Ασφαλιστικοί υπάλληλοι: Είναι και ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές;

της Άλκηστης Χριστοφίλου, εταίρου στη δικηγορική εταιρεία Ι.Κ. Ρόκας & Συνεργάτες

Το νομικό καθεστώς του ασφαλιστικού υπαλλήλου, όταν ενεργεί και πράξεις διαμεσολάβησης υπέρ της ασφαλιστικής εταιρείας – εργοδότη του, ρυθμιζόταν ήδη υπό το καθεστώς του ν. 1569/1985 για τους διαμεσολαβούντες. Έτσι, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των αρ. 648 επ. του Αστικού Κώδικα, ο υπάλληλος μιας ασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί να συμφωνήσει τη λήψη αμοιβής για τη μεσολάβησή του προς σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της εταιρείας αυτής και τρίτων.
Αν αυτή η διαμεσολάβηση συμφωνήθηκε ως ευχέρεια και όχι ως υποχρέωση του υπαλλήλου, τότε πρόκειται για σύμβαση μεσιτείας κατ’ αρ. 703 ΑΚ, η οποία συνάπτεται παράλληλα προς τη σύμβαση εργασίας. 

Μετά την εναρμόνιση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ με το π.δ. 190/2006, το εδάφιο Κ’ της Υπουργικής Απόφασης Κ3-8010/8.8.2007 έθεσε νέες προϋποθέσεις προσόντων του ασφαλιστικού υπαλλήλου, αν η διαμεσολαβητική του εργασία τού αποφέρει ετησίως ακαθάριστα έσοδα που υπερβαίνουν το ποσό των 5.000 ευρώ. Η διάταξη αυτή δεν αποτελεί μέρος προσαρμογής του ελληνικού δικαίου προς το κοινοτικό, αλλά επιλογή του εθνικού νομοθέτη σε θέμα για το οποίο η Οδηγία 02/92 δεν εναρμόνισε.

Η νομιμότητα της διάταξης τέθηκε υπόψη του Συμβουλίου Επικρατείας, το οποίο αποφάσισε ότι η ρύθμιση της παραγράφου Κ’ της Υπουργικής Απόφασης Κ3-8010/8.8.2007, που εξαιρεί υπό προϋποθέσεις από την εφαρμογή της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ, υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί πράξη ασφαλιστικής διαμεσολάβησης χωρίς να διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα του αρ. 4 παρ. 1 της Οδηγίας, δεν αντίκειται στην παρ. 2 του αρ. 3 της Οδηγίας. Εντούτοις, η ερμηνευτική αυτή εκδοχή δεν είναι απαλλαγμένη αμφιβολιών και συνεπώς το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να αποσταλεί σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Αναδημοσιεύεται στη συνέχεια το κείμενο της απόφασης.

* * * *

Συμβούλιο της Επικρατείας (Δ’ Τμήμα) 2536/2011
Προεδρεύων: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Ευθ. Αντωνόπουλος
Δικηγόροι: Α. Σίνης, Ν. Αμιραλής, Χ. Θεοδώρου

………………..

4. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της διατάξεως της παραγράφου Κ’ της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως με την οποία επιτρέπεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλιστικής διαμεσολάβησης σε υπαλλήλους ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η Ομοσπονδία Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδος (Ο.Α.Σ.Ε.), η οποία είναι, κατά το καταστατικό της, δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, την οποία έχουν ιδρύσει σύλλογοι υπαλλήλων διαφόρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τα μέλη των οποίων αφορά η εν λόγω ρύθμιση.

5. Επειδή, με την Οδηγία 2002/92/Ε.Κ. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 9/15.1.2003), σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, θεσπίσθηκαν κανόνες για την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης από φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή επιθυμούν να εγκατασταθούν σε κράτος – μέλος. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση της εν λόγω Οδηγίας (COM (2000) 511 τελικό/ 20.9.2000), η θέσπιση ενός κοινοτικού νομικού πλαισίου για τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές θεωρήθηκε αναγκαία, ώστε να εξασφαλιστεί τόσο η ελεύθερη παροχή των ασφαλιστικών υπηρεσιών μεταξύ των κρατών – μελών όσο και η προστασία των ασφαλιζόμενων καταναλωτών (βλ. και προοίμιο Οδηγίας), δεδομένου του ότι η προηγούμενη Οδηγία 77/92/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976 «περί των μέτρων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τις δραστηριότητες πράκτορα και μεσίτη ασφαλειών», περιείχε μεν υποχρεωτικές διατάξεις που αφορούσαν τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, ωστόσο το πεδίο της ήταν περιορισμένο, εφόσον δεν απέκλειε τη δυνατότητα των κρατών – μελών να θεσπίσουν ειδικές εθνικές διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα αυτή και την άσκησή της. Επομένως, εξακολουθούσαν να υφίστανται αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών διατάξεων, οι οποίες εμπόδιζαν την άσκηση της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης μέσω των ελευθεριών εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών. Με την Οδηγία 2002/92 εισάγονται κανονιστικές ρυθμίσεις σε κοινοτικό επίπεδο για την άσκηση της δραστηριότητας της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, δεν καταλείπεται δε πλέον ευχέρεια στα κράτη – μέλη να αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις αυτές, παρά μόνο εάν το επιτρέπουν οι διατάξεις της ίδιας της Οδηγίας (βλ. σημείο 1.2 της αιτιολογικής έκθεσης, σύμφωνα με την οποία η οδηγία χαρακτηρίζεται «δεσμευτικού χαρακτήρα»). Ως βασικά μέτρα για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων, η Οδηγία προέβλεψε την εγγραφή των προσώπων που αναλαμβάνουν και ασκούν τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης σε σχετικό επαγγελματικό Μητρώο, μόνο εφόσον διαθέτουν συγκεκριμένα επαγγελματικά προσόντα όσον αφορά την ικανότητα, την καλή φήμη, την κάλυψη της επαγγελματικής αστικής ευθύνης και τη χρηματοοικονομική ικανότητα, ενώ προβλέπεται ότι τα κράτη – μέλη πρέπει να προβλέψουν ένα σύστημα κυρώσεων, τόσο έναντι των προσώπων που ασκούν δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης χωρίς να έχουν εγγραφεί σε σχετικό μητρώο όσο και έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης των προσώπων αυτών.
Ειδικότερα στο αρ. 1 της Οδηγίας ορίζεται ότι: «1. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης από φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή επιθυμούν να εγκατασταθούν σε κράτος – μέλος. 2. (…)», στο αρ. 2 ότι «1. (…) 3. «ασφαλιστική διαμεσολάβηση» νοούνται οι δραστηριότητες είτε παρουσίασης, πρότασης, προπαρασκευής ή σύναψης συμβάσεων ασφάλισης ή οι δραστηριότητες παροχής βοήθειας κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Δεν θεωρούνται ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση οι εν λόγω δραστηριότητες όταν αναλαμβάνονται από ασφαλιστική επιχείρηση ή από υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης, ο οποίος ενεργεί υπό την ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης. Δεν θεωρούνται ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση ούτε οι δραστηριότητες που συνίστανται στην περιστασιακή παροχή πληροφοριών στα πλαίσιο άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι σκοπός αυτής της δραστηριότητας δεν είναι να βοηθηθεί ο πελάτης στη σύναψη ή την εκτέλεση ασφαλιστικής σύμβασης, ούτε η κατ’ επάγγελμα διαχείριση περιπτώσεων ζημιών ασφαλιστικής επιχείρησης ή οι δραστηριότητες εκτίμησης και διακανονισμού ζημιών. 4. (…) 5. 

Ως «ασφαλιστικός διαμεσολαβητής» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει ή ασκεί επ’ αμοιβή δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης», ενώ, περαιτέρω, στην παρ. 1 του αρ. 4 ότι: «Οι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές κατέχουν επαρκείς γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες, όπως καθορίζεται από το κράτος – μέλος καταγωγής του διαμεσολαβητή. Τα κράτη – μέλη καταγωγής δύνανται να διαφοροποιούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται, όσον αφορά τις επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες, ανάλογα με τη δραστηριότητα του ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή και τα διατιθέμενα προϊόντα, ιδίως εάν ο διαμεσολαβητής ασκεί κύρια δραστηριότητα άλλη από την ασφαλιστική διαμεσολάβηση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να ασκήσει δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολάβησης παρά μόνον εάν ένας ασφαλιστικός διαμεσολαβητής που πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου ή μια ασφαλιστική επιχείρηση αναλαμβάνει στο ακέραιο την ευθύνη των ενεργειών του (…)».

6. Επειδή, μέχρι την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2002/92 στην ελληνική έννομη τάξη, το βασικό νομοθέτημα που ρύθμιζε τις δραστηριότητες διαμεσολάβησης στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης, ήταν ο ν. 1569/1985 (A’ 183) και προγενεστέρως αυτού το ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ Α΄ 10). Στο αρ. 1 του ν. 1569/1985, όπως η διάταξη αυτή είχε αντικατασταθεί από την παρ. 2 του αρ. 36 του ν. 2496/1997 (Α΄ 87) οριζόταν ότι τη διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι. 

Ειδικά για τους υπαλλήλους ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τόσο υπό το καθεστώς του ν.δ. 400/1970 όσο και υπό το καθεστώς του ν. 1569/1985 (αρ. 19) στην αρχική του μορφή, αλλά και μετά την τροποποίησή του με το ν. 2170/1993 (ΦΕΚ Α΄ 150, αρ. 14 παρ. 1), προβλεπόταν η δυνατότητα των υπαλλήλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων να μεσολαβούν έναντι αμοιβής για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μόνο μεταξύ των εταιρειών ή των πρακτορείων, όπου υπηρετούν, και τρίτων, έστω και αν δεν πληρούσαν τις τυπικές και ουσιαστικές απαιτούμενες προϋποθέσεις για την άσκηση του ανεξάρτητου επαγγέλματος του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή. Η σχέση του ασφαλιστικού υπαλλήλου με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, για λογαριασμό των οποίων διαμεσολαβούσε κατά τα ανωτέρω, οριζόταν ως σύμβαση έργου και ήταν ανεξάρτητη από τη σύμβαση εργασίας (αρ. 19 του ν. 1569/1985). 

Υπό το καθεστώς αυτό, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των αρ. 648 επ. και 703 του Αστικού Κώδικα, έχει κριθεί ότι είναι δυνατό ο μισθωτός να συνδέεται με τον εργοδότη του και με άλλες, εκτός της σύμβασης εργασίας, συμβάσεις ταυτόχρονα, όπως με σύμβαση μεσιτείας, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, σύμβαση έργου. Ειδικότερα ο υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας μπορεί να συμφωνήσει με την επιχείρηση τη λήψη αμοιβής για τη μεσολάβησή του προς σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της εταιρείας αυτής και τρίτων, αν οι συμβάσεις αυτές ήθελαν να καταρτισθεί κατόπιν της μεσολάβησής του. 

Αν ο υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρείας υποχρεούται, κατά τη συμφωνία με την εργοδότριά του, στην κατά τα ανωτέρω μεσολάβησή του, τότε η συμφωνία αυτή έχει χαρακτήρα σύμβασης εργασίας και μπορεί να αποτελεί μέρος της ευρύτερης σύμβασης εργασίας του εν λόγω υπαλλήλου. Αν, όμως, συμφωνήθηκε μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και του υπαλλήλου της ότι αυτός έχει απλώς την ευχέρεια και όχι την υποχρέωση για την κατά τα ανωτέρω μεσολάβηση, τότε πρόκειται για διαφορετική σύμβαση, ήτοι εκείνη της μεσιτείας κατά το αρ. 703 ΑΚ, η οποία συνάπτεται παράλληλα προς τη σύμβαση εργασίας, που συνδέει τον εν λόγω υπάλληλο με την εργοδότριά του ασφαλιστική εταιρεία. Και ναι μεν, όταν ο υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρείας δεν έχει τα κατά νόμο γενικά (τυπικά και ουσιαστικά) προσόντα για την άσκηση του ανεξάρτητου επαγγέλματος του ασφαλειομεσίτη, η κατά τα ανωτέρω σύμβαση μεσιτείας του, αφού είναι επιτρεπτή μόνο εφόσον αυτός είναι υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρείας για την οποία πρόκειται, προϋπόθεση έχει την υπαλληλική του αυτήν ιδιότητα και παύει ισχύουσα όταν λυθεί η αντίστοιχη σύμβαση εργασίας του με την ασφαλιστική εταιρεία. Από μόνο, όμως, το λόγο αυτό η σύμβαση, που προβλέπει ευχέρεια του υπαλλήλου προς μεσολάβηση έναντι αμοιβής κατά τα ανωτέρω, δεν χάνει το χαρακτήρα της ως σύμβασης μεσιτείας και η σχετική αμοιβή δεν καθίσταται μισθός υπό την έννοια των αρ. 648 επ. ΑΚ, ούτε η περί μεσιτείας σύμβαση αυτή καθίσταται μέρος της περί εργασίας του υπαλλήλου σύμβασης ως ενιαίου όλου (ΣτΕ 7μελής 1978/2008, ΑΠ 325/2001).

7. Επειδή οι διατάξεις της Οδηγίας 2002/92 μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 190/2006 (Α΄ 196), στο αρ. 2 του οποίου δίδονται ορισμοί των εννοιών της ασφαλιστικής επιχείρησης, της αντασφαλιστικής επιχείρησης, της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, του ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή, καθώς και του συνδεδεμένου αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή, στο αρ. 3 προβλέπεται η εγγραφή σε ειδικό μητρώο των φυσικών και νομικών προσώπων που ασκούν πράξεις ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, στο αρ. 4 οι απαιτούμενες, κατά μορφή ασφαλιστικής διαμεσολάβησης (ασφαλιστικός σύμβουλος, ασφαλιστικός πράκτορας, μεσίτης ασφαλίσεων), προϋποθέσεις εγγραφής στο οικείο μητρώο, στο αρ. 9 κυρώσεις για την άσκηση πράξεων ασφαλιστικής διαμεσολάβησης χωρίς εγγραφή σε μητρώο και ορίζεται, τέλος, στο αρ. 14 ότι καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη του ν. 1569/1985 (Α΄ 183), ο οποίος περιείχε, μέχρι την έκδοση του π.δ. 190/2006, ρυθμίσεις σχετικά με την άσκηση της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης. 

Ειδικότερα, το αρ. 2 του π.δ. 190/2006 όριζε, στην παρ. 3, όπως αρχικώς ίσχυσε, τα εξής: «[Ως] «ασφαλιστική διαμεσολάβηση» νοείται κάθε δραστηριότητα είτε παρουσίασης, πρότασης, παροχής προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη συμβάσεων ασφάλισης ή σύναψης αυτών ή παροχής συνδρομής κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου. 

Οι δραστηριότητες αυτές δεν θεωρούνται ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση, όταν ασκούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή από υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης, ο οποίος συνδέεται με σχέση εργασίας με αυτήν και ο οποίος ενεργεί υπό την ευθύνη της επιχείρησης αυτής (…)». Με τη διάταξη της παρ. 2 του αρ. 15 του ν. 3557/2007 (Α΄ 100), προστέθηκε, μετά το δεύτερο εδάφιο της ανωτέρω διάταξης, νέο εδάφιο, το οποίο ορίζει τα εξής: «Κατ’ εξαίρεση υπάλληλος ασφαλιστικής επιχείρησης του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να ασκεί πράξεις ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, χωρίς να υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά του από τις πράξεις αυτές δεν υπερβαίνουν, στο σύνολό τους, το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ». Στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας με την οποία περιελήφθη στο σχετικό σχέδιο νόμου, η διάταξη της παρ. 2 του αρ. 15 του ν. 3557/2007, αναφέρεται ότι: «Με την παράγραφο 2 της προτεινόμενης τροπολογίας επιτρέπεται σε υπαλλήλους ασφαλιστικών επιχειρήσεων, να ασκούν, σε όλες εξαιρετικές περιπτώσεις, για περιορισμένο αριθμό προσώπων, και μέχρι συγκεκριμένου ποσού, πράξεις ασφαλιστικής διαμεσολάβησης. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζεται θεσμικά υπαρκτό ζήτημα της ασφαλιστικής αγοράς». 

8. Επειδή, εξάλλου, το αρ. 4 του π.δ. 190/2006, στο οποίο προβλέπονται τα έγγραφα που υποβάλλει κάθε ενδιαφερόμενος για να εγγραφεί στο προαναφερθέν ειδικό μητρώο ως ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ορίζει στην παράγραφο 1Α περίπτωση ε, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 11 παρ. 3 περ. α’ του ν. 3557/2007, ότι για την εν λόγω εγγραφή απαιτείται να υποβληθούν και «έγγραφα που αποδεικνύουν ότι [ο ενδιαφερόμενος] κατέχει γενικές εμπορικές ή επαγγελματικές γνώσεις». 

Η διάταξη δε της περ. β΄ της παρ. 3 του ως άνω αρ. 11 του ν. 3557/ 2007 ορίζει, σχετικά με τα τελευταία αυτά έγγραφα, τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, η οποία εκδίδεται εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, καθορίζονται τα έγγραφα που αποδεικνύουν τις γενικές εμπορικές ή επαγγελματικές γνώσεις των υποψηφίων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών, των συνδεδεμένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών, των υπαλλήλων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των υπαλλήλων επιχειρήσεων ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, καθώς και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται υποχρέωση περαιτέρω εκπαίδευσης των προσώπων αυτών». 

Κατ’ επίκληση της τελευταίας αυτής εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση Κ3-8010/8.8.2007 του Υφυπουργού Ανάπτυξης, στην παρ. Κ’ της οποίας ορίζεται ότι: «Υπάλληλος ασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί να ασκεί πράξεις ασφαλιστικής διαμεσολάβησης χωρίς να υποχρεούται σε εγγραφή στο αρμόδιο Επιμελητήριο, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά του, καταβαλλόμενα ως προμήθειες, από τις πράξεις αυτές δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 ευρώ). Εάν τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά του από τις πράξεις αυτές υπερβαίνουν το ανώτερο ποσό υποχρεούται να εγγραφεί στο αρμόδιο Επιμελητήριο με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που ανάγονται στην κατηγορία ασφαλιστικής διαμεσολάβησης που επιλέγει να εγγραφεί. Η ιδιότητα του Ασφαλιστικού Υπαλλήλου είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του Ασφαλιστικού Συμβούλου».

9. Επειδή, προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι η ρύθμιση της αναφερόμενης στην προηγούμενη σκέψη παραγράφου Κ’ της αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης, η οποία εξαιρεί υπό προϋποθέσεις, από την εφαρμογή της Οδηγίας 2002/92/Ε.Κ., υπάλληλο ασφαλιστικής επιχειρήσεως που ασκεί πράξεις ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, χωρίς να διαθέτει τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα του αρ. 4 παρ 1 της Οδηγίας, αντίκειται στην παράγραφο 2 του αρ. 3 της Οδηγίας αυτής που παρατίθεται στην πέμπτη σκέψη, η οποία, κατά την άποψη των αιτούντων, εφαρμόζεται χωρίς να επιτρέπει εξαιρέσεις, σε περίπτωση ασκήσεως των δραστηριοτήτων αυτών.

10. Επειδή, ο λόγος αυτός προβάλλεται, κατ’ αρχήν, παραδεκτώς, παρά το ότι η ρύθμιση της παραγράφου Κ’ της Κ3-8010/8.8.2007 υπουργικής αποφάσεως επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν τη ρύθμιση της παρ. 2 του αρ. 15 του ν. 3557/2007, δεδομένου του ότι, πάντως, η ρύθμιση εντάσσεται ήδη, με την προσβαλλομένη απόφαση, κατά τη βούληση του ίδιου του εκδόντος οργάνου, σε σύστημα συναφών ρυθμίσεων της αποφάσεως αυτής, με συνέπεια η τυχόν κρίση περί αντιθέσεως της συγκεκριμένης ρυθμίσεως προς υπερκείμενο κανόνα δικαίου να επηρεάζει, έστω και εν μέρει, το όλο σύστημα και να μην παρίσταται αλυσιτελής η τυχόν ακύρωσή της για τον προβαλλόμενο λόγο. Άλλωστε, η τυχόν κρίση περί αντιθέσεως της ρυθμίσεως προς υπερκείμενο κανόνα δικαίου επηρεάζει αναγκαίως και την εφαρμογή του, ομοίου περιεχομένου, τυπικού νόμου και, συνεπώς, η ταχεία εκφορά της εξυπηρετεί την ασφάλεια δικαίου και την ανάγκη σύντομης εκκαθαρίσεως διαφορών με αντικείμενο την ερμηνεία και εφαρμογή είτε συνταγματικών διατάξεων είτε διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

11. Επειδή, περαιτέρω, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, ο λόγος αυτός θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει και από την παρατιθέμενη σε προηγούμενη σκέψη αιτιολογική έκθεση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ, με τις ρυθμίσεις της επιδιώκεται, κυρίως, η προστασία των καταναλωτών των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλίσεως, η οποία επιτυγχάνεται αφενός με την απαίτηση της Οδηγίας για τις επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες των προσώπων που ασκούν δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως και, αφετέρου, με την απαίτηση της Οδηγίας αυτής, αν οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται από υπαλλήλους ασφαλιστικής επιχειρήσεως ή από πρόσωπα που ασκούν περιστασιακά ή επικουρικά τη δραστηριότητα αυτή, η ευθύνη για τις ενέργειες των προσώπων αυτών να αναλαμβάνεται στο ακέραιο από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διαθέτουν τα απαιτούμενα, κατά την Οδηγία, προσόντα. 

Εφ’ όσον, συνεπώς, στο πλαίσιο της ελληνικής νομοθεσίας, ερμηνευόμενης συμφώνως προς την Οδηγία, διασφαλίζεται ότι ο υπάλληλος ασφαλιστικής επιχειρήσεως που διενεργεί περιστασιακά δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολαβήσεως τελεί πάντοτε για την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών υπό την ευθύνη και την εποπτεία της επιχειρήσεως, η οποία του παρέχει και την κατάλληλη επιμόρφωση, ικανοποιούνται και οι απαιτήσεις των διατάξεων της Οδηγίας και είναι αδιάφορο, από την άποψη αυτή, σε ποία σχέση τελεί ο συγκεκριμένος υπάλληλος με την εταιρεία, όταν ασκεί τη δραστηριότητα αυτή. Εξάλλου, και το όριο των 5.000 ευρώ ακαθαρίστων εσόδων ετησίως που προβλέπεται από τη νομοθεσία για τη διαμεσολαβητική δραστηριότητα των υπαλλήλων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν μπορεί, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, να αντιστοιχεί στην κύρια πηγή εσόδων ενός μισθωτού υπαλλήλου ασφαλιστικής επιχειρήσεως, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι οι πράξεις αυτές συνιστούν την κύρια απασχόλησή του, λαμβανομένου, περαιτέρω υπόψη, ότι η δραστηριότητα αυτή συνιστά, κατά την πρακτική που ακολουθούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, μερική απασχόληση (πρβλ. Σ.Ε. 1978/2008 επταμ.).
Εν τούτοις η ερμηνευτική αυτή εκδοχή δεν είναι απηλλαγμένη αμφιβολιών, ενόψει και του ότι με το υπ’ αριθμ. 127/2006 Πρακτικό 

Επεξεργασίας του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου επί του σχεδίου προεδρικού διατάγματος περί μεταφοράς της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο κρίθηκε ότι διάταξη του σχεδίου αυτού όμοια προς την επίμαχη – με μοναδική διαφορά στο ύψος του ποσού των ακαθαρίστων εσόδων του υπαλλήλου από την άσκηση ασφαλιστικής διαμεσολαβητικής δραστηριότητας που ανερχόταν στο σχέδιο σε 4.000 ευρώ – αντέκειτο στην Οδηγία. 

Θα πρέπει, επομένως, να αναβληθεί η εκδίκαση της υποθέσεως ως προς το ζήτημα αυτό και να αποσταλεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την εξής διατύπωση: «Η διάταξη της παραγράφου 3 δεύτερο εδάφιο του αρ. 3 της Οδηγίας 2002/ 92/ΕΚ, κατά την οποία «Δεν θεωρούνται ασφαλιστική διαμεσολάβηση οι εν λόγω δραστηριότητες (που απαριθμούνται στο πρώτο εδάφιο της ίδιας διατάξεως) όταν αναλαμβάνονται από ασφαλιστική επιχείρηση ή από υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης ο οποίος ενεργεί υπό την ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης» έχει την έννοια ότι επιτρέπεται σε υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης μη διαθέτοντα τα προσόντα του αρ. 4 παρ 1 της Οδηγίας η περιστασιακή και όχι κατά κύριο επάγγελμα άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλιστικής διαμεσολάβησης έστω και αν ο υπάλληλος αυτός δεν τελεί σε σχέση εξαρτημένης εργασίας με την επιχείρηση, η οποία πάντως, ασκεί εποπτεία επί των ενεργειών του, ή η Οδηγία επιτρέπει τη δραστηριότητα αυτή μόνον όταν ασκείται στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτημένης εργασίας».