Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την αποζημίωση θύματος τροχαίου

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν πρέπει να αποζημιωθεί Πορτογάλος, που επιβιβάστηκε σε ασφαλισμένο όχημα ως συνοδηγός και τραυματίστηκε από τη σύγκρουση του οχήματος αυτού με ανασφάλιστο αυτοκίνητο, καθώς δεν φορούσε ζώνη. Το θύμα, ο V. H. Marques Almeida, κατά τη σύγκρουση εκτινάχθηκε στο παρμπρίζ με αποτέλεσμα να υποστεί βαριά θλαστικά τραύματα στο θώρακα και το πρόσωπο και διεκδίκησε νομικά αποζημίωση 65.000 ευρώ.

Η υπόθεση έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 2010 ως προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο της Πορτογαλίας (Tribunal da Relação de Guimarães), με στόχο να διαπιστωθεί κατά πόσο ο κώδικας αστικής ευθύνης συνάδει με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο της Πορτογαλίας η «ευθύνη για τις ζημίες που προκαλούνται από οχήματα ισχύει έναντι των τρίτων, καθώς και έναντι των μεταφερομένων προσώπων», ωστόσο ο νόμος προβλέπει ότι «η ευθύνη αίρεται μόνον όταν το ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα είτε του θύματος είτε τρίτου ή σε ανωτέρα βία, η οποία δεν σχετίζεται με τη λειτουργία του οχήματος». Συγκεκριμένα ο νόμος αναφέρει ότι όταν η παράβαση ή το πταίσμα του θύματος υπήρξε γενεσιουργό αίτιο της ζημίας ή συνετέλεσε στην επιδείνωσή της, τότε απόκειται στο αρμόδιο δικαστήριο να αποφανθεί, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό της υπαιτιότητας καθενός από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και τις αντίστοιχες συνέπειές της, αν πρέπει να καταβληθεί πλήρης ή μερική αποζημίωση, ή αν δεν υφίσταται υποχρέωση αποζημιώσεως. 

Το Ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε εν προκειμένω ότι οι οδηγίες της ΕΕ δεν αποσκοπούν στην εναρμόνιση των συστημάτων αστικής ευθύνης των κρατών μελών και ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη εξακολουθούν να είναι ελεύθερα να καθορίζουν το σύστημα που εφαρμόζουν στα ατυχήματα που προκύπτουν από την κυκλοφορία οχημάτων. Το ανώτερο δικαστικό όργανο της ΕΕ άφησε στην ουσία τον εθνικό νομοθέτη να ρυθμίζει το σύστημα αστικής ευθύνης με βάσει τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες. .

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα  

Στις 12 Ιουνίου 2004 όχημα στο οποίο επέβαινε ο V. H. Marques Almeida συγκρούστηκε με όχημα το οποίο ανήκει στον J. M. Cunha Carvalheira και το οποίο οδηγούσε ο P. M. Carvalheira. Κατά τη σύγκρουση, ο V. H. Marques Almeida, ο οποίος επέβαινε στο εμπρόσθιο τμήμα του οχήματος και δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, εκτινάχθηκε στο παρμπρίζ, με συνέπεια να υποστεί βαθιά θλαστικά τραύματα στο κεφάλι και στο πρόσωπο. 

Κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ο κύριος του οχήματος στο οποίο επέβαινε ο V. H. Marques Almeida είχε συνάψει σύμβαση ασφαλίσεως για αστική ευθύνη που προκύπτει από την κυκλοφορία του οχήματος αυτού με τη Fidelidade-Mundial. Αντιθέτως, δεν υπήρχε τέτοια ασφαλιστική σύμβαση, που να καλύπτει την ευθύνη αυτή, όσον αφορά το όχημα που ανήκε στον J. M. Cunha Carvalheira. 

Μετά το ατύχημα αυτό ο V. H. Marques Almeida ενήγαγε ενώπιον του αρμόδιου πορτογαλικού δικαστηρίου τη Fidelidade-Mundial, τον J. M. Cunha Carvalheira και τον P. M. Carvalheira, καθώς και το Fundo de Garantia Automóvel, ζητώντας να υποχρεωθούν από κοινού και εις ολόκληρον να του καταβάλουν το ποσό των 65.000 ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει την αποζημίωση για τις βλάβες που υπέστη λόγω του ατυχήματος, καθώς και το ποσό που θα απαιτηθεί για απαραίτητες χειρουργικές επεμβάσεις. 

Η αγωγή απορρίφθηκε βάσει του άρθρου 570 του πορτογαλικού Αστικού Κώδικα, με το σκεπτικό ότι η ζημία που υπέστη ο V. H. Marques Almeida οφείλεται σε δικό του πταίσμα, δηλαδή στο γεγονός ότι δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, κατά παράβαση του άρθρου 82, παράγραφος 1, του πορτογαλικού Κώδικα οδικής κυκλοφορίας. 

Ο V. H. Marques Almeida άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Tribunal da Relação de Guimarães. 
Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την κρατούσα εθνική νομολογία, την οποία ακολούθησε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η ευθύνη του θύματος τροχαίου ατυχήματος στην επέλευση της ζημίας που υπέστη μπορεί, σύμφωνα με τα άρθρα 505 και 570 του πορτογαλικού Αστικού Κώδικα, να αποκλείσει την κατά το άρθρο 503, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα αντικειμενική ευθύνη του οδηγού του οχήματος. Επομένως, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, εφόσον δεν αποδειχθεί πταίσμα των οδηγών των οχημάτων που συγκρούστηκαν, ενώ αποδεικνύεται ότι η ζημία που υπέστη ο επιβάτης οφείλεται σε δικό του πταίσμα, ο εν λόγω επιβάτης δεν μπορεί να αποζημιωθεί βάσει της αντικειμενικής ευθύνης του άρθρου 503, παράγραφος 1, του πορτογαλικού Αστικού Κώδικα. 

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ειδικότερα από τις αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 2005, C-537/03, Candolin κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. 1-5745), και της 19ης Απριλίου 2007, C-356/05, Farrell (Συλλογή 2007, σ. 1-3067), προκύπτει ότι οι επιβάτες των οχημάτων που έχουν εμπλακεί σε ατύχημα πρέπει να τυγχάνουν ειδικής προστασίας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν έχουν εφαρμογή νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις, δυνάμει των οποίων, σε ένα κράτος μέλος, αίρεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η υποχρέωση αποζημιώσεως των εν λόγω επιβατών, κατά παράβαση των διατάξεων της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης οδηγίας. 

Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία αυτή του Δικαστηρίου, το Tribunal da Relação de Guimarães διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το αν το εφαρμοστέο στη διαφορά της κύριας δίκης σύστημα αστικής ευθύνης συνάδει προς τις οικείες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.  

Yπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal da Relação de Guimarães αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα: 
«Έχουν οι διατάξεις των άρθρων 3, παράγραφος 1, της [πρώτης οδηγίας], 2, παράγραφος 1, της [δεύτερης οδηγίας], και 1 και 1α της [τρίτης οδηγίας] την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στο εθνικό αστικό δίκαιο, ειδικότερα μέσω των διατάξεων των άρθρων 503, παράγραφος 1, 504, 505 και 570 του [πορτογαλικού Αστικού Κώδικα], να επιβάλλει, σε περίπτωση συγκρούσεως δύο οχημάτων, μη καταλογιστέας στην υπαιτιότητα κάποιου από τους οδηγούς, και εκ της οποίας ο επιβάτης ενός εκ των οχημάτων αυτών (ο παθών που ζητεί αποζημίωση) υπέστη σωματικές βλάβες, την άρνηση ή τη μείωση της αποζημιώσεως που αποδεικνύεται ότι δικαιούται αυτός, για τον λόγο ότι ο επιβάτης αυτός συνέβαλε στην πρόκληση των ζημιών, διότι επέβαινε στο εν κινήσει όχημα καθήμενος στη θέση δίπλα στον οδηγό, χωρίς να φορεί τη ζώνη ασφαλείας, που σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία είναι υποχρεωτική: 
– θεωρώντας ως αποδεδειγμένο ότι ο εν λόγω επιβάτης, κατά τη σύγκρουση μεταξύ των δύο εμπλεκομένων αυτοκινήτων, λόγω αυτής και επειδή δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, προσέκρουσε βιαίως με το κεφάλι στο παρμπρίζ, που έσπασε, προκαλώντας του βαθιές πληγές στην κεφαλή και στο πρόσωπο, 
– και λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι, επειδή, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ένα από τα εμπλεκόμενα αυτοκίνητα δεν διέθετε έγκυρη ασφάλιση μεταβιβάζουσα την ευθύνη σε ασφαλιστικό φορέα, ενάγονται, πέραν της ασφαλιστικής εταιρίας του ετέρου συμμετέχοντος οχήματος, ο κύριος του ανασφάλιστου οχήματος, ο οδηγός του και το Fundo de Garantia Automóvel, οι οποίοι, εφόσον ισχύσει η αντικειμενική ευθύνη, ενδέχεται να ευθύνονται εις ολόκληρον προς αποζημίωση;» 

Το πορτογαλικό δίκαιο  

– Κατά το άρθρο 503, παράγραφος 1, του πορτογαλικού Αστικού Κώδικα: 
«Όποιος νέμεται και χρησιμοποιεί όχημα χερσαίας κυκλοφορίας προς ίδιο συμφέρον, έστω και μέσω προστηθέντος, ευθύνεται για τις ζημίες οι οποίες οφείλονται σε κινδύνους που συνδέονται με το ίδιο το όχημα, έστω και όταν αυτό δεν βρίσκεται σε κίνηση.»  

-  Το άρθρο 504, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού ορίζει τα εξής: 
«Η ευθύνη για τις ζημίες που προκαλούνται από οχήματα ισχύει έναντι των τρίτων, καθώς και έναντι των μεταφερομένων προσώπων.»  

-  Το άρθρο 505 του εν λόγω κώδικα έχει ως εξής: «Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 570, η προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 1, ευθύνη αίρεται μόνον όταν το ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα είτε του θύματος είτε τρίτου ή σε ανωτέρα βία, η οποία δεν σχετίζεται με τη λειτουργία του οχήματος.»  

– Το άρθρο 570 του ίδιου κώδικα προβλέπει τα εξής:  
«1. Όταν το πταίσμα του θύματος υπήρξε γενεσιουργό αίτιο της ζημίας ή συνετέλεσε στην επιδείνωσή της, απόκειται στο αρμόδιο δικαστήριο να αποφανθεί, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό της υπαιτιότητας καθενός από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και τις αντίστοιχες συνέπειές της, αν πρέπει να καταβληθεί πλήρης ή μερική αποζημίωση, ή αν δεν υφίσταται υποχρέωση αποζημιώσεως. 2. Αν η ευθύνη θεμελιώνεται απλώς και μόνο σε τεκμήριο υπαιτιότητας, το πταίσμα του θύματος, ελλείψει διατάξεως περί του αντιθέτου, αποκλείει την υποχρέωση αποζημιώσεως.»