Ανασφάλιστες ζημιές 168 δις δολάρια

Οι μεγάλες φυσικές καταστροφές που έχουν λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια αποκαλύπτουν μια ανησυχητική διαφορά ανάμεσα στο συνολικό κόστος που έχουν τα καταστροφικά αυτά φαινόμενα και το ποσοστό των ασφαλισμένων κινδύνων.
Σύμφωνα με την έκθεση Lloyd’s Global Underinsurance 2012, που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2012, εμφανίζεται ετησίως ένα ασφαλιστικό κενό που ξεπερνά τα 168 δισ. δολ. Γι’ αυτό το λόγο οι Lloyd’s καλούν τις κυβερνήσεις, τους ασφαλιστές και τις επιχειρήσεις να αναλάβουν δράση ώστε να «καλύψουν» αυτό το ασφαλιστικό κενό.

Η έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από τους Lloyd’s και διενεργήθηκε από το Centre for Economic and Business Research, αναλύει στοιχεία από 42 χώρες και ορίζει το «κενό» σαν τη διαφορά μεταξύ του ελάχιστου επιπέδου αναγκαίας κάλυψης και του πραγματικού επιπέδου ασφαλιστικής κάλυψης που διαθέτουν οι επιχειρήσεις για να ανακάμψουν μετά από μια μεγάλη καταστροφή. 

Το 2011 αποτέλεσε το δεύτερο κατά σειρά ακριβότερο έτος για την ασφαλιστική βιομηχανία, καθώς για τους σεισμούς, τις πλημμύρες, τις καταιγίδες, τα τσουνάμι και τα άλλα φυσικά φαινόμενα που έλαβαν χώρα η βιομηχανία πλήρωσε περισσότερα από 116 δισ. (σύμφωνα με τη Swiss Re Sigma). Ωστόσο, αν σκεφτούμε ότι οι συνολικές απώλειες κατέγραψαν ρεκόρ αυτό το έτος φτάνοντας στα 370 δισ. δολ., η ασφαλιστική βιομηχανία κάλυψε λιγότερο από το ένα τρίτο των απωλειών. 

Στην περίπτωση της Ιαπωνίας, για παράδειγμα, από το ποσό των 210 δισ. δολ., στο οποίο εκτιμώνται οι συνολικές ζημίες που προκάλεσαν ο σεισμός και το τσουνάμι, υπολογίζεται ότι μόνο 35 δισ. δολ. ήταν οι ασφαλισμένες απώλειες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Aon Benfield, οι προσωπικές ασφαλισμένες απώλειες κυμαίνονταν γύρω στα 20 δισ. δολ., ενώ οι εμπορικές και επιχειρηματικές ασφαλισμένες απώλειες ανήλθαν στα 8 δισ. δολ. 

«Σε παγκόσμιο επίπεδο το ασφαλιστικό έλλειμμα που παρατηρείται το 2011 εκτιμάται ότι ανέρχεται σε πάνω από 250 δισ. δολ.», αναφέρει ο Dr Kurt Karl, οικονομικός διευθυντής στη Swiss Re. «Επίσης φαίνεται πως τόσο οι αναπτυσσόμενες όσο και οι ανεπτυγμένες οικονομίες μπορεί να είναι υποασφαλισμένες. 

Ο σεισμός στην Ιαπωνία, το πιο κοστοβόρο φυσικό φαινόμενο όλων των εποχών, έφερε στην επιφάνεια το γεγονός ότι η ασφαλιστική διείσδυση στις καλύψεις για σεισμούς στην Ιαπωνία βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, παρά το ότι σαν περιοχή είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένη στον κίνδυνο αυτό. 

Σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία αυτή η οικονομική έκθεση πρέπει να καλυφθεί. «Μετά από τους καταστροφικούς σεισμούς στην Ιαπωνία και τη Νέα Ζηλανδία και τις μεγάλες πλημμύρες στην Ταϊλάνδη και την Αυστραλία, οι επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών είναι πλέον σαφείς», αναφέρει ο επιχειρησιακός επικεφαλής των Lloyd’s, κ. Richard Ward. «Είναι ανάγκη οικονομίες σε όλο τον κόσμο να εξετάσουν την ετοιμότητά τους εφόσον έχουν σκοπό να αντιμετωπίσουν το ξέσπασμα φαινομένων που καθίστανται περισσότερο ακριβά και συχνά».

Η έκθεση στις αναδυόμενες αγορές

Οι πιο εκτεθειμένες περιοχές είναι οι χώρες που δυνητικά οι καταστροφές μπορεί να είναι μεγάλες και τα επίπεδα ασφάλισης χαμηλά. Στην περίπτωση αυτή ο φορολογούμενος αναλαμβάνει να αποκαταστήσει ένα μεγάλο μέρος των απωλειών. «Όταν δεν υπάρχει ασφάλιση, το κόστος της ανοικοδόμησης επωμίζονται οι κυβερνήσεις, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα και συχνά τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις», αναφέρει ο Karl. 

Αρκετές, αλλά όχι όλες, από τις εκτεθειμένες χώρες αφορούν σε αναδυόμενες αγορές. Αν αναπτύσσονται ταχύτατα, διατίθενται αυξανόμενα περιουσιακά κεφάλαια σε κίνδυνο, ωστόσο η ασφαλιστική διείσδυση παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
«Το κενό ανάμεσα στις συνολικές και τις ασφαλισμένες απώλειες μπορεί να είναι σημαντικό σε χώρες με μικρομεσαίο κατά κεφαλήν εισόδημα, όπου το μέγεθος των απωλειών από μια καταστροφή μπορεί να υπερβαίνει τις δυνατότητες της Πολιτείας να αναλάβει το ρόλο του ασφαλιστή ως έσχατη λύση», προσθέτει ο Karl. 

Σύμφωνα με τον κ. Eugene Gurenko, Senior Insurance Officer στην Παγκόσμια Τράπεζα, υπάρχουν διάφορες αιτίες για τα χαμηλά επίπεδα διείσδυσης της ιδιωτικής ασφάλισης. Πρώτον, υπάρχει έλλειψη επενδύσεων στη δομή της αγοράς –όπως για παράδειγμα στα μοντέλα κινδύνων και στη διαχείριση των αποζημιώσεων- που θα επέτρεπαν σε μια βιώσιμα αντασφαλιστική ή ασφαλιστική αγορά να αναπτυχθεί. 

Άλλοι λόγοι συνδέονται με χαμηλά επίπεδα επίγνωσης και ετοιμότητας για τους κινδύνους των καταστροφικών γεγονότων. «Οι πολίτες δεν γνωρίζουν τον κίνδυνο και παρακολουθούν τις κυβερνήσεις να εφαρμόζουν πολιτικές μη ευνοϊκές ως προς το να ενθαρρύνουν τους πολίτες να αγοράσουν ασφαλιστική κάλυψη, όπως ad hoc επιδοτήσεις για φυσικές καταστροφές», αναφέρει ο Gurenko. «Οι κυβερνήσεις πρέπει να ανησυχούν γι’ αυτό» δηλώνει. «Όταν υπάρχει απουσία ορθώς ανεπτυγμένων ασφαλιστικών αγορών για αυτούς τους κινδύνους οι κυβερνήσεις θα είναι εκ των πραγμάτων ο μόνος αντασφαλιστής για αυτές τις απώλειες. Και μετά από ένα μεγάλο καταστροφικό γεγονός είναι ευρέως γνωστό ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να μην επωμιστούν τις συνέπειες (η Χιλή είναι 23η στην παγκόσμια κατάταξη για ασφαλιστική διείσδυση στην έκθεση των Lloyd’s). 

Αντιθέτως, ο σεισμός που χτύπησε την Αϊτή τον Ιανουάριο του 2010 ήταν καταστροφικός σε επίπεδο ανθρώπινων ζωών, καθώς σκότωσε 316.000 άτομα και άφησε παραπάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες άστεγους. Αν και ο σεισμός δεν ήταν πολύ ισχυρός, καθώς άγγιξε τους 7 βαθμούς της κλίμακας ρίχτερ, ωστόσο κατέστρεψε μία από τις φτωχότερες χώρες προκαλώντας οικονομικές απώλειες που εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 8 δισ. δολ.

Επικίνδυνα υποασφαλισμένες χώρες

Σύμφωνα με την έρευνα των Lloyd’s, 17 από τις 42 χώρες που συμπεριλήφθησαν στην έκθεση είναι σε μεγάλο βαθμό υποασφαλισμένες, ενώ 15 χώρες είναι ανεπαρκώς ασφαλισμένες σε σχέση με τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Όπως προκύπτει από την έρευνα, το Μπαγκλαντές, η Κίνα, το Βιετνάμ και η Ινδονησία μπορεί να έρθουν αντιμέτωπες με μεγάλες, μη ασφαλισμένες, απώλειες μετά από μια φυσική καταστροφή. 

Σε νομισματικούς όρους η Κίνα είναι με διαφορά η πιο υποασφαλισμένη χώρα, με 79,57 δισ. δολ. ή το 47% της συνολικής υποασφάλισης. 

Με την εκρηκτική ανάπτυξη και τη ραγδαία αστικοποίηση που παρουσιάζει η έκθεση της χώρας σε απώλειες που μπορεί να προέλθουν από σεισμούς, καταιγίδες και πλημμύρες να αυξάνονται συνεχώς. Μέχρι σήμερα μόνο το 1,4% των απωλειών από το 2004 έως το 2011 ήταν ασφαλισμένο. Το Μάιο του 2008 η επαρχία Sichuan μετά από σεισμό υπέστη μαζική καταστροφή και απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Το κόστος του σεισμού εκτιμάται ότι έφτασε τα 125 δισ. δολ. και μόνο ένα μέρος, το 0,3% αυτού του ποσού (366 εκατ. δολ.), υπολογίζεται ότι ήταν οι ασφαλισμένες απώλειες. 

Η αύξηση της ασφαλιστικής διείσδυσης είναι μόνο ένα μέρος της «μάχης». Τα ασφαλιστικά προϊόντα πρέπει να πωλούνται στο κατάλληλο κόστος με βάση τον κίνδυνο έτσι ώστε να οικοδομηθεί η αναγκαία ικανότητα για την καταβολή των αποζημιώσεων.
Τα δεδομένα και τα μοντέλα καταστροφών είναι επίσης αναγκαία ώστε να βοηθήσουν τους ασφαλιστές να εκτιμήσουν τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν. Ένα από τα πράγματα που μας δίδαξαν οι καταστροφές στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού ήταν ότι μπορεί να υποτιμήσουμε έναν πιθανό κίνδυνο και την έκθεση που αυτός κρύβει. Οι πλημμύρες στην Ταϊλάνδη οι οποίες κόστισαν στις ασφαλιστικές εταιρείες 12 δισ. δολ. και προκάλεσαν οικονομικές απώλειες της τάξεως των 46 δισ., είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. 

Αυτό που συνέβη ήταν ότι υπήρξε συσσώρευση βιομηχανικών πάρκων σε μία ζώνη που θεωρούνταν ότι δεν είναι «επιρρεπής» στις πλημμύρες, το οποίο δήλωνε και η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης», αναφέρει ο Mark Newman, επιχειρησιακός επικεφαλής στην Catlian Asia Pacific. «Αν κοιτούσαμε αρκετά πίσω, υπάρχουν ιστορικά αποδεικτικά στοιχεία που μαρτυρούν ότι κάποιες από αυτές τις περιοχές έχουν πλημμυρίσει στο παρελθόν», λέει ο Newman. «Ωστόσο δεν δημιουργήθηκε ζήτημα, καθώς τα μεγάλα βιομηχανικά πάρκα δεν είχαν κατασκευαστεί εκείνη την περίοδο. Αλλά το ότι δεν συνέβη στο παρελθόν ή το ότι δεν έχει χαραχτεί στη μνήμη της τρέχουσας αγοράς, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί ή ότι δεν θα συμβεί. Θα έπρεπε να το προβλέψουμε και να εκτιμήσουμε τι θα συμβεί στο μέλλον», συμπληρώνει. «Πρόκειται για έναν τομέα όπου οι εταιρείες μοντελοποίησης και οι διαχειριστές κινδύνου θα πρέπει να φανούν εξυπνότεροι και να σκεφτούν το πρωτοφανές και το απροσδόκητο που μπορεί να συμβεί».

Γεφυρώνοντας το κενό

Οι Lloyd’s καλούν τις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και τις ασφαλιστικές εταιρείες να συνεργαστούν όλες μαζί για να αντιμετωπίσουν το καταστροφικό «έλλειμμα» που παρατηρείται. Προτείνουν οι επιχειρήσεις να προετοιμαστούν για το χειρότερο ενδεχόμενο πιο αποτελεσματικά, να διασφαλίσουν την προστασία των αλυσίδων τροφοδοσίας, να είναι έτοιμες για έκτακτους κινδύνους και να έχουν επαρκή χρηματοδότηση σε περίπτωση κινδύνου. 

Οι κυβερνήσεις πρέπει να ανοίξουν τις αγορές τους στην ιδιωτική ασφάλιση και να επενδύσουν περισσότερα κεφάλαια σε μέτρα περιορισμού των καταστροφών, όπως αντιπλημμυρικά έργα και παράκτιους φράχτες. «Η εμπλοκή της κυβέρνησης είναι αναπόφευκτη, είτε αφορά σε επίπεδο ρυθμιστικών κανόνων είτε σε επίπεδο πολιτικής στρατηγικής όταν πρόκειται για επιδοτήσεις μετά το καταστροφικό γεγονός», αναφέρει ο Gurenko. «Είναι επίσης βασικό η κυβέρνηση να παρέχει ισχυρά κίνητρα ώστε οι πολίτες να αγοράζουν ασφαλιστικές καλύψεις και να τους εκπαιδεύει για να αντιλαμβάνονται ότι ο κίνδυνος ενυπάρχει. Πρέπει επίσης να τους ενημερώνει για το τι μέτρα πρέπει να ληφθούν ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος με υπεύθυνο τρόπο». 

Όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες, τους έχει ζητηθεί να αναλάβουν ασυνήθιστους και νέους κινδύνους σε άγνωστες περιοχές. Αυτό προϋποθέτει τη συλλογή στοιχείων και τη μοντελοποίηση κινδύνων σε υποασφαλισμένες αγορές. 

«Οι ασφαλιστικοί μηχανισμοί μπορούν να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις ώστε να μην επωμιστούν όλο τον κίνδυνο της καταστροφής και έτσι να απελευθερώσουν πηγές που θα τους είναι αναγκαίες μετά από μια καταστροφή και έτσι να επανέλθει στους πρότερούς της ρυθμούς γρηγορότερα», λέει ο Karl. «Ωστόσο ο ρόλος των ασφαλιστικών εταιρειών δεν περιορίζεται στη μεταφορά κινδύνου. Συνδέοντας τα ασφαλιστήρια συμβόλαια με την αυστηρή κωδικοποίηση των κτισμάτων, ενθαρρύνει συμπεριφορές που μπορεί να οδηγήσουν στη μείωση του κινδύνου. Επίσης η εξειδίκευση των ασφαλιστών στην εκτίμηση των κινδύνων βοηθά τις δημόσιες αρχές να δημιουργήσουν σχέδια έκτακτης ανάγκης πριν την καταστροφή και να διαχειριστούν τους φυσικούς καταστροφικούς κινδύνους». 

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το ότι η έρευνα σημειώνει πως για κάθε 1% αύξηση της ασφαλιστικής διείσδυσης ο φορολογούμενος ελαφρύνεται περίπου κατά 22%. 

Πέραν των μικρών αυξήσεων που κατεγράφησαν στα εκτιμώμενα επίπεδα υποασφάλισης το 2007 και το 2010, η τάση που γενικώς παρατηρείται είναι μια μείωση της τάξεως του 6%. Και με τη συνεργασία των κυβερνήσεων, των εταιρειών και των ασφαλιστικών εταιρειών, νέα μέτρα και εξυπνότερες πρωτοβουλίες μπορούν να μειώσουν και άλλο το ασφαλιστικό κενό, μειώνοντας το κόστος μιας καταστροφής και επιταχύνοντας την ανάκαμψη σε όλα τα επίπεδα.

Πηγή: Market Insights from the world of Lloyd’s