ΕΣΕΕ: Προτάσεις για τόνωση της απασχόλησης

Το εμπόριο αποτελεί ακόμη και σήμερα και παρά τα μεγάλα πλήγματα που έχει δεχτεί από τη μείωση της κατανάλωσης και την δραματική έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους «εργοδότες» της ελληνικής οικονομίας. Σημαντικότερος γιατί ακόμα και σήμερα αποτελεί την βασική πύλη εισόδου των νέων στην αγορά εργασίας.  

Σήμερα, οι περίπου 280.000 εμπορικές επιχειρήσεις απασχολούν 693.664 άτομα, καλύπτοντας το 18,1% της συνολικής απασχόλησης στην οικονομία. Τα τελευταία χρόνια της κρίσης, ο κλάδος δέχεται ισχυρές πιέσεις, οι οποίες μεταφράζονται σε απώλεια περίπου 60.000 εμπορικών επιχειρήσεων και 143.563 θέσεων απασχόλησης.

Κύριο χαρακτηριστικό του είναι το μεγάλο πλήθος μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που προσπαθούν να προσαρμοστούν στις συνεχώς εντεινόμενες συνθήκες ανταγωνισμού.  Το εμπόριο, ένα κατεξοχήν ανοιχτό επάγγελμα, χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με τις κινήσεις της αγοράς, την άμεση διάδραση με τους καταναλωτές και το μεγάλο ρίσκο που καλείται να διαχειριστεί ο επιχειρηματίας.

 Εργασιακές σχέσεις  – Κοινωνικό περιβάλλον

Αποτελεί πεποίθηση της ΕΣΕΕ, ότι η ενδυνάμωση του κοινωνικού διαλόγου και της συλλογικής διαπραγμάτευσης είναι αναγκαία, ώστε να βελτιωθεί το κλίμα και να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή. Η υπογραφή της πλέον πρόσφατης Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και η διασφάλιση του 13ου και 14ου μισθού των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα είναι ενδεικτική δίκαιων και τολμηρών αποφάσεων οι οποίες εμπεδώνουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ενισχύουν τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, κύριο παράγοντα εξόδου από την κρίση. Σε αυτή την πορεία πιστεύουμε ότι η ενδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι απολύτως αναγκαία, οι δε συμφωνίες σε επιχειρησιακό και ιδίως σε κλαδικό επίπεδο πρέπει να ενισχυθούν.

Η απασχόληση στο εμπόριο

Η ανάλυση της απασχόλησης στο σύνολο των εμπορικών επιχειρήσεων ακολουθούν την παρακάτω κατανομή:

Ως προς την διάρθρωση της απασχόλησης στο εσωτερικό τμήμα του εμπορίου το λιανικό εμπόριο απορροφά το 67,2% της απασχόλησης,  το χονδρικό εμπόριο το 21,6% και το εμπόριο & συντήρηση οχημάτων το 11,2%. Πάνω από το ήμισυ των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (55,8%) ενώ υψηλή παραμένει και η αναλογία των αυτοαπασχολούμενων (25,7%). Το ποσοστό των εργοδοτών ανέρχεται στο 11,1% και των συμβοηθούντων μελών της οικογένειας του ιδιοκτήτη της επιχείρησης στο 7,4%. Σε κάθε έμπορο-εργοδότη αναλογούν κατά μέσο όρο 5,0 μισθωτοί, γεγονός που αναδεικνύει το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων του κλάδου.  Η αναλογία των γυναικών που εργάζονται στο εμπόριο το 2011, στη συνολική κλαδική απασχόληση ανέρχεται στο 41,6% έναντι 40,2% για το σύνολο της οικονομίας,  Το εμπόριο αποτελεί επίσης τον σημαντικότερο πόλο προσέλκυσης των νέων ηλικίας 15-24 ετών. Ένας στους πέντε εργαζόμενους ηλικίας κάτω των 25 ετών απασχολείται στο εμπόριο (21,6%). Στις νέες εργαζόμενες το ποσοστό είναι σημαντικά μεγαλύτερο καθώς αναλογούν μία σε κάθε τέσσερις εργαζόμενες (25,3%).  Η απασχόληση στη χώρα μας συναρτάται άμεσα με τη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων και τη βελτίωση κλίματος συνεννόησης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Αντιθέτως, η γραφειοκρατία και οι κακές εργασιακές σχέσεις αποτελούν, ιδιαίτερα για το εμπόριο, το οποίο βασίζεται στο εργατικό δυναμικό, ανασταλτικό παράγοντα για τη διατήρηση θέσεων εργασίας, ιδίως σε περιόδους κρίσης. Το εργατικό κόστος στην Ελλάδα επιβαρύνεται υπέρμετρα από το αδικαιολόγητα και χωρίς ανταποδοτικότητα υψηλό μη μισθολογικό κόστος. Αποτέλεσμα είναι να έχουμε το υψηλότερο μη μισθολογικό κόστος της Ευρωζώνης, ενώ οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων είναι χαμηλοί.

Ι.  Θεσμικά ζητήματα

Όλοι οι κοινωνικοί εταίροι που υπογράφουμε στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, στην επιστολή που στείλαμε προς τον Πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο στις 3-2-2012, καταλήξαμε ότι:

•    οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας έχουν μειωθεί στα έτη 2010 και 2011 κατά 14,3% μεσοσταθμικά πλέον μειώσεων που απορρέουν από την φορολογία και έκτακτες εισφορές,

•    η χώρα γνωρίζει πρωτοφανείς συνθήκες ύφεσης για 4 χρόνια χωρίς να διαφαίνεται ανάκαμψη – έστω και αναιμική- ούτε για το 2012 και το 2013,

•    η ανταγωνιστικότητα σε εθνικό επίπεδο επηρεάζεται πολύ περισσότερο – απ’ ότι το μισθολογικό κόστος – από παράγοντες όπως η γραφειοκρατία που εκτρέφει η πολυνομία, ο κρατικός παρεμβατισμός, το φορολογικό σύστημα, η διαφθορά και η αντιεπιχειρηματική νοοτροπία,

•    η μείωση μισθών επηρεάζει ευθέως αναλογικά τους πόρους των ασφαλιστικών ταμείων,

•    η αφαίρεση και άλλων πόρων από τη ζήτηση πέραν της κοινωνικής συνοχής επηρεάζει ευθέως υφεσιακά την οικονομία με ενδεχόμενο απρόβλεπτων κοινωνικών εντάσεων και συγκρούσεων,

•    στις επιχειρήσεις παρατηρείται αυξανόμενη πίεση που επηρεάζει τη βιωσιμότητά τους λόγω των εκτάκτων φορολογικών επιβαρύνσεων, της αύξησης κόστους των πρώτων υλών και της ενέργειας, την έλλειψη ρευστότητας κλπ.
Στο πλαίσιο αυτό, ο εμπορικός κόσμος τάσσεται υπέρ μίας λελογισμένης μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, όμως είναι κατά μέτρων, όπως για παράδειγμα η κατάργηση ή η μείωση του 13ου και 14ου  μισθού.  Σε περίπτωση που τεθεί σχετικό θέμα, επαναφέρουμε την από 31-05-2010 πρότασή μας για ενσωμάτωση στο βασικό μισθό, που είχαμε καταθέσει στην συζήτηση της τελευταίας ΕΓΣΣΕ.  Μια τέτοια πρόταση κρίνουμε ότι θα έχει θετικά αποτελέσματα, αφού θα διασφαλίσει το ετήσιο εισόδημα των εργαζομένων, τις ασφαλιστικές εισφορές και θα συμβάλλει στην ενδυνάμωση της κατανάλωσης της αγοράς. Η ΕΣΕΕ υπολογίζει ότι στην περίπτωση της ενσωμάτωσης του 13ου και 14ου μισθού, το ελληνικό εμπόριο μπορεί μεν να μην απολαμβάνει τα θετικά αποτελέσματα των δώρων, θα επιτύχει όμως να διευρύνει τον παραγωγικό χρόνο, να τονώσει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων και να ενισχύσει τη ζήτηση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση

Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση αντιστοιχεί σε συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών.  Είναι απόληξη μίας επίπονης προσπάθειας πολλών δεκαετιών και είναι μία διαδικασία για την οποία όλοι οι κοινωνικοί εταίροι είμαστε υπερήφανοι. Πέραν του ουσιαστικού της χαρακτήρα – του καθορισμού δηλαδή των μισθολογικών ορίων – έχει συμβολικό και ψυχολογικό χαρακτήρα,  αφού επηρεάζει το γενικότερο οικονομικό κλίμα και την ψυχολογία όλων των πολιτών. Η εμπεδωμένη αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζομένους τα τελευταία χρόνια είναι το μόνο ανάχωμα στην περαιτέρω εμβάθυνση της ύφεσης. Οποιαδήποτε πρόθεση για οιονεί κατάργηση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης μας βρίσκει ολοκληρωτικά αντίθετους και μας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω.  Το βλέπαμε ωστόσο να έρχεται: Προσπαθήσαμε να προλάβουμε τις εξελίξεις, όταν κατά την διαβούλευση των τριών εργοδοτικών φορέων ΣΕΒ – ΕΣΕΕ – ΓΣΕΒΕΕ με την ΓΣΕΕ που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, ζητήσαμε να καταλήξουμε σε συμφωνία για προσαρμογή της Σύμβασης, στα πλαίσια των ριζικών αλλαγών που έχουν συντελεστεί στην οικονομία.  Η συμφωνία δεν επετεύχθη αλλά και πάλι οι 4 κορυφαίες οργανώσεις, με κοινή επιστολή μας, στις 3 Φεβρουαρίου, προς τον πρωθυπουργό κ. Παπαδήμο, ζητήσαμε να διατηρηθεί η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση, ως έχει.   

Δυστυχώς δεν εισακουστήκαμε και οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες.  Με την εισαγωγή του δεύτερου μνημονίου (ν. 4046/2012) και με το άρθρο 1 της ΠΥΣ 6/2012, επήλθαν δραματικές μεταβολές στο καθεστώς της Εθνικής Γενικής Σύμβασης, όπως το ξέραμε.  Η σύμβαση, εξωσυμβατικά και με κρατική παρέμβαση, μειώθηκε μονομερώς και «πάγωσε», ενώ σημειώνεται ότι το δεύτερο μνημόνιο προβλέπει διαδικασία πλήρους κατάργησης της συμβατικής μορφής της, καθότι πλέον θα αποφασίζει το Κράτος, αφού πάρει τις γνώμες των κοινωνικών εταίρων.  Ελπίζουμε να αποφευχθεί η διαδικασία που προβλέπει το δεύτερο μνημόνιο, να «ξεπαγώσει» η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και να επιτελέσει την κοινωνική της αποστολή, επιστρέφοντας στην συμβατική της μορφή και στην αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων.

Παράλληλα, εμείς οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να βοηθήσουμε την κοινωνία να ανακάμψει, μέσω μίας ρεαλιστικής προσαρμογής της συλλογικής σύμβασης σε δεδομένα που από κοινού θα συζητήσουμε υπό τριμερή σύνθεση (Υπουργείο, εργαζόμενοι, εργοδότες), στα πρότυπα ανάλογης συμφωνίας που επέτυχαν οι κοινωνικοί εταίροι στην Πορτογαλία, στις αρχές αυτού του έτους.

Ενόψει ενός τέτοιου διαλόγου, η ΕΣΕΕ υποβάλλει τις εξής προτάσεις:
•    Επαναφορά των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης στην προ κρίσης εποχή και ακολούθως πάγωμα για τρία χρόνια.
•    Εάν διατηρηθούν σε ισχύ οι υφιστάμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, ζητούμε την εισαγωγή μίας νέας – ενδιάμεσης- κατηγορίας στην διαβάθμιση των κατώτατων αμοιβών που επιβάλλει η ΠΥΣ 6/2012 για τους νέους πτυχιούχους κάτω των 25 ετών, η οποία μισθολογικά θα βρίσκεται ανάμεσα στις δύο κατηγορίες των άνω και των κάτω των 25 ετών. 

Κλαδικές Συμβάσεις

Οι κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις αποτελούν μία σημαντική κατάκτηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ένα δείγμα ότι οι διαφορετικές κοινωνικές ομάδες επιλέγουν το διάλογο για να επιλύσουν τις διαφορές τους και κυρίως επιδιώκουν τη διαμόρφωση της υψηλότερης δυνατής συναίνεσης, εξασφαλίζοντας παράλληλα την κοινωνική συνοχή.

Καμία κοινωνία δεν μπορεί να ευημερήσει και καμία οικονομία να αναπτυχθεί εάν έχει να αντιμετωπίσει εσωτερικές αναταραχές.  Αποτελεί πεποίθηση της ΕΣΕΕ, ότι η ενδυνάμωση του κοινωνικού διαλόγου και της κλαδικής διαπραγμάτευσης είναι αναγκαία, ώστε να βελτιωθεί το κλίμα και να ξεπεράσουμε την ύφεση.  Η κρίση έχει «γκρεμίσει» και τις δυο πλευρές της οικονομικής δραστηριότητας, τόσο τους εργοδότες όσο και τους εργαζόμενους. 

Στη δική μας αντίληψη, αυτό που έχει επιφέρει η κρίση στον Έλληνα επιχειρηματία και στον Έλληνα εργαζόμενο είναι μία απαισιόδοξη διάθεση για το μέλλον και την εξέλιξη των πραγμάτων, που με την σειρά τους οδηγούν στην εσωστρέφεια και στην παθητικότητα.  Πώς μπορεί να αρθεί αυτό;  Με πρωτοβουλίες από την ίδια την κοινωνία.  Στο εμπόριο, εργοδότες και μισθωτοί είναι και οι δυο εργαζόμενοι με το ίδιο ωράριο.  Ο ανθρώπινος παράγοντας σε μια μικρομεσαία εμπορική επιχείρηση είναι ακόμα κεντρικής σημασίας.

Κανένα ηλεκτρονικό σύστημα πωλήσεων δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εμπειρία του ικανού πωλητή.  Οι εργαζόμενοι στις εμπορικές επιχειρήσεις είναι ένα πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο το οποίο, εμείς από την πλευρά μας προσπαθούμε να διαφυλάξουμε και να ενισχύσουμε, όσο δύσκολες και αν είναι οι συνθήκες στην αγορά.  Ακόμα και σε αυτή την «μνημονιακή» περίοδο, θα πρέπει να γίνεται κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε οι αποφάσεις να μην λαμβάνονται μονομερώς. Πρέπει να είναι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης και διαβούλευσης, ώστε να προστατευθεί η δυνατότητα αυτορρύθμισης των κοινωνικών εταίρων.  Για να καταστεί αυτό δυνατό, απαιτούνται να προχωρήσουμε στις εξής ενέργειες:

Επέκταση των Συλλογικών Συμβάσεων

Ίσως η πιο δραματική από τις τροποποιήσεις που έφερε το μνημόνιο ήταν η αναστολή της δυνατότητας επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων με Υπουργική Απόφαση, η οποία «πάγωσε» με τον ν. 4024/2011.  Η ΕΣΕΕ, όπως και όλες οι εργοδοτικές οργανώσεις, ταχθήκαμε ευθύς εξ’ αρχής εναντίον της αναστολής, καθώς ο περιορισμός της εφαρμογής της ΣΣΕ μόνο στα μέλη των οργανώσεων, αποτελούσε και αποτελεί αντικίνητρο πρώτης γραμμής για την υπογραφή νέων Συλλογικών Συμβάσεων.  Ο λόγος είναι απλός: Η ουσιαστική κατάργηση της επέκτασης σημαίνει ότι η οποιαδήποτε κλαδική σύμβαση ισχύει μόνο για τα μέλη των οργανώσεων που την υπογράφουν. 

Κατά συνέπεια, εάν ένα μέλος δεν θέλει να δεσμεύεται από την σύμβαση, αποχωρεί από την οργάνωσή του.  Ειδικά εμείς στην εμπορική πυραμίδα, αντιμετωπίζουμε θέματα μαζικής αποχώρησης μελών από τους Εμπορικούς Συλλόγους. 
Η κατάσταση επιτείνεται ακόμη περισσότερο από το ότι, υπάρχουν Επιθεωρητές εργασίας που εξετάζουν μονομερώς τους εργοδότες εάν ανήκουν στον Εμπορικό Σύλλογο και αγνοούν την αντίστοιχη υποχρέωση των εργαζόμενων για την ισχύ της σύμβασης σε αυτούς. 

Μας έχει καταγγελθεί ότι έχουν φτάσει στο σημείο να ζητούν υπογεγραμμένες υπεύθυνες δηλώσεις από τους εμπόρους ότι δεν είναι μέλη του τοπικού Εμπορικού Συλλόγου.  Σε αρκετές δε περιπτώσεις παρακινούν τους εμπόρους να εγκαταλείψουν τα σωματεία τους για να μην υπόκεινται στην σύμβαση.

Εμμένουμε στην πάγια θέση μας περί επαναφοράς του δικαιώματος του Υπουργού Εργασίας για την επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων στο σύνολο των εργασιακών σχέσεων που αφορούν.  Αλλιώς οδηγούμαστε στην περαιτέρω απορρύθμιση της εργασίας, στην επακόλουθη πλήρη ασφυξία της αγοράς, στην αποδυνάμωση των συλλογικών θεσμών και –εντέλει- στην ίδια την αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και της «Κοινωνίας των Πολιτών».

Μετενέργεια των Συλλογικών Συμβάσεων

Πριν την πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ΠΥΣ 6/2012, η μετενέργεια μίας σύμβασης περιλάμβανε όλες τις μισθολογικές και θεσμικές ρυθμίσεις της λήξασας σύμβασης.  Με την ΠΥΣ, περιορίστηκε τόσο το μετασυμβατικό χρονικό διάστημα «οιονεί» ισχύος της σύμβασης (από 6μηνο σε 3μηνο) όσο και το εύρος της μετενέργειας, περιλαμβάνοντας πλέον μόνο τον βασικό μισθό της κλαδικής σύμβασης, συν 4 επιδόματα, αυτά της ωρίμανσης («παγωμένα» από 14-2-2012), τέκνων, επικίνδυνης εργασίας και σπουδών.

Ως ΕΣΕΕ, στην συνάντηση των κοινωνικών εταίρων στις 2 Φεβρουαρίου, είχαμε ταχθεί κατά της μεταβολής του πλαισίου της μετενέργειας, καθώς είχαμε το φόβο ότι η κατάργησή της θα προκαλούσε πλήρη απορρύθμιση στην αγορά εργασίας και δημιουργία συνθηκών άνισου    ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων.  Παράλληλα, αποτελεί ένα ακόμη αντικίνητρο για την υπογραφή κλαδικών συμβάσεων, καθώς το νέο καθεστώς αποτελεί «πύλη» που οδηγεί σε περισσότερες ατομικές σχέσεις εργασίας.

Θετική Δημοσιότητα των Κλαδικών Συμβάσεων

Αυτή την στιγμή, οι περισσότεροι επιχειρηματίες, εκμεταλλευόμενοι την υποχώρηση του προστατευτισμού του συλλογικού εργατικού δικαίου, επιχειρούν άκριτα την μετατροπή των συλλογικών συμβάσεων σε ατομικές συμβάσεις εργασίας. Αυτό που δεν γνωρίζουν είναι ότι έτσι, για όλο το μέλλον των μετατρεπόμενων σχέσεων, χάνουν τον έλεγχο του λεγόμενου «διευθυντικού δικαιώματος» και για οποιαδήποτε περαιτέρω μεταβολή των συγκεκριμένων συμβάσεων πρέπει να αποσπάται υποχρεωτικά η σύμφωνη γνώμη του κάθε εργαζόμενου ξεχωριστά.

Θεωρούμε ότι μία «διαφημιστική» εκστρατεία ενημέρωσης του εργοδοτικού κόσμου της χώρας, τόσο από το Υπουργείο όσο και από τους φορείς, για τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η υπογραφή κλαδικής σύμβασης με προεξάρχον το «διευθυντικό δικαίωμα», θα ήταν ιδιαίτερα επωφελής για την αντιστροφή του κλίματος και την έναρξη διαπραγματεύσεων για την υπογραφή νέων κλαδικών συμβάσεων.

Διαπραγμάτευση – Μεσολάβηση – Διαιτησία

•    Διαπραγμάτευση: Ο ν. 1876/1990 προέβλεπε διάστημα ουσιαστικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών και όταν αυτές εξαντληθούν χωρίς να βρεθεί λύση, τότε μόνο να καταφεύγουν τα μέρη στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ).  Αυτό το τόσο σημαντικό κεφάλαιο είχε υποβαθμισθεί σε ένα στάδιο απλής τυπικότητας, ενός «γραφειοκρατικού σκαλοπατιού», προκειμένου να εισαχθεί η συλλογική διαφορά για κρίση στον ΟΜΕΔ.  Αν θέλουμε πραγματικά να αναστήσουμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις το μεγαλύτερο βάρος πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση της ουσιαστικής διαπραγμάτευσης.

•    Μεσολάβηση: Η μεσολάβηση, ακόμα και εντός του ΟΜΕΔ, είχε επίσης περίπου διαδικαστικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αλλά και ο μεσολαβητής παραγνώριζαν το ουσιαστικό αυτό στάδιο, ενόψει της διαιτησίας και της υποχρεωτικότητας της ρύθμισής της.  Και αυτό το στάδιο, που στην ουσία αποτελεί ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση υπό την καθοδήγηση ενός εμπειρογνώμονα, όπως ο μεσολαβητής πρέπει να ενισχυθεί, στην αυτή κατεύθυνση με την συλλογική διαπραγμάτευση.

Οι μεσολαβητικές προτάσεις πρέπει να αποκτήσουν το πλεονέκτημα της τεκμηρίωσης.  Είναι ευκαιρία να εκμεταλλευτεί ο ΟΜΕΔ αυτό το μεταβατικό διάστημα, ώστε να ενισχύσει τους μηχανισμούς πρωτογενούς και δευτερογενούς έρευνας και τεκμηρίωσης, προκειμένου να παράσχει στους μεσολαβητές την ειδική αιτιολόγηση, που θα κάνει την πρότασή τους αξιόπιστη και την συμφωνία των μερών δεδομένη.

•    Διαιτησία:  Η υποβάθμιση της διαπραγμάτευσης και της μεσολάβησης οφείλονται κατά κύριο λόγο στον τέως υποχρεωτικό χαρακτήρα της διαιτησίας.  Η υποχρεωτικότητα της διαιτησίας είχε επίσης παράγει έναν «μηχανιστικό» τρόπο έκδοσης αποφάσεων από τους διαιτητές του ΟΜΕΔ.  Σπάνια βλέπαμε ειδικά αιτιολογημένες αποφάσεις, ενώ το μέτρο ήταν συνήθως οι αυξήσεις της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης, πράγμα άδικο, γιατί άλλα ήταν τα επίπεδα της ΕΓΣΣΕ, που οι κοινωνικοί εταίροι ήθελαν να ενισχύσουν και άλλα των κλαδικών που ήταν κατά πολύ ανώτερα αυτών της Εθνικής Γενικής.  Ίσως από την έναρξη του νόμου 1876/1990, θα έπρεπε να έχει επιλεγεί όχι ένα υποχρεωτικό διαιτητικό σύστημα, όπου έρχεται ένας τρίτος –ο διαιτητής- και αποφασίζει δεσμευτικά για λογαριασμό μας, αλλά ένα σύστημα «αναγκαστικών» συλλογικών διαπραγματεύσεων, με υποχρεωτική συμμετοχή μέχρι να βρεθεί κοινός τόπος και να υπογραφεί συλλογική σύμβαση.

Με την ΠΥΣ 6/2012, η προσφυγή στη διαιτησία γίνεται πλέον μόνο με κοινή συμφωνία των μερών, οπότε δύσκολα θα δούμε στο μέλλον διαιτητικές αποφάσεις.  Για την συγκεκριμένη εξέλιξη έχει ευθύνη και ο ΟΜΕΔ.  Όταν ο ν. 3899/2010 («νόμος Κατσέλη») είχε περιορίσει το εύρος της διαιτησίας στα μισθολογικά, πράγμα που εμείς είχαμε προτείνει, οι διαιτητές του ΟΜΕΔ εξέδιδαν διαιτητικές αποφάσεις με διατηρητικές ρήτρες, δηλαδή ρήτρες που μετέφεραν ως «προίκα» στην απόφαση το σύνολο των προηγούμενων ρυθμίσεων, ακόμα και των μη μισθολογικών, αδρανοποιώντας έτσι το νόμο.  Αν οι διατηρητικές ρήτρες είχαν αποφευχθεί, ενδεχομένως η διαιτησία να υπήρχε ακόμα σήμερα όπως την οριοθέτησε ο «νόμος Κατσέλη».

Ως ΕΣΕΕ, από την αρχή του διαλόγου για την μεταβολή των συστημάτων μεσολάβησης και διαιτησίας, είχαμε δεχθεί να μην καταργηθεί η υποχρεωτικότητα της διαιτησίας, υπό τις εξής προϋποθέσεις: 
-    Να περιορίζεται το εύρος της διαιτητικής απόφασης στα καθαρά μισθολογικά θέματα, χωρίς διατηρητικές ρήτρες κλπ.  Συνεπώς, θα πρέπει να αποκλείεται από την διαιτητική απόφαση η ικανοποίηση θεσμικών αιτημάτων που απαιτούν ευρύτερη συναίνεση των μερών.
-    Να καθιερωθεί ένας μηχανισμός αξιολόγησης-μελέτης της ετήσιας οικονομικής επίπτωσης των βασικών συλλογικών ρυθμίσεων κύρια σε κλαδικό επίπεδο. Η διαιτητική απόφαση, στηριζόμενη σε αυτά τα πρωτογενή στοιχεία, πρέπει να περιέχει ειδική τεκμηρίωση και αιτιολογία, ως συστατικά στοιχεία του κύρους της. 
-    Να μην υπάρχει η δυνατότητα για μονομερή προσφυγή περισσότερες από μια φορά για μία τριετία.

Επιχειρησιακές συμβάσεις

Μετά τις αλλαγές του ν. 4024/2011, που έδωσε προβάδισμα στις επιχειρησιακές συμβάσεις σε σχέση με τις κλαδικές, μια απλή ματιά στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εργασίας δείχνει ότι έχουν ήδη καταρτισθεί και κοινοποιηθεί στο Υπουργείο Εργασίας περί τις 450 επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις.  Ο θεσμός γίνεται όλο και περισσότερο «δημοφιλής».

Αν και αυτή τη στιγμή φαίνεται να γίνεται κατάχρηση των επιχειρησιακών ΣΣΕ, προκειμένου να κατέβουν αναγκαστικά οι μισθοί στο επίπεδο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης, εντούτοις οι επιχειρησιακές συμβάσεις δεν παύουν να είναι εργαλείο επιβίωσης του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και ως τέτοιες δεν πρέπει να τις αποκηρύξουμε συλλήβδην. 

Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι μία Συλλογική Σύμβαση, έστω και με ένωση προσώπων είναι προτιμότερη από την γενίκευση της καταφυγής στην ατομική σύμβαση εργασίας, η οποία δημιουργεί «κακό προηγούμενο» και για τις υπόλοιπες ομοειδείς επιχειρήσεις, που αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθούν να υιοθετήσουν ανάλογες μειώσεις μισθών, ώστε να αντέξουν τον ανταγωνισμό.
Γενικά, η Τρόικα πίστεψε ότι η μείωση μισθών θα οδηγούσε σε μείωση τιμών, κάτι το οποίο δεν έγινε, τουλάχιστον στα επίπεδα που θα έπρεπε και κυρίως στα τρόφιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν έπεισε κανένα, όμως  η πίεση για την επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα μπορέσει να  μειώσει τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα σε σημείο εξισορρόπησης μισθών, τιμών και φόρων.  Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρησιακές συμβάσεις έχουν την χρησιμότητά τους.

ΙΙ.  Προτάσεις για τόνωση της απασχόλησης

1.    Μισθολογικό κόστος

•    Ειδικά και μόνο για την παρούσα οικονομική συγκυρία η ΕΣΕΕ προτείνει επαναφορά των μισθών στον ιδιωτικό τομέα στην προ κρίσης εποχή και ακολούθως πάγωμα για τρία χρόνια.

•    Ο εμπορικός κόσμος τάσσεται κατά της κατάργησης ή της μείωσης του 13ου και 14ου  μισθού στον ιδιωτικό τομέα.  Σε περίπτωση όμως που τεθεί σχετικό θέμα, επαναφέρουμε την από 31/05/2010 πρότασή μας για ενσωμάτωση στο βασικό μισθό, που είχαμε καταθέσει στην συζήτηση της τελευταίας ΕΓΣΣΕ. Μια τέτοια πρόταση κρίνουμε ότι θα έχει θετικά αποτελέσματα, αφού θα διασφαλίσει το ετήσιο εισόδημα των εργαζομένων, τις ασφαλιστικές εισφορές και θα συμβάλλει στην ενδυνάμωση της κατανάλωσης της αγοράς. Η ΕΣΕΕ υπολογίζει ότι στην περίπτωση της ενσωμάτωσης του 13ου και 14ου μισθού το ελληνικό εμπόριο μπορεί μεν να μην απολαμβάνει τα θετικά αποτελέσματα των δώρων, θα επιτύχει όμως να διευρύνει τον παραγωγικό χρόνο, να τονώσει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων και να ενισχύσει τη ζήτηση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Τα άμεσα μέτρα στα οποία πρέπει να προχωρήσει η Κυβέρνηση για την τόνωση της απασχόλησης στο εμπόριο είναι τα ακόλουθα:

•    Επιδότηση της εργασίας στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την κατάταξη των επιχειρήσεων κατά κατηγορία αριθμού απασχολουμένων (πχ. για επιχειρήσεις που απασχολούν 3 εργαζόμενους, να επιδοτείται η απασχόληση του ενός για διάστημα 18 μηνών, υπό την προϋπόθεση της διατήρησης και των 3 θέσεων εργασίας).

•    Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους νεοπροσλαμβανόμενους στο εμπόριο.

•    Φορολογικά κίνητρα για την διατήρηση των θέσεων απασχόλησης, όπως η δημιουργία αφορολόγητου αποθεματικού για την ενίσχυση ιδίως των μικρών επιχειρήσεων, ώστε να μην προχωρήσουν σε απολύσεις ή η παροχή φοροαπαλλαγών σε επιχειρήσεις που διατηρούν ή αυξάνουν το προσωπικό τους.

•    Επιδότηση δημιουργίας θέσεων εργασίας με το ισόποσο του επιδόματος ανεργίας.

2.    Μη μισθολογικό κόστος

Παράλληλα με την γραφειοκρατία και την κρίση, ένα μέγα θέμα που αντιμετωπίζουν οι εμπορικές επιχειρήσεις για την διατήρηση και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, είναι το υψηλό μη μισθολογικό κόστος.  Το συνολικό εργασιακό έξοδο στην Ελλάδα επιβαρύνεται υπέρμετρα από τις αδικαιολόγητα και χωρίς ανταποδοτικότητα υψηλές εργοδοτικές εισφορές. Αποτέλεσμα είναι να έχουμε το υψηλότερο μη μισθολογικό κόστος της Ευρωζώνης, ενώ οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων είναι χαμηλοί.
Στην επιστολή που αποστείλαμε οι κοινωνικοί εταίροι προς τον Πρωθυπουργό την 3 Φεβρουαρίου, ζητήσαμε τριμερή διάλογο (Κυβέρνησης – εργοδοτικών και εργατικών φορέων) για την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και την ανεύρεση λύσεων στα κυρίαρχα θέματα της ανταγωνιστικότητας, όπως απλό και σταθερό φορολογικό σύστημα, απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και λειτουργίας των επιχειρήσεων, χρήσεις γης, υγιείς κανόνες και συνθήκες ανταγωνισμού, ηλεκτρονική βάση σύζευξης προσφοράς – ζήτησης στην αγορά εργασίας κλπ.

Για την τόνωση της απασχόλησης και την καταπολέμηση της καλπάζουσας ανεργίας, η ΕΣΕΕ έχει ήδη προτείνει μείωση 10% του μη μισθολογικού κόστους, με ένα περαιτέρω 5% για τους συνεπείς επιχειρηματίες. 
Παράλληλα, προτείναμε την αναπλήρωση των απωλειών που θα προκύψουν για τα ασφαλιστικά ταμεία από την μείωση των εισφορών με την επιβολή ασφαλιστικού τέλους 1 τοις χιλίοις (1‰) επί του ετήσιου τζίρου των επιχειρήσεων, που θα μπορούσε να καταβάλλεται με τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ.  Το τέλος θα υπολογίζεται ως δαπάνη της επιχείρησης.

Ωστόσο, για την διατήρηση της απασχόλησης, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους δεν αρκεί.  Εξίσου σημαντικό θέμα είναι η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις, που πλήττει την ρευστότητά τους.

3. Στρατηγικές για την Τόνωση της Απασχόλησης μέσω ΟΑΕΔ

Η ΕΣΕΕ επανειλημμένα έχει εκφράσει την θέση για επιδότηση της εργασίας αντί της ανεργίας.  Στις σχετικές στρατηγικές για τόνωση της απασχόλησης, κυρίαρχο ρόλο μπορεί να παίξει ο ΟΑΕΔ, προχωρώντας στις εξής κινήσεις:

•    Να εισαχθούν νέα κίνητρα για τις επιχειρήσεις, ώστε να προχωρήσουν σε νέες προσλήψεις.  Η εμπειρία σχετικών προσπαθειών κατά το παρελθόν έχει δείξει ότι ο ΟΑΕΔ μπορεί να σχεδιάσει επιτυχημένα προγράμματα, όπως αυτά της επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών.  Δεδομένων ωστόσο των συνεπειών της ύφεσης, θα πρέπει οι απαιτούμενες δεσμεύσεις του συμμετέχοντος εργοδότη να μειωθούν ανάλογα και προπαντός να μην συνδέονται με διατήρηση άλλων –υφιστάμενων- θέσεων εργασίας.  Οι σχεδιαζόμενες δράσεις θα πρέπει παράλληλα να προβλέπουν την δυνατότητα κατάρτισης απασχολουμένων στο χώρο εργασίας και εντός ωραρίου εργασίας, για  τις επιχειρήσεις οι οποίες θα ενταχθούν σε αυτές.

•    Να σχεδιαστούν ειδικά προγράμματα ένταξης των ανέργων εργαζομένων στην επιχειρηματική αγορά, μέσω μετατροπής του επιδόματος ανεργίας σε επιδότηση βιώσιμου επιχειρηματικού σχεδίου.  Η ΕΣΕΕ μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα σε αυτό τον τομέα και είναι στην διάθεση του Υπουργείου για την υλοποίηση αυτού του στόχου.

•    Τα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης πρέπει να αποτελέσουν εργαλείο πρώτης γραμμής για την καταπολέμηση της ανεργίας και να εκτελεστούν σε όλο τους το εύρος.  Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η εκ μέρους του ΟΑΕΔ ταυτόχρονη ετήσια προκήρυξη των προγραμμάτων κατάρτισης 0,45 και 1,25 («μεγάλων» και «μικρών» επιχειρήσεων) του ΛΑΕΚ.  Μέχρι τώρα, τα προγράμματα 1,25 έχουν μείνει δραματικά πίσω, ενώ αντιμετωπίζουν προβλήματα, τα οποία για έναν οργανισμό όπως ο ΟΑΕΔ είναι απαράδεκτα.  Είναι για παράδειγμα ανεπίτρεπτο να διαθέτει ο ΟΑΕΔ πλήρες μηχανογραφικό τμήμα και αντί να αναλάβει ο ίδιος την μηχανογραφική υποστήριξη των προγραμμάτων 1,25, να την αναθέτει σε ιδιώτες, με συνέπεια καθυστερήσεις στα προγράμματα.

•    Πρέπει να αποκατασταθεί η ενίσχυση από τον ΛΑΕΚ των εκπαιδευτικών κέντρων των κοινωνικών εταίρων ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ και ΓΣΕΕ, που γνωρίζοντας καλύτερα από τον καθένα την αγορά και τις ανάγκες της, βοηθούν τα μέγιστα στην απόκτηση δεξιοτήτων από τους εργαζόμενους που αγωνίζονται να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους.  Ταυτόχρονα, πρέπει να συνεχιστεί απρόσκοπτα και η χρηματοδότηση του ΕΛΙΝΥΑΕ, το οποίο έχει προσφέρει στο ευαίσθητο πεδίο της υγιεινής και ασφάλειας στην εργασία και τώρα βρίσκεται στα πρόθυρα αναστολής των εργασιών του.

•    Να σχεδιαστούν και να προκηρυχθούν εξειδικευμένα προγράμματα «Δεύτερης Ευκαιρίας» για την απασχόληση εμπόρων που έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους, καθώς και να εξεταστεί η δυνατότητα όσων εξ αυτών είναι άνω των 55 ετών και διαθέτουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις ενσήμων και ετών  ασφάλισης να ενταχθούν σε προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης. 

•    Τέλος, αν και δεν έχει άμεση αλλά έμμεση σχέση με την τόνωση της απασχόλησης, επισημαίνουμε την ανάγκη να επανασχεδιάσει ο ΟΑΕΔ τα προγράμματα κοινωνικού τουρισμού της εργατικής εστίας, ως καθολικός διάδοχος αυτής.  Τα συγκεκριμένα προγράμματα εκτός της ευκαιρίας των διακοπών που προσφέρουν σε συμπατριώτες μας, οι οποίοι δεν είχαν την δυνατότητα να τις χρηματοδοτήσουν μόνοι τους, συνετέλεσαν τα μέγιστα στην διατήρηση θέσεων εργασίας, ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες περιοχές της χώρας και βοήθησαν το τοπικό εμπόριο και τις υπηρεσίες, συντηρώντας έτσι ανέπαφη την δομή του κοινωνικού ιστού της κάθε περιοχής.

Ανταγωνιστικότητα και μισθοί

Οι εκτιμήσεις της τρόικας για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και πτώσης των τιμών αγαθών και υπηρεσιών μέσω των περικοπών δεν επιβεβαιώθηκαν στην πράξη. Αντί να βελτιωθούν οι δομές της ελληνικής οικονομίας και να δοθεί βάρος στον τρόπο λειτουργίας των θεσμών, στην ατζέντα κυριάρχησε και εξακολουθεί να προβάλλεται η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα και η περαιτέρω μείωση των μισθών.

Ζητήματα καίριας σημασίας, η επίλυση των οποίων θα ενίσχυε δυναμικά και σε βάθος χρόνου την οικονομία, όπως ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, η ουσιαστική ενίσχυση της διαφάνειας, η έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης, η ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου, η οργάνωση και τόνωση της επιστημονικής έρευνας, η συνεχής  και υψηλού επιπέδου κατάρτιση των εργαζομένων, η βελτίωση των υποδομών, η ολοκλήρωση της μηχανοργάνωσης και γενικά η ψηφιοποίηση στο δημόσιο τομέα, η δημιουργία ενός απλού και ξεκάθαρου φορολογικού συστήματος χωρίς παράθυρα και μπαλώματα και γενικότερα η άρση των όλων στρεβλώσεων που προκαλούνται στην αγορά από δυσλειτουργίες του κράτους  και που θα μπορούσαν να λάβουν χώρα άμεσα και δίχως κόστος, θίχτηκαν ακροθιγώς ή και καθόλου. Έτσι, εφαρμόζεται η λανθασμένη οικονομική συνταγή σε μία χώρα όπου δεν έχουν ληφθεί υπ’ όψη τα χαρακτηριστικά και οι ιδιαιτερότητές της.

Παράλληλα με τις οριζόντιες περικοπές των μισθών η ελληνική κυβέρνηση, προχώρησε, με την υπ΄ αριθμ.6/28.02.2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου και την αντίστοιχη Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας (ΑΠ 4601/304, 12.03.2012) σε μείωση κατώτατου μισθού κατά 22%, σε αναστολή των ωριμάνσεων και των μισθολογικών αυξήσεων μέχρι η ανεργία να υποχωρήσει κάτω του 10%, στην αλλαγή των κανόνων για τη διάρκεια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (σ.σ.ε.), στον περιορισμό της «μετενέργειας» των σ.σ.ε., στη δυνατότητα προσφυγής στη διαιτησία μόνο με κοινή συμφωνία των μερών και τον περιορισμό του αντικειμένου της διαιτησίας και στην κατάργηση της μονιμότητας των υπαλλήλων στις δημόσιες επιχειρήσεις και τράπεζες ενώ μειώνεται και το βασικό επίδομα ανεργίας. Τα στοιχεία για την ανεργία είναι άκρως ανησυχητικά, χωρίς το αρνητικό κλίμα και οι προοπτικές να φαίνεται να ανατρέπονται.