστροφές, αλλά θα πρέπει να δράσουν με μεγαλύτερη προνοητικότητα και να συνεργαστούν με γειτονικά κράτη για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

Οι πλημμύρες στη Γερμανία και τις γειτονικές χώρες στα ανατολικά προκλήθηκαν από χαμηλή πίεση στην ατμόσφαιρα σε όλη την κεντρική Ευρώπη, αντλώντας υγρό αέρα από την περιοχή της Μεσογείου και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Σε ορισμένα μέρη έπεσαν έως και 400 λίτρα βροχής ανά τετραγωνικό μέτρο μέσα σε λίγες ημέρες. Δεδομένου του ότι το έδαφος ήταν ήδη κορεσμένο από τις βροχοπτώσεις της άνοιξης για 50 χρόνια, το νερό της βροχής ρέει κατευθείαν στα ποτάμια. Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη πλημμύρα της Βαυαρίας και της Ανατολικής Γερμανίας, η οποία υπερέβη σημαντικά τα επίπεδα που είχε φτάσει το νερό το 2002 στον Δούναβη και τον Έλβα.

Στο Passau, στη συμβολή του Δούναβη, του Inn και του Ilz, καταγράφηκε η υψηλότερη στάθμη από το 1501. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι χάρη στην προνοητικότητα για τον έλεγχο των πλημμυρών, λιγότερα αναχώματα στο ανώτερο τμήμα του Έλβα κατέρρευσαν σε αντίθεση με το 2002.

Στο Magdeburg, οι πλημμύρες έφθασαν σε επίπεδα – ρεκόρ. Συνολικά, περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Σε γειτονικές χώρες, όπως η Τσεχική Δημοκρατία και η Αυστρία, οι πλημμύρες προκάλεσαν επίσης μεγάλες απώλειες, αν και σε αντίθεση με το 2002, το κέντρο της παλιάς πόλης δεν υπέστη μεγάλες ζημίες. Οι πλημμύρες στη Σλοβακία και την Ουγγαρία ήταν περιορισμένες, παρά την ισχυρή βροχόπτωση.
Επίσης, στην Μπρατισλάβα και τη Βουδαπέστη τα μέτρα ελέγχου αποδείχτηκαν αποτελεσματικά και οι μόνες ζημιές που σημειώθηκαν ήταν οι πλημμυρισμένοι δρόμοι κοντά στο ποτάμι.

Ο κ. Peter Hoppe, επικεφαλής της Ερευνητικής Μονάδας της Munich Re, ανέφερε πως «είναι προφανές ότι οι ημέρες με τις καιρικές συνθήκες που οδηγούν σε τέτοιες πλημμύρες γίνονται όλο και πιο συχνές. Επίσης οι βροχοπτώσεις παραμένουν πλέον σταθερές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το καλοκαίρι να αυξάνεται ο κίνδυνος παρατεταμένου καύσωνα και περιόδων ξηρασίας».

 Η συζήτηση και η έρευνα για τα ακραία καιρικά φαινόμενα εστιάζεται σήμερα σε μεγάλο βαθμό στις κλιματικές αλλαγές. Όπως επεσήμανε ο Hoppe, αναμφίβολα, η μεταβολή του κλίματος παίζει ρόλο στα φαινόμενα αυτά, ωστόσο δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με βάση αυτά.

Το δεύτερο πιο ζημιογόνο φαινόμενο που καταγράφηκε, ήταν οι ανεμοστρόβιλοι που έπληξαν τις ΗΠΑ μεταξύ 18 και 22 Μαΐου. Την 21η Μαΐου, ένας ανεμοστρόβιλος της κατηγορίας 5 (μέγιστη δύναμη) έπληξε την περιοχή Moore, ένα προάστιο της Οκλαχόμα. Οι ανεμοστρόβιλοι κορυφώθηκαν, με ταχύτητες ανέμου που έφτασαν έως και τα 300 χιλιόμετρα ανά ώρα και, σύμφωνα με τους ειδικούς, ήταν ασυνήθιστα μεγάλοι, με πλάτος σχεδόν δύο χιλιόμετρα.

Η επέλαση των ανεμοστρόβιλων είχε καταστροφικά αποτελέσματα: πάνω από 1.000 κτήρια καταστράφηκαν ολοσχερώς, μεταξύ των οποίων επτά σχολεία και ένα νοσοκομείο. Είκοσι έξι άνθρωποι σκοτώθηκαν και πάνω από 370 τραυματίστηκαν. Οι συνολικές οικονομικές απώλειες ανέρχονται σε περισσότερο από 3 δισ. δολ., εκ των οποίων περίπου το 1,5 δισ. αφορούσε σε ασφαλισμένες απώλειες.

Σοβαρές επιπτώσεις είχαν επίσης οι πλημμύρες που σημειώθηκαν στην καναδική επαρχία της Αλμπέρτα, οι οποίες είναι ίσως και οι χειρότερες που έχει βιώσει η περιοχή. Στις 19 Ιουνίου ξεκίνησαν ισχυρές βροχές, με αποτέλεσμα μέσα σε μία μέρα το νερό να φτάσει τα 200 λίτρα ανά τετραγωνικό μέτρο. Το φαινόμενο συνέπεσε με το λιώσιμο του χιονιού και οδήγησε στο να συγκεντρωθεί τριπλάσια ποσότητα νερού στον ποταμό Bow από ό,τι κατά τη διάρκεια των πλημμυρών του 2005.

Στην ευρύτερη περιοχή, περίπου 75.000 άνθρωποι εκκένωσαν τις οικίες τους, για λόγους ασφαλείας, και πολλοί δρόμοι πλημμύρισαν. Οι αρχικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι η συνολική οικονομική απώλεια θα υπερβεί τα 3 δισ. δολ., ενώ οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις θα φτάσουν στο ένα δισ. δολ.

 Σε επίπεδο ανθρώπινων ζωών, η χειρότερη καταστροφή ήταν οι πλημμύρες στη βόρεια Ινδία και το Νεπάλ, που αποτελούσαν συνέπεια των εξαιρετικά πρόωρων και έντονων βροχοπτώσεων των μουσώνων. Εκατοντάδες δρόμοι και γέφυρες παρασύρθηκαν μακριά, καθιστώντας το έργο των σωστικών συνεργείων ιδιαίτερα δύσκολο, και περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν.