Του Νίκου Σακελλαρίου
Αποθεματοποιούν τις εισπράξεις τους και δεν τις καταθέτουν σε τραπεζικές καταθέσεις πλέον οι μεγαλύτερες ασφαλιστικές και ασφαλιστικά ταμεία στην Ευρώπη εξαιτίας των αρνητικών επιτοκίων καταθέσεων. Οι ασφαλιστικές εταιρείες σε Γερμανία, Ολλανδία κυρίως προτιμούν να κρατούν εντός της εταιρείας τα ρευστά διαθέσιμα παρά να επενδύουν σε γερμανικά ή ολλανδικά ομόλογα με αρνητικά επιτόκια ή να πληρώνουν και φύλακτρα στις γερμανικές τράπεζες, που αποδεικνύονται και λιγότερο φερέγγυες από τις γερμανικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Το παράδοξο φαινόμενο του «λεφτά στο στρώμα», με το οποίο είμαστε οι Έλληνες εξοικειωμένοι λόγω της κρίσης, φαίνεται ότι παίρνει διαστάσεις για διαφορετικούς λόγους και στις ευρωπαϊκές ασφαλιστικές. Το φαινόμενο πήρε διαστάσεις στην Ευρώπη εξαιτίας της πρακτικής QE που εφαρμόζει η ΕΚΤ. Η πρακτική αυτή έχει οδηγήσει σε παράλογα (άνευ εισαγωγικών) φαινόμενα, όπως για παράδειγμα τα ισπανικά 10ετή ομόλογα να διαπραγματεύονται με αποδόσεις της τάξης του 0,95% ή τα γερμανικά ομόλογα να διαπραγματεύονται με αρνητικά επιτόκια (-0,5%), δηλαδή να παίρνουν λεφτά και να πληρώνονται και από πάνω. Το ίδιο σε μεγάλο βαθμό ισχύει και για τις τραπεζικές καταθέσεις στις γερμανικές τράπεζες, στις οποίες ουσιαστικά οι καταθέτες πληρώνουν και φύλακτρα.
Η πρακτική αυτή έχει εξουθενώσει τις ασφαλιστικές εταιρείες στην Ευρώπη, οι οποίες αναζητούν κάποιες καλύτερες και εξίσου ασφαλείς αποδόσεις για να μπορέσουν να καλύψουν τα μαθηματικά τους αποθέματα και να προσφέρουν συντάξεις σε ορίζοντα 5ετίας. Υπολογίζεται ότι εάν η παρούσα στρέβλωση της χρηματοοικονομικής αγοράς επενδύσεων (μετοχές, ομόλογα , καταθέσεις) συνεχιστεί τα επόμενα 2 χρόνια, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα χρειαστούν νέα κεφάλαια σε ορίζοντα 5ετίας προκειμένου να φτάσουν πάλι στα κεφαλαιακά αποθέματα που είχαν το 2014.
Αν συνυπολογιστούν και οι κεφαλαιακές ανάγκες που προκύπτουν από τα Solvency II, τότε οι μεγάλες ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες αλλά και όσες δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη θα πρέπει να ξεκινήσουν από το 2017 προγράμματα κεφαλαιακών ενισχύσεων που μπορεί να περιλαμβάνουν και αλλαγές στις τιμολογιακές τους πολιτικές.