Με τη σφραγίδα της ΤτΕ φως για τις ιδιωτικές συντάξεις

Μελέτη που θα προσδιορίζει και θα αναλύει όλα τα δυνατά συστήματα αναμόρφωσης του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης, αλλά και θα περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι ασφαλιστικές εταιρίες θα αποκτήσουν ενεργό ρόλο για την εγγύηση των μελλοντικών συντάξεων, καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος.

 Στις προθέσεις της Εποπτικής Αρχής, όπως τουλάχιστον αναφέρουν πληροφορίες του iw, είναι να θέσει μέσα στους επόμενους μήνες σε διαβούλευση το πλαίσιο βάσει του οποίου θα αναμορφωθεί το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας, με την προοπτική οι όποιες αλλαγές να ισχύσουν από το 2014, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι αυτές θα γίνουν αποδεκτές από την κυβέρνηση και θα ψηφιστούν από τη Βουλή.

 Η αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας αποτέλεσε εξάλλου ένα από τα κύρια ζητήματα τα οποία μνημόνευσε η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία της έκθεση, επισημαίνοντας την ανάγκη που υπάρχει οι ασφαλιστικές εταιρείες να αναλάβουν το ρόλο που έχει η ιδιωτική ασφάλιση για τις συντάξεις σε άλλες εθνικές αγορές, μέσω του 2ου πυλώνα ασφάλισης – των επαγγελματικών ταμείων.

 Σύμφωνα με πηγές του iw,  στο νέο καθεστώς θα μπορεί να προσφεύγει όποιος το επιθυμεί εθελοντικά, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα και μια σειρά κινήτρων – κατά κύριο λόγο φορολογικών.

 Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι συμμετοχή στο νέο ασφαλιστικό καθεστώς δεν θα έχουν όλες οι ασφαλιστικές εταιρείες. Η μελέτη θα προβλέπει προϋποθέσεις βάσει των οποίων μια ασφαλιστική θα μπορεί να αναπτύσσεται μέσω του 2ου πυλώνα ασφάλισης και να εγγυάται τις συντάξεις του μέλλοντος.

 Κύριο χαρακτηριστικό δε, του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης, θα είναι ο συμπληρωματικός του ρόλος στην κοινωνική ασφάλιση.
 Η Τράπεζα της Ελλάδος έκρινε σκόπιμο να κινήσει τη σχετική διαδικασία καταρχήν διότι η αναμόρφωση του ασφαλιστικού και η ενεργή συμμετοχή των ασφαλιστικών εταιρειών στο υπό διαμόρφωση καθεστώς αποτελούν μνημονιακή δέσμευση της Ελλάδος έναντι της τρόικα, και κατά δεύτερον διότι λόγω της παρατεταμένης ύφεσης η κοινωνική ασφάλιση εμφανίζει ήδη σημάδια κατάρρευσης, με το κράτος να περιορίζει δραματικά τον κοινωνικό του ρόλο.
 Πως αντιλαμβάνεται όμως η ΤτΕ το νέο συνταξιοδοτικό πλαίσιο. Στην τελευταία της έκθεση αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: 

-       Στην Ελλάδα, παρότι το ασφαλιστικό σύστημα προβλέπει θεσμικά και τους τρεις ασφαλιστικούς πυλώνες (κοινωνική, επαγγελματική και ιδιωτική ασφάλιση), οι συντάξεις παρέχονται σχεδόν αποκλειστικά από φορείς δημόσιου χαρακτήρα μέσω του πρώτου πυλώνα.

-       Η περιορισμένη ανάπτυξη του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα μπορεί να αποδοθεί τόσο σε υστέρηση από την πλευρά της ζήτησης όσο και σε θεσμικές αγκυλώσεις που δρουν ανασταλτικά από την πλευρά της προσφοράς.

-       Σύμφωνα με τους Mylonas and de la Maisonneuve, οι ασφαλιστικές εταιρίες στην Ελλάδα αποδίδουν την περιορισμένη ζήτηση ιδιωτικής ασφάλισης στην αναλογιστική γενναιοδωρία του πρώτου πυλώνα.

-       Η ανάγκη ενίσχυσης της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος οδήγησε ―με μεγάλη καθυστέρηση― στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2010, η οποία περιόρισε σημαντικά τη γενναιοδωρία του πρώτου πυλώνα.
-       Το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης εκτιμάται ότι θα περιοριστεί κατά μέσο όρο σε 48,5% την περίοδο 2020-2060, έναντι 95,7% πριν από την ασφαλιστική μεταρρύθμιση.
-       Ελλείψει άλλων πηγών εισοδήματος, το μειωμένο ποσοστό αναπλήρωσης του πρώτου πυλώνα θα οδηγεί κάτω από το όριο της σχετικής ένδειας όσους κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου λάμβαναν μέχρι και 1,2 φορές το διάμεσο εισόδημα.

-       Η διασφάλιση της επάρκειας των μελλοντικών συντάξεων προϋποθέτει αυξημένο ρόλο για το δεύτερο και τον τρίτο πυλώνα και προαπαιτεί υψηλή συμμετοχή, υψηλές εισφορές και επαρκείς αποδόσεις.

-       Η μειωμένη γενναιοδωρία του πρώτου πυλώνα δημιουργεί προϋποθέσεις για ενίσχυση της μέχρι σήμερα περιορισμένης ζήτησης ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.

-       Εντούτοις, η διεθνής εμπειρία έχει αναδείξει μια σειρά από παράγοντες που ενδέχεται να υπονομεύσουν την αποτελεσματική αξιοποίηση της ιδιωτικής και της επαγγελματικής ασφάλισης, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για προσεκτικό σχεδιασμό.

-       Στην περίπτωση της Ελλάδος, η προσφορά ασφαλιστικής κάλυψης μέσω του δεύτερου πυλώνα προσκρούει σε τρία βασικά εμπόδια:
1.                    στο ασταθές, άνευ κινήτρων, φορολογικό καθεστώς που αντιμετωπίζουν οι εργοδότες,
2.                    στο υψηλό ποσοστό μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες θεσμικά δεν έχουν τη δυνατότητα ίδρυσης ταμείου επαγγελματικής ασφάλισης, και
3.                    στις γραφειοκρατικές διαδικασίες που αντιμετωπίζουν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις. 

-       Στο βαθμό που η συμμετοχή σε συνταξιοδοτικά προγράμματα δεύτερου και τρίτου πυλώνα παραμένει εθελοντική, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η κάλυψη του ενεργού πληθυσμού κυμαίνεται μεταξύ 13% και 50%, ενώ μικρότερα ποσοστά συμμετοχής καταγράφονται στους νέους, τα χαμηλότερα εισοδήματα και τους μερικώς ή ευκαιριακά απασχολούμενους.

-       Σύμφωνα με τις συστάσεις του ΟΟΣΑ, η ενίσχυση των φορολογικών κινήτρων για αποταμίευση ή/και η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση της συμμετοχής σε εθελοντικά συνταξιοδοτικά προγράμματα. Εντούτοις, όπως επισημαίνουν οι Antolin et al., οι φορολογικές ελαφρύνσεις δεν αποτελούν ισχυρό κίνητρο για τα χαμηλά εισοδήματα, γεγονός που έχει οδηγήσει χώρες όπως η Τσεχία, η Γερμανία, το Μεξικό και η Νέα Ζηλανδία σε στοχευμένες επιδοτήσεις της ιδιωτικής ασφάλισης. Στη Γερμανία εφαρμόζονται από το 2001 τα προγράμματα Riester, τα οποία προσφέρουν συνδυασμό φοροελαφρύνσεων και επιδότησης που κυμαίνονται ανάλογα με το ύψος των εισφορών.

-       Στην Ελλάδα, η πρόσφατη κατάργηση των φοροαπαλλαγών που αφορούν την ιδιωτική ασφάλιση (Ν. 4110/2013) κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το μέτρο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο μιας γενικής κατάργησης φοροαπαλλαγών με βραχυπρόθεσμα δημοσιονομικά κριτήρια, αλλά η διεθνής εμπειρία θέτει εν αμφιβόλω τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ρύθμισης σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.

-       Η υποχρεωτική (Αυστραλία, Χιλή) ή ημιυποχρεωτική συμμετοχή (Δανία, Ολλανδία) σε συνταξιοδοτικά προγράμματα δεύτερου και τρίτου πυλώνα διασφαλίζει σημαντικά υψηλότερη κάλυψη, που προσεγγίζει το 70% του ενεργού πληθυσμού. • Εντούτοις, σε χώρες με εκτεταμένη παραοικονομία η υποχρεωτική εγγραφή δεν αρκεί. Παρά το γεγονός ότι στη Χιλή και το Μεξικό εξασφαλίζονται υψηλά ποσοστά εγγραφής (73,7% και 57,7% αντίστοιχα), το ποσοστό όσων εισφέρουν ενεργά κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου είναι και στις δύο περιπτώσεις περίπου 40 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερο. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται σε μικρότερη έκταση στο δεύτερο πυλώνα.

-       Εναλλακτικά, στην Ιταλία, τη Ν. Ζηλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο κ.ά. έχει επιλεγεί η αυτόματη εγγραφή (auto-enrolment) με δικαίωμα αποχώρησης. Στην περίπτωση της Ν. Ζηλανδίας, τα προγράμματα Kiwisaver έχουν οδηγήσει σε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά κάλυψης που προσεγγίζει το 55%, με περιορισμένες αποκλίσεις ανά εισοδηματική κλίμακα ή ηλικιακή κατηγορία.

-       Καθοριστική σημασία για την επιτυχή εφαρμογή τόσο της υποχρεωτικής όσο και της αυτόματης εγγραφής έχει ο σχεδιασμός του βασικού ασφαλιστικού προϊόντος (default scheme). Σύμφωνα με τον Rinaldi, η περιορισμένη αποτελεσματικότητα της αυτόματης εγγραφής στην Ιταλία κατά την πρώιμη περίοδο εφαρμογής της αποδίδεται στον πολύ συντηρητικό χαρακτήρα του βασικού συνταξιοδοτικού προγράμματος, το οποίο είχε περιορισμένη απήχηση στους νέους εργαζομένους.

-       Όπως τονίζει ο ΟΟΣΑ,η ανάγκη για υψηλή συμμετοχή στο δεύτερο και τρίτο πυλώνα δεν είναι η μόνη πρόκληση για την εξασφάλιση επάρκειας. Εξίσου σημαντική είναι και η διαχείριση του διοικητικού κόστους αλλά και του επενδυτικού κινδύνου που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουν τα νέα συνταξιοδοτικά σχήματα.

-       Η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων έχει καταδείξει την ανάγκη αναθεώρησης και προσαρμογής του θεσμικού πλαισίου και του ρόλου των εποπτικών αρχών, με σκοπό την αποτελεσματική προστασία των ασφαλισμένων.-       Τέλος, η προσπάθεια ενίσχυσης της ιδιωτικής ασφάλισης έχει επίσης μια σημαντική μακροοικονομική και χρηματοοικονομική διάσταση. Όπως επισημαίνει ο Daykin, η ενίσχυση του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα δεν συνεπάγεται απαραίτητα αύξηση της συνολικής αποταμίευσης, καθώς ενδέχεται να απορροφήσει πόρους από παραδοσιακούς φορείς ιδιωτικής αποταμίευσης, όπως το τραπεζικό σύστημα.