της Ελενας Ερμειδου
Τρεις προσεγγίσεις στο θέμα των φυσικών καταστροφών κάνει ο διευθύνων σύμβουλος της Interlife Ιωάννης Βοτσαρίδης μετά από τρεις ερωτήσεις που του έθεσε το IW για τις καταστροφές και την κλιματική αλλαγή:
Πρώτο ερώτημα:
Τι έχει κάνει η ΕΑΕΕ για να ενισχύσει τον ρόλο των ασφαλιστικών ως προς το θέμα των καταστροφών και της κλιματικής αλλαγής σε συνεργασία με τις ασφαλιστικές;
O κ. Βοτσαρίδης απάντησε ότι η ΕΑΕΕ περιορίζεται, προς το παρόν, σε συμβουλευτικό ρόλο όσον αφορά την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. Στο πλαίσιο αυτό, διοργανώνει ενημερωτικές εκδηλώσεις, όπως η ημερίδα που οργάνωσε τον Δεκέμβριο στην Αθήνα με τίτλο «Κλιματική Αλλαγή-Φυσικές Καταστροφές, Πρόληψη & Αντιμετώπιση», στην οποία εκπρόσωποι της Ένωσης, του ΥΠΕ, επιστήμονες και ακαδημαϊκοί συζήτησαν διάφορες παραμέτρους των κλιματικών προκλήσεων και την αντιμετώπισή τους από την ασφαλιστική αγορά.
Δεύτερο ερώτημα
Τι έχει κάνει η Interlife
Η Interlife πιστεύει ότι το πρόβλημα της ασφάλισης έναντι της κλιματικής αλλαγής και των φυσικών φαινομένων μπορεί να είναι αντιμετωπίσιμο, αρκεί να υπάρχει βούληση για τολμηρές αποφάσεις και διεθνή συνεργασία. Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Interlife έχει κάνει, σε σχετικές εισηγήσεις του, τρεις προσεγγίσεις:
- Παραμετρική ασφάλιση έναντι καιρικών φαινομένων βάσει δείκτη αναφοράς
Στα παραδοσιακά ασφαλιστικά προγράμματα που αφορούν φυσικά φαινόμενα, η ασφαλιστική αποζημίωση καταβάλλεται κατόπιν αξιολόγησης των ζημιών που έχει υποστεί ο ασφαλισμένος. Μόλις ολοκληρωθεί και συμφωνηθεί η εκτίμηση των ζημιών, ο ασφαλισμένος λαμβάνει αποζημίωση στο πλαίσιο ενός παραμετρικού ασφαλιστικού προγράμματος βάσει δείκτη και χορηγείται αποζημίωση για ζημίες που προκαλούνται από ακραία καιρικά φαινόμενα, όταν ένας προκαθορισμένος μετεωρολογικός δείκτης αποκλίνει από τον ιστορικό μέσο όρο, ανεξαρτήτως της πραγματικής ζημίας.
Αυτού του είδους η ασφάλιση βασίζεται στη μέτρηση ενός αντικειμενικού και ανεξάρτητου δείκτη που σχετίζεται ιδιαιτέρως με την πραγματική ζημία. Η παραδοσιακή ασφάλιση βάσει αποζημίωσης και η παραμετρική ασφάλιση μπορούν να συνδυαστούν. Αξιοποιώντας τα διδάγματα και την εμπειρία από πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί από περιφέρειες κρατών της ΕΕ, η παραμετρική ασφάλιση μπορεί να θεωρηθεί λύση για τον ιδιωτικό και για τον δημόσιο τομέα.
Έτσι επιτυγχάνουμε μείωση ασφαλίστρων και γενικών εξόδων, γιατί δεν απαιτείται πραγματογνωμοσύνη για τον καθορισμό των απαιτήσεων. Επίσης, επιταχύνει την αποζημίωση και είναι δυνατόν να σχετίζεται με απλούστερα ασφαλιστήρια. Η ασφάλιση είναι μια εξαιρετικά σημαντική απαίτηση για την ανάπτυξη, καθώς οι ανασφάλιστες ζημίες είναι δυνατόν να παρατείνουν τη φτώχια και να εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη.
Εναλλακτικά, στις αναπτυσσόμενες χώρες αναπτύσσονται απλουστευμένα εργαλεία μεταβίβασης και εκχώρησης μέρους των κινδύνων, όπως τα προϊόντα microinsurance. Τέτοια προγράμματα παραμετρικής ασφάλισης έχουν εφαρμοστεί, επίσης, με την υποστήριξη της Επιτροπής Ευρωπαϊκής Ασφάλισης σε τρίτες χώρες, οι οποίες είναι ιδιαιτέρως εκτεθειμένες σε κινδύνους καιρικών φαινομένων και καταστροφών, όπως ξηρασίες, σεισμούς και θύελλες.
- Μετεωρολογική έρευνα
Η μετεωρολογική έρευνα δύναται να κλιμακωθεί μόνο για ευρεία κάλυψη αν υπάρχει συστηματική κάλυψη της επικράτειας, με μετεωρολογικούς σταθμούς αρκετά κοντά στις περιοχές κινδύνου που έχουν χαρτογραφηθεί.
Πέραν της φυσικής παρουσίας μετεωρολογικών σταθμών, απαιτείται συλλογή, διατήρηση, ανταλλαγή και αρχειοθέτηση δεδομένων και άμεση διαθεσιμότητά τους σε σχέση με τα καλυπτόμενα από ασφάλιση συμβάντα. Η χρήση δορυφορικών δεδομένων, σε συνδυασμό με αριθμητικές αναλύσεις και προγνώσεις, έχει οδηγήσει ήδη σε συνεχιζόμενη αύξηση των δεξιοτήτων.
Πολλοί οικονομικοί τομείς είναι ευαίσθητοι στις κλιματικές συνθήκες και, συνεπώς, στις μεταβολές του κλίματος. Ως εκ τούτου, τα οφέλη της επένδυσης σε μετεωρολογικές υποδομές εκτείνονται και πέραν της ανάπτυξης ασφαλιστικών προϊόντων βάσει δείκτη, ιδίως για τα δασοκομικά και γεωργικά προϊόντα.
Η επιτροπή διενεργεί σήμερα διαβουλεύσεις με στόχο την παροχή στο μέλλον μιας υπηρεσίας παρακολούθησης της κλιματικής αλλαγής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Παρακολούθησης της Γης.
- Catastrophe Bonds
Τα χρεόγραφα που συνδέονται με ασφαλίσεις, όπως τα ομόλογα καταστροφών ή άλλα εναλλακτικά μέσα μεταβίβασης κινδύνου, είναι δυνατόν να θεωρηθούν ένας αποτελεσματικός τρόπος αύξησης της ασφαλιστικής ικανότητας για εξαιρετικά απίθανα, χαμηλής συχνότητας, αλλά υψηλής σοβαρότητας, συμβάντα φυσικών καταστροφών.
Για τους ασφαλιστές, τους αντασφαλιστές και τις επιχειρήσεις, τα ομόλογα παρέχουν πολυετή προστασία έναντι φυσικών καταστροφών με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου. Για τους επενδυτές, προσφέρουν τη δυνατότητα διαφοροποίησης και μείωσης του κινδύνου του χαρτοφυλακίου τους, καθώς η αθέτηση υποχρεώσεων των ομολόγων δεν σχετίζεται με την αθέτηση υποχρεώσεων των περισσότερων άλλων χρεογράφων.
Ειδικότερα για το πρόβλημα των ασφαλιστικών αποζημιώσεων στη χώρα μας, ο κ. Βοτσαρίδης προτείνει τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με την ίδρυση συμπράξεων (ΣΔΙΤ), μέσω των οποίων οι ασφαλιστές είναι δυνατόν να προσφέρουν την τεχνογνωσία και τα «εργαλεία» τους για την αξιολόγηση των κινδύνων, την πώληση ασφαλιστηρίων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την παροχή συμβουλών στις κυβερνήσεις κατά τη λήψη των επενδυτικών τους αποφάσεων.
Οι ασφαλιστές μπορούν να παρέχουν ασφαλιστική κάλυψη για μεσαίου μεγέθους ζημίες, η κυβέρνηση περιορίζει την έκθεσή της και οι ασφαλιστές αναλαμβάνουν κινδύνους σε επίπεδο που είναι εντός των δυνατοτήτων τους. Οι κυβερνήσεις ενδέχεται επίσης να λειτουργούν και ως αντασφαλιστές. Είναι δυνατόν να απαιτούν από την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά να αναλαμβάνει και να πληρώνει ένα ποσοστό του κινδύνου, π.χ. συμφωνίες ποσοστιαίας εκχώρησης. Οι κυβερνήσεις είναι δυνατόν να λειτουργούν ως αντασφαλιστές τελευταίου βαθμού, αναλαμβάνοντας κινδύνους πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο ζημίας, λόγω καταστροφών, π.χ. αντασφάλιση υπερβάλλοντος κεφαλαίου (excess of loss) ή περιορισμού ζημιάς (stop-loss).
Η προσέγγιση αυτή συνδυάζει την ικανότητα της κυβέρνησης να επιμερίζει τον ενδεχόμενο κίνδυνο και την ικανότητα της ασφαλιστικής αγοράς να εφαρμόζει ασφαλιστικές αρχές και να χρησιμοποιεί επίσης τις διοικητικές της ικανότητες, π.χ. την είσπραξη ασφαλίστρων, την εμπορική προώθηση και τη διαχείριση των απαιτήσεων.
Ως εκ τούτου, τα δημόσια προγράμματα είναι δυνατόν να παρέχουν κάλυψη στα υψηλότερα επίπεδα κινδύνου, ενώ η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά εξακολουθεί να αναλαμβάνει ορισμένες ή και όλες τις χαμηλότερες βαθμίδες κινδύνου.
Συνοψίζοντας
- Οι φυσικές καταστροφές από πλευράς οικονομικής ζημίας αντιμετωπίζονται στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, αν όχι στο 100%.
- Η Σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα είναι μονόδρομος για την καλυτέρευση της ποιότητας ζωής των πολιτών.
- Τα κράτη πρέπει να εντάξουν στα μεσομακροπρόθεσμα πλάνα τους λογικές ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα).
- Η παραμετρική ασφάλιση σε συνεργασία με τα δίκτυα των μετεωρολογικών σταθμών θα δώσουν άμεσα αποτελέσματα.
- Τα Catastrophe Bonds μπορούν να λύσουν προβλήματα χρηματοδότησης.
Τρίτο ερώτημα
Παραδείγματα από το εξωτερικό
Η διαφορά μας με χώρες του εξωτερικού, και ειδικότερα της ΕΕ, όπως διευκρινίζει ο κ. Βοτσαρίδης, είναι ότι ο μέσος Ευρωπαίος έχει υψηλότερο βαθμό ασφαλιστικής συνείδησης και ασφαλίζει τα περιουσιακά του στοιχεία έναντι φυσικών καταστροφών σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από τον μέσο Έλληνα. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, κράτος, φορείς αλλά και ασφαλιστικές εταιρείες δεν καταφέραμε, λέει, να δημιουργήσουμε ασφαλιστική συνείδηση στον Έλληνα πολίτη. Κατά συνέπεια, οι οικονομικές επιπτώσεις μιας καταστροφής είναι πολύ πιο αντιμετωπίσιμες σε ατομικό επίπεδο, ενώ το κράτος, σε περιπτώσεις Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) λειτουργεί, ουσιαστικά, ως αντασφαλιστής.
Ωστόσο, μια πρόσφατη έρευνα της ΕΕ έδειξε ότι η ασφάλιση έναντι καταστροφών εμφανίζει σήμερα σε ορισμένα κράτη χαμηλό βαθμό διείσδυσης, ενώ οι κίνδυνοι πλημμυρών, καταιγίδων ή σεισμών είναι, όπως αναμενόταν, ετερογενείς στα διάφορα κράτη.
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι ασφαλιστικές έναντι μεγάλων ζημιών φυσικών καταστροφών δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν πλήρως στους υφιστάμενους κινδύνους. Η διείσδυση της ασφάλισης έναντι θύελλας είναι υψηλή, ενώ έναντι πλημμύρας και σεισμού είναι υψηλότερη, μόνο όμως στις περιπτώσεις που οι κίνδυνοι ομαδοποιούνται με άλλους κινδύνους (ολοκληρωμένα προγράμματα ασφάλισης).