«Υγεία πάνω απ’ όλα» εύχονταν οι παλαιότεροι και σχεδόν τους λοιδωρούσαμε (για κλισέ των ηλικιωμένων), μέχρι που η πανδημία της covid19 έδωσε νέο περιεχόμενο και νόημα στη φράση. Έχουμε, μάλλον, εμπεδώσει πλέον πως η υγεία αποτελεί το βασικό αγαθό για ποιότητα ζωής, με διάρκεια.
Σε μια επεισοδιακά πολύπλοκη εποχή, κατά την οποία η «τάση» να μιλούν όλοι για «βιωσιμότητα» έχει περάσει με περισσή επιπολαιότητα ακόμη και στις διαφημιστικές τοποθετήσεις των brands (marketing trend), ξαναθυμούμαστε την υγεία. Και είναι κρίσιμο να την κατανοήσουμε ως κορυφαία προτεραιότητα για διασφάλιση της ατομικής και κοινωνικής ευημερίας.
Στο εικαστικό θέμα του άρθρου, η πυροβολημένη κεφαλή της Υγείας της Τεγέας (από χυτό ορείχαλκο επιζωγραφισμένη με ακρυλικό – έργο του Κώστα Πανιάρα, από τη συλλογή έργων τέχνης της Interamerican) φέρει έναν ισχυρό συμβολισμό. Ενώ φαίνεται, λοιπόν, πως οι κρατικοί μηχανισμοί κοινωνικής πρόνοιας αδυνατούν και φθίνουν, τίθενται εύλογα μερικά σημεία προβληματισμού:
– Δικαίωμα στην Υγεία, το μείζον: μπορεί να επιτευχθεί ισοκατανομή του ενδιαφέροντος και της φροντίδας για την υγεία όλων των ανθρώπων, σε όλον τον πλανήτη και χωρίς διακρίσεις;
– Επί της ουσίας, ποιά είναι η παρεμβατική αποτελεσματικότητα των διεθνών Θεσμικών Κέντρων Υγείας -που ερευνούν, βλέπουν και δείκτες- στη βελτίωση της παγκόσμιας υγείας;
Και στα ειδικότερα:
– Προωθούνται λύσεις μεγάλων συνεργειών (και τοπικά, μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα) για την υγεία, σε κάθε βαθμίδα;
– Πώς και για πόσους μπορεί να είναι λειτουργική η συμπληρωματικότητα κρατικής και ιδιωτικής ασφάλισης υγείας και η ασφαλισιμότητα, με διαχειρίσιμο κόστος;
– Πώς αντιμετωπίζεται η στρέβλωση της αγοράς από εμπορικά ολιγοπώλια της ιδιωτικής υγείας που εκτοξεύουν το κόστος, αλλά και πόσο ελέγχεται το πλαίσιο του ανταγωνισμού στην παροχή υπηρεσιών;
– Ποιές είναι οι προοπτικές για ευρύτατα προσιτή χρήση (προσβασιμότητα, χαμηλό κόστος) της τεχνολογίας της υγείας (τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτική) αλλά και για τη μετάβαση στην ευρύτερη εξωνοσοκομειακή αντιμετώπιση περιστατικών που τώρα αντιμετωπίζονται με νοσηλεία σχετικού κόστους;
– Ποιά είναι η δυναμική εφαρμογής -και πόσο ισορροπημένη ποιοτικά- για πρωτοβάθμια υγεία και πρόληψη, κυρίως για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες;
– Σε ποιό βαθμό έχει αναγνωσθεί η σύνδεση της υγείας με τις σύγχρονες συνθήκες ζωής (τρόπο ζωής, εργασία, κλιματική αλλαγή, πληθυσμιακές μετακινήσεις), αλλά και σε σχέση με την κοινωνική ειρήνη και συνοχή;
Πρόκληση αποτελούν οι πειστικές απαντήσεις που χρειάζεται να δοθούν στην πράξη γι’ αυτά και για πολλά άλλα ζητήματα διαχείρισης και φροντίδας της υγείας.
Η κοινωνική ευθύνη όλων των σχετικών φορέων, άλλωστε, για «καλή υγεία» είναι βασικός Στόχος στα Sustainable Development Goals του ΟΗΕ (SDG 3), συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών εταιρειών.
Η ψυχική υγεία
Πρόκειται για ένα ραγδαία εξελισσόμενο φαινόμενο της σύγχρονης εποχής. Τα θέματα ψυχικής υγείας, που σήμερα δοκιμάζεται ποικιλότροπα, θα τα βρίσκουμε μπροστά μας ως διογκούμενο συνεχώς πρόβλημα και σε κάθε ηλικία (ενεργών και μη ενεργών πολιτών). Οι ψυχολόγοι – σύμβουλοι ψυχικής υγείας, διαπιστευμένοι και δήθεν, κάνουν ήδη χρυσές δουλειές. Όπως επίσης θα βρίσκουμε και νέες ασθένειες, αλλά και χρόνιες νόσους καθώς το προσδόκιμο της ζωής αυξάνεται (π.χ., η άνοια καλπάζει, κατεβαίνοντας συνεχώς ηλικιακά).
Σύμφωνα με την επταετή έκθεση του Employee Benefit Research Institute (EBRI) για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δαπάνες για την ψυχική υγεία και τον εθισμό αυξάνονται συνεχώς: από το 6,8%του συνολικού κόστους υγειονομικής περίθαλψης το 2013, ανήλθαν στο 8,2% το 2020. Και το πιο ανησυχητικό: οι μικρές ηλικίες (μέχρι 25 ετών) προπορεύονται, αντιπροσωπεύοντας το 42% των δαπανών για θεραπεία ψυχικής υγείας και κατάχρησης ουσιών (ΗΠΑ, 2020).
Η ασφάλιση υγείας
Στην ιδιωτική ασφάλιση υγείας στην Ελλάδα, η ψυχική υγεία δεν έχει παραμετροποιηθεί ακόμη. Γενικότερα, για την ελληνική ασφαλιστική αγορά παραμένουν τα ερωτηματικά ισορροπημένης σχέσης ποιότητας και τιμών στις προσφερόμενες υπηρεσίες των παρόχων υγείας. Πάντα, σε συνάρτηση φυσικά με τα ασφαλιστικά πακέτα και (όπως επισημάνθηκε πιο πάνω για ολιγοπώλια) σε συνάρτηση με το περιθώριο ικανής διαπραγμάτευσης με τους παρόχους, οι οποίοι χρηματοδοτούνται από την ιδιωτική ασφάλιση.
Ταυτόχρονα, το θέμα της ετήσιας αναπροσαρμογής ασφαλίστρων (με πρόχειρη εκτίμηση μέσου όρου από τις ανακοινώσεις αυξήσεων των εταιρειών, βρίσκεται πάνω από το 6%) κινείται επί «ξυρού ακμής» και βέβαια, συνδέεται με τη δυνατότητα ασφάλισης υγείας κάθε πολίτη και με τη διατηρησιμότητα των συμβολαίων για τις ασφαλιστικές εταιρείες. Πόσοι πελάτες δύνανται να ανανεώνουν ετησίως τα αναπροσαρμοζόμενα συμβόλαιά τους; Και τελικά, αυτή η «ακροβασία» συνδέεται με την ίδια τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού κλάδου υγείας, καθώς στο τέλος της ημέρας υπάρχει ένα πρόσημο στο combined ratio, που πρέπει να είναι θετικό.
Παράλληλα, αγνοείται η πρόοδος -αν έχει επιτευχθεί- για τη δημιουργία των πρωτοκόλλων DRG (Diagnosis Related Group) στην Ελλάδα, που είχε δρομολογηθεί από το 2020 με τη συνεργασία Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών και Κέντρου Τεκμηρίωσης και Κοστολόγησης Νοσοκομειακών Υπηρεσιών. Έχουν γίνει βήματα εκεί, προκειμένου να επιτευχθεί έλεγχος του κόστους και για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας στην παροχή υπηρεσιών και πότε αναμένεται η εφαρμογή τους;
Το ερώτημα-ομπρέλα που τίθεται, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι: πόσες εταιρείες μπορούν να δημιουργούν τον απαιτούμενο «όγκο» πελατολογίου, ώστε να δραστηριοποιούνται (εννοείται με επαρκείς καλύψεις και υπηρεσίες προς τους ασφαλισμένους) με σχετική ευελιξία και χωρίς ζημιές στην υγεία – προσβλέποντας, μάλιστα, σε ανάπτυξη…
Είναι, προφανώς ζήτημα αντοχών και ρεαλιστικού σχεδιασμού, με απόλυτη αντίληψη της πραγματικότητας. Ο τομέας της υγείας και στην Ελλάδα έχει δύσκολο δρόμο μπροστά του, συνολικά αλλά και ειδικότερα στην ιδιωτική ασφάλιση.
(*) Γιάννης Ρούντος: Σύμβουλος Σχέσεων, Επικοινωνίας και Υπευθυνότητας για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, με ιδιαίτερη δραστηριότητα για το Περιβάλλον, την Κοινωνία και τον Πολιτισμό.