Τα ασφαλιστικά προγράμματα που προσφέρουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

Όλες οι τράπεζες έχουν το δικαίωμα πλέον να προωθούν ασφαλιστικά προϊόντα, είτε των θυγατρικών τους ασφαλιστικών εταιρειών είτε συνεργαζόμενων ασφαλιστικών εταιρειών, αναγνωρίζονται δηλαδή από το νόμο ως ειδική κατηγορία διαμεσολαβούντων προσώπων.

Για την άσκηση όμως αυτού του δικαιώματος πρέπει να τηρήσουν ορισμένες προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Υπάρχουν δύο τρόποι για τη δραστηριοποίηση μιας τράπεζας στην ασφαλιστική διαμεσολάβηση:

• είτε με απευθείας συνεργασία της τράπεζας με ασφαλιστική εταιρεία και προώθηση των ασφαλιστικών προϊόντων μέσω των καταστημάτων της τράπεζας
• είτε με την ίδρυση θυγατρικής εταιρείας ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και την προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών εταιρειών στην ελεύθερη αγορά, εκτός των καταστημάτων της τράπεζας.

Οι περισσότερες τράπεζες χρησιμοποιούν παράλληλα και τους δύο τρόπους, έτσι ώστε να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία και να μπορούν να καλύπτουν κάθε ενδιαφερόμενο πελάτη τους, εντός ή εκτός των καταστημάτων τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, για την προώθηση ασφαλιστικού προϊόντος μέσα από τραπεζικό κατάστημα θα πρέπει κάθε τραπεζικός υπάλληλος που ασχολείται με το ασφαλιστικό αντικείμενο να κατέχει πιστοποιητικό επιτυχούς εκπαίδευσης, το οποίο λαμβάνει μετά από εξετάσεις, όπως ορίζει ο νόμος. 

Τυπικά, οι τράπεζες μπορούν να προσφέρουν όλα τα προϊόντα που παράγει η ασφαλιστική αγορά. Αυτό, όμως, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα και οι τράπεζες επιλέγουν συγκεκριμένα προϊόντα, τα οποία προωθούν στο πελατολόγιό τους.

Ασφαλιστικά προγράμματα που προωθούν οι τράπεζες

Τα ασφαλιστικά προγράμματα που προωθούν οι τράπεζες χωρίζονται σε πολλές κατηγορίες, ανάλογα με το κριτήριο που χρησιμοποιούμε.
• Ανάλογα με το σχεδιασμό τους:
1. Τα ειδικά προϊόντα, που έχουν σχεδιασθεί για τους πελάτες της τράπεζας και προωθούνται μόνο μέσω των καταστημάτων της και
2. Τα γενικά προϊόντα της ασφαλιστικής εταιρείας που προωθούνται μέσω όλων δικτύων πώλησης της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης και της τράπεζας.

• Ανάλογα με την ομάδα καταναλωτών στην οποία απευθύνονται:
1. Τα προϊόντα λιανικής που απευθύνονται στους ιδιώτες και οικογενειάρχες που είναι πελάτες της τράπεζας ή που επισκέπτονται τα καταστήματα της τράπεζας για κάποια συναλλαγή και
2. Τα προϊόντα που απευθύνονται στις επιχειρήσεις που είναι πελάτες της τράπεζας, οι οποίες έρχονται σε επαφή με τις επιχειρηματικές μονάδες της τράπεζας.

•  Ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι τραπεζικού δανείου:
1. Τα προϊόντα που «συνοδεύουν» μια δανειακή σύμβαση που έχει ένας καταναλωτής με την τράπεζα και έχουν σχέση με την αποπληρωμή του δανείου και
2. Τα προϊόντα που δεν συνδέονται με δανειακή σύμβαση του πελάτη με την τράπεζα.

• Ανάλογα με το είδος του ασφαλιστικού προϊόντος
1. Τα προϊόντα που έχουν σχέση με τη ζωή και την υγεία του καταναλωτή και
2. Τα προϊόντα που έχουν σχέση με την ασφάλιση περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή ή την τυχόν ευθύνη του προς τρίτους.

Τέλος έχουμε τα ατομικά προγράμματα, δηλαδή τα προϊόντα που ο κάθε καταναλωτής αγοράζει για τον εαυτό του ή την οικογένειά του και δεν έχουν σχέση με ασφαλιστήρια άλλων καταναλωτών και τα ομαδικά προγράμματα, δηλαδή τα προϊόντα που αφορούν σε μεγάλη ομάδα καταναλωτών και ο κάθε νέος πελάτης εντάσσεται σε ένα προϊόν που προϋπάρχει, στο οποίο μετέχουν πολλοί ασφαλισμένοι με κοινά χαρακτηριστικά.

Ασφαλιστικά προγράμματα σε σχέση με δανειακές συμβάσεις

Τα πιο γνωστά ασφαλιστικά προϊόντα που προωθούνται από τις τράπεζες είναι όσα έχουν άμεση σχέση με μια δανειακή σύμβαση, τα οποία χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: 

• Τα προϊόντα που εξασφαλίζουν την αποπληρωμή του δανείου σε περίπτωση απώλειας της ζωής του δανειολήπτη.
Οι ασφαλίσεις αυτές είναι οι πιο χρήσιμες και πραγματικά προστατεύουν την οικογένεια του δανειολήπτη από δυσάρεστες καταστάσεις, από δικαστικές περιπέτειες και πολύ συχνά από κατασχέσεις, όταν ο δανειολήπτης χάσει τη ζωή του και οι κληρονόμοι του δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους απέναντι στην τράπεζα. Με τις ασφαλίσεις αυτές η ασφαλιστική εταιρεία εξοφλεί την τράπεζα για το υπόλοιπο του δανείου που υπήρχε τη στιγμή του θανάτου και οι κληρονόμοι δεν οφείλουν. 

Χρήσιμο είναι να περιλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο και ο ειδικός όρος της Μόνιμης Ολικής Ανικανότητας, δηλαδή η ασφαλιστική εταιρεία να αποπληρώνει την τράπεζα και στην περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν πεθάνει, αλλά λόγω Μόνιμης Ολικής Ανικανότητας από ασθένεια ή ατύχημα και δεν μπορεί να εργασθεί και δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσει το δάνειο. Τα συμβόλαια αυτά είναι συνήθως ομαδικά, δηλαδή καλύπτουν όλους τους δανειολήπτες μιας τράπεζας για το ποσό που ο καθένας χρωστά στην τράπεζα. Με αυτόν τον τρόπο τα ασφάλιστρα είναι πολύ χαμηλότερα από ό,τι αν ο κάθε δανειολήπτης έκανε ένα ατομικό συμβόλαιο ειδικά για το δικό του δάνειο.

• Τα προϊόντα που ασφαλίζουν το περιουσιακό στοιχείο για το οποίο έλαβε ο καταναλωτής το δάνειο από την τράπεζα. 

Οι ασφαλίσεις αυτές είναι επίσης χρήσιμες, γιατί προστατεύουν τον δανειολήπτη και την οικογένειά του από δυσάρεστες καταστάσεις, αν καταστραφεί από ένα τυχαίο γεγονός, ολικά ή μερικά, το περιουσιακό στοιχείο για την αγορά του οποίου έλαβαν το δάνειο. Στις περιπτώσεις αυτές η ασφαλιστική εταιρεία καταβάλλει πρώτα στην τράπεζα την αποζημίωση μέχρι το ύψος του ποσού του δανείου και στη συνέχεια, αν υπάρχει υπόλοιπο, το καταβάλλει στον ασφαλισμένο ιδιοκτήτη του περιουσιακού στοιχείου. Για το λόγο αυτό, υπάρχει ο ειδικός όρος του «ενυπόθηκου δανειστή» υπέρ της συγκεκριμένης τράπεζας που έχει δώσει το δάνειο και το ύψος του δανείου. Τα συμβόλαια αυτά είναι ατομικά, καλύπτουν δηλαδή συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο για συγκεκριμένο ποσό δανείου με ανεξάρτητο συμβόλαιο και σπάνια είναι ομαδικά, καλύπτουν δηλαδή όλα τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία έχουν λάβει δάνειο όλοι οι δανειολήπτες μιας τράπεζας (για παράδειγμα, όλες τις κατοικίες όλων όσων έχουν πάρει στεγαστικό δάνειο) για το ποσό που ο καθένας χρωστά στην τράπεζα. 

Η ασφάλιση περιουσιακών στοιχείων από τις τράπεζες μπορεί να κρύβει παγίδες για τους ασφαλισμένους καταναλωτές και γι’ αυτό πρέπει να δείχνουν ιδιαίτερη προσοχή σε πολλά σημεία. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν δανειολήπτη στεγαστικού δανείου: Καταρχάς, πρέπει να γνωρίζει ο δανειολήπτης αν το περιουσιακό του στοιχείο, το σπίτι του δηλαδή, έχει ασφαλιστεί με κεφάλαιο που καλύπτει μόνο το ποσό του δανείου που έχει λάβει ή έχει ασφαλιστεί με κεφάλαιο που καλύπτει τη συνολική πραγματική κατασκευαστική αξία του σπιτιού του. Οι τράπεζες συνήθως ενδιαφέρονται να εξασφαλίσουν τον πιστωτικό τους κίνδυνο, δηλαδή το ποσό του δανείου που χορηγούν (ή και ένα επιπλέον ποσοστό περίπου 10%), γεγονός που δεν προστατεύει όσο θα έπρεπε τον πελάτη τους. 

Στη συνέχεια πρέπει να γνωρίζει για ποιους κινδύνους έχει ασφαλιστεί το σπίτι του, αν έχει δηλαδή ένα πλήρες πακέτο ασφάλισης ή όχι. Οι τράπεζες ζητούν συνήθως την ασφάλιση της κατοικίας έναντι συγκεκριμένων κινδύνων, όπως η φωτιά, ο κεραυνός, η έκρηξη και ο σεισμός. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, όμως, δεν καλύπτονται όλες οι περιπτώσεις μιας φωτιάς, αλλά αναζητείται το αίτιο της φωτιάς και ελέγχεται αν καλύπτεται ή όχι. Για παράδειγμα, σε ένα ασφαλιστήριο κατοικίας μπορεί να καλύπτεται η φωτιά από παρακείμενο δάσος, αλλά να εξαιρείται η φωτιά από τρομοκρατική ενέργεια ή να καλύπτεται η φωτιά από τυχαίο γεγονός και να εξαιρείται η φωτιά από βραχυκύκλωμα. Συνεπώς, όταν κατά την εκταμίευση του δανείου συμφωνούμε με την τράπεζα στην ασφάλιση της κατοικίας μας, θα πρέπει να γνωρίζουμε επακριβώς για ποιους κινδύνους και ποιες αιτίες είμαστε ασφαλισμένοι και για ποιες όχι. Σε αντίθετη περίπτωση μπορεί, μετά από μια ολική ζημιά που δεν καλύπτεται, και να βρεθούμε χωρίς σπίτι και να χρωστάμε το σύνολο του δανείου στην τράπεζα, παρόλο που νομίζαμε ότι το σπίτι ήταν ασφαλισμένο από την τράπεζα! Το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο του σπιτιού μας, το οποίο σπανίως ασφαλίζεται από την τράπεζα, εκτός αν το ζητήσει ο δανειολήπτης.

Ασφαλιστικά προγράμματα ανεξάρτητα από δανειακές συμβάσεις

Οι τράπεζες δεν προωθούν μόνο ασφαλιστικά προγράμματα σε όσους λαμβάνουν δάνεια από αυτές. Έχουν επεκταθεί γενικότερα στην ασφαλιστική διαμεσολάβηση, από την οποία έχουν καθαρά προμηθειακά έσοδα, χωρίς άλλο ρίσκο. Επειδή όμως η ενασχόλησή τους αυτή είναι δευτερεύουσα και δεν κατέχουν πλήρως το ασφαλιστικό αντικείμενο, έχουν εστιαστεί σε συγκεκριμένες ομάδες προϊόντων, όπως:

Συνταξιοδοτικά, αποταμιευτικά και επενδυτικά προϊόντα

Τα προϊόντα αυτά είναι πολύ κοντά στην τραπεζική φιλοσοφία και πιο εύκολα για τον τραπεζικό υπάλληλο που τα προωθεί. Για το λόγο αυτό, τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν δραστηριοποιηθεί πάρα πολύ στην προώθηση συνταξιοδοτικών προγραμμάτων και παιδικών προγραμμάτων, πολλές φορές προτρέποντας τους πελάτες τους να μετατρέψουν μέρος των καταθέσεών τους σε ασφαλιστικά προγράμματα. Ήδη πολλές τράπεζες, σε συνεργασία με ασφαλιστικές εταιρείες, έχουν δημιουργήσει μια σειρά προϊόντων που απευθύνονται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, ενήλικους, ανήλικους, εργαζόμενους, άνεργους, μισθωτούς, ελεύθερους επαγγελματίες κ.λπ. και με εξειδικευμένα προγράμματα προσπαθούν να τους προσεγγίσουν. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τα προβλήματα της κοινωνικής ασφάλισης και την ανατροπή των συνταξιοδοτικών δεδομένων, κινούνται επιθετικά και προτείνουν εγγυημένες αποδόσεις και πολλαπλές επιλογές ως προς το χρόνο συνταξιοδότησης και την είσπραξη των εγγυημένων ποσών. Παράλληλα, βέβαια, υπάρχουν και τα συμβόλαια με επενδυτικό ρίσκο για τους τολμηρούς.

Ασφαλιστικά προϊόντα λιανικής ασφαλίσεων κατά ζημιών 

Πολλές τράπεζες, αξιοποιώντας το μεγάλο δίκτυο καταστημάτων που έχουν σε όλη την επικράτεια και το πλήθος των καταναλωτών που καθημερινά συναλλάσσονται σε αυτά, προωθούν απλά και τυποποιημένα ασφαλιστήρια, όπως π.χ. η ασφάλιση οχημάτων, η ασφάλιση προσωπικών ατυχημάτων, η ασφάλιση κατοικιών με συγκεκριμένα πακέτα καλύψεων κ.λπ. Επίσης, κάποιες από τις τράπεζες που έχουν ιδρύσει θυγατρικές διαμεσολαβητικές εταιρείες, έχουν αναπτύξει ένα δίκτυο ανεξάρτητων συνεργαζόμενων ασφαλιστικών συμβούλων και πρακτόρων και με το κύρος του τραπεζικού ομίλου στον οποίο ανήκουν, προωθούν κάθε μορφής ασφαλιστικά προγράμματα, τόσο στο πελατολόγιο της τράπεζας όσο και στην ελεύθερη αγορά, δηλαδή σε όλο το καταναλωτικό κοινό, ιδιώτες, οικογενειάρχες και επαγγελματίες.

Προγράμματα προς επιχειρήσεις

Μέσω των ειδικών υπηρεσιακών μονάδων (τμήματα μεγάλων πελατών, εξυπηρέτησης επιχειρήσεων κ.λπ.) οι τράπεζες απευθύνονται στους πελάτες τους-επιχειρήσεις κάθε μορφής και μεγέθους και, σε συνεργασία με τα αντίστοιχα τμήματα των συνεργαζομένων ασφαλιστικών εταιρειών, προτείνουν τη μελέτη των ασφαλιστικών τους αναγκών και την ασφαλιστική τους κάλυψη. Τα ασφαλιστικά προγράμματα που προτείνονται στις επιχειρήσεις δεν περιορίζονται στην ασφάλιση των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού, των μηχανημάτων, των εμπορευμάτων, των εταιρικών οχημάτων ή των αστικών ευθυνών που δημιουργούνται από τη λειτουργία της επιχείρησης, αλλά επεκτείνονται στις ομαδικές ασφαλίσεις υγείας των εργαζομένων και των οικογενειών τους, στη δημιουργία ομαδικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων κ.λπ.

Ο καταναλωτής πρέπει να γνωρίζει ότι τα προγράμματα που προωθούνται από τις τράπεζες δεν είναι «τραπεζικά προγράμματα», αλλά καθαρά ασφαλιστικά προγράμματα των ασφαλιστικών εταιρειών που συνεργάζονται με τις τράπεζες. Ακόμα και αν εμπιστεύεται την τράπεζα που του τα προτείνει, θα πρέπει να ενδιαφέρεται και για την ασφαλιστική εταιρεία, για τους όρους του συμβολαίου, τα ασφαλιζόμενα κεφάλαια, τους καλυπτόμενους κινδύνους και τις εξαιρέσεις, τις προϋποθέσεις ασφάλισης και φυσικά το κόστος που καλείται να πληρώσει. Δεν σημαίνει ότι μέσω των τραπεζών είναι πάντα φθηνότερη η ασφάλιση. Επίσης, αν το ασφαλιστικό προϊόν είναι επενδυτικό ή αποταμιευτικό, θα πρέπει να προσέξει αν έχει εγγυημένες αποδόσεις και, αν ναι, το ύψος της ετήσιας και της συνολικής εγγυημένης απόδοσης. 

Τέλος, κάθε πελάτης οποιασδήποτε τράπεζας πρέπει να γνωρίζει ότι είναι ελεύθερος να επιλέξει όποια ασφαλιστική εταιρεία θέλει, είτε συνεργάζεται η τράπεζα με αυτήν είτε όχι και δεν είναι υποχρεωμένος να ασφαλισθεί σε συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία που η τράπεζα επιλέγει.

Πηγή: εφημερίδα ασφαλίζομαι

Την εφημερίδα μπορείτε να δείτε ηλεκτρονικά εδώ