Τι έδειξαν τα αποτελέσματα της QIS5

Σοβαρές αδυναμίες υποστήριξης με τις κατάλληλες μεθόδους του νέου τρόπου υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων και των τεχνικών απαιτήσεων, ανέδειξε η άσκηση QIS 5, που πραγματοποιήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσίευσε πρόσφατα η εποπτική αρχή.

Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε η εποπτική αρχή, αναλύοντας τα αποτελέσματα από 46 εταιρείες που συμμετείχαν στην άσκηση, εντοπίζοντας ως σημαντικότερο πρόβλημα την έλλειψη κατάλληλων στατιστικών στοιχείων και πληροφοριών καθώς και την έλλειψη κατάλληλων αναλογιστικών μοντέλων για την αποτίμηση συγκεκριμένων ασφαλιστικών κινδύνων.

Οι αδυναμίες αυτές οδηγούν σε σημαντική απόκλιση από την κάλυψη του Solvency Capital Requirement σε ποσοστό μόλις 44%, σε αντίθεση με το Minimum Capital Requirement (ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας), που σύμφωνα με τα αποτελέσματα της άσκησης καλύπτεται σε ποσοστό 123%.

Η άσκηση υλοποιήθηκε με βάση τα στοιχεία του 2010, οδηγώντας σε αρνητική απόκλιση 7% των στοιχείων του ενεργητικού σε σχέση με την αποτίμηση που έχουν τα ίδια στοιχεία βάση των αρχών της Φερεγγυότητας I. Τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμήθηκαν στα 15,6 δις ευρώ έναντι 14,5 δις ευρώ που είναι η αποτίμησή τους με βάση τις παραδοχές της QIS5 και 15,4 δις ευρώ που είναι η λογιστική τους αποτίμηση, αναδεικνύοντας ένα έλλειμμα 1 δις ευρώ περίπου. 

Αντίστοιχη αρνητική απόκλιση 7% καταγράφηκε στην αποτίμηση των στοιχείων του παθητικού, που σύμφωνα με τις παραδοχές της άσκησης, αποτιμήθηκαν στα 14,5 δις ευρώ έναντι 15,6 δις ευρώ που είναι η αποτίμησή τους με βάση τις αρχές της Φερεγγυότητας I και 15,4 δις ευρώ που είναι η λογιστική τους αποτίμηση.

Τη μεγαλύτερη απόκλιση εμφανίζουν οι επενδύσεις εκτός unit linked, που αποτιμήθηκαν στα 8,3 δις ευρώ έναντι 8,9 δις ευρώ της λογιστικής αποτίμησης και 9,1 δις ευρώ της αποτίμησης βάσει των αρχών της Φερεγγυότητας I. 

Όπως διαπιστώνει η ΤτΕ οι εταιρείες που έχουν δυσκολίες στην εφαρμογή των IFRS, θα αντιμετωπίσουν πολλαπλάσια προβλήματα στην εφαρμογή της Φερεγγυότητας II. Τα σημαντικότερα προβλήματα εντοπίζονται στην αποτίμηση στοιχείων για τα οποία δεν υπάρχει συγκεκριμένη αγορά, όπως των: 

• Άυλων περιουσιακών στοιχείων που δεν μπορούν να μεταπωληθούν
• Ακινήτων στην αντικειμενική τους αξία (+30%) ή σε μελέτες που δεν βασίζονται σε οικονομικές αρχές
• Συμμετοχών στη λογιστική τους αξία
• Επισφαλειών χωρίς αξιόπιστο υπόδειγμα
• Περιουσιακών στοιχείων από αναβαλλόμενους φόρους χωρίς σχέδιο ανάκτησης σε εύλογο χρόνο

Αντίστοιχα προβλήματα εντοπίστηκαν στην αποτίμηση των τεχνικών προβλέψεων, όπως :
• Ο υπολογισμός των παραδοχών επί τη βάσει ιστορικών στοιχείων
• Η παράβλεψη ενσωμάτωσης στην εκτίμηση του μελλοντικού πληθωρισμού
• Η στατική εκτίμηση της μελλοντικής συμπεριφοράς των ασφαλισμένων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη θέματα εξαγορών και ακυρώσεων συμβολαίων
• Η παράβλεψη της ενσωμάτωσης της βελτίωσης της θνησιμότητας στο μέλλον
• Η ύπαρξη μονομερών δικαιωμάτων από την πλευρά της εταιρείας για την ακύρωση του συμβολαίου, την τροποποίηση των ασφαλίστρων ή των παροχών