EE: Δίκαιος ανταγωνισμός στην αγορά δημόσιων συμβάσεων

Βάσει της νέας νομοθεσίας, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα έχουν τις ίδιες ευκαιρίες πρόσβασης στις παγκόσμιες αγορές, με εκείνες των ανταγωνιστών τους στην ευρωπαϊκή αγορά.

Επιχειρήσεις απ΄όλον τον κόσμο μπορούν να υποβάλουν προσφορά για τις περισσότερες συμβάσεις που προκηρύσσουν οι δημόσιες αρχές της ΕΕ. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις όμως δεν μπορούν να υποβάλουν προσφορά για την προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών παρά μόνον σε ορισμένες χώρες. Πρόκειται για μια άδικη κατάσταση, την οποία ελπίζει να αλλάξει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη νέα νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις. 

Οι δημόσιες συμβάσεις, δηλαδή η απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών για λογαριασμό μιας δημόσιας αρχής, αντιπροσωπεύουν συνολικά περί τα 1.000 δισ. ευρώ ετησίως. Το 2010 διατέθηκαν εντός της ΕΕ περί τα 420 δισ. ευρώ για τέτοιου είδους συμβάσεις.
Από αυτές το 84% ήταν δυνατόν να ανατεθεί σε επιχειρήσεις απ΄όλον τον κόσμο (μόνον στον τομέα υπηρεσιών κοινής ωφελείας και στον αμυντικό τομέα μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί ως προς τις χώρες που μπορούν να υποβάλουν προσφορά). Αντίθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες οι ξένες επιχειρήσεις μπορούν να υποβάλουν προσφορά μόνο για το 32% του ποσού των 556,25 δισ. ευρώ που διατίθεται για δημόσιες συμβάσεις, ενώ στην Ιαπωνία το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά το 28%.
Οι περιορισμοί αυτοί θίγουν τομείς στους οποίους η ΕΕ είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική, όπως οι κατασκευές, οι δημόσιες μεταφορές, τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τα φαρμακευτικά προϊόντα. 

Η Επιτροπή προτείνει ότι για συμβάσεις ύψους άνω των 5 εκατομμυρίων ευρώ, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποκλείουν υποψηφίους από χώρες εκτός ΕΕ, όταν ένα μεγάλο μέρος των αγαθών και υπηρεσιών που αφορούν αυτές οι συμβάσεις δεν καλύπτονται από διεθνείς συμφωνίες. 

Αν κάποια αρχή επιθυμεί να κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος, θα πρέπει να ενημερώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία στη συνέχεια θα έχει στη διάθεσή της δύο μήνες για να κρίνει κατά πόσον η απόφαση αυτή είναι δικαιολογημένη. Ένας βασικός παράγοντας που θα λαμβάνεται υπόψη είναι ο βαθμός στον οποίο η αγορά συμβάσεων της συγκεκριμένης χώρας είναι ανοικτή σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. 

Σε περίπτωση επανειλημμένων διακρίσεων από μια χώρα σε βάρος Ευρωπαίων προμηθευτών, η Επιτροπή μπορεί να επιδιώξει την εξεύρεση λύσης μέσω διαπραγμάτευσης. Αν η προσπάθεια αυτή αποτύχει, η Επιτροπή μπορεί να περιορίσει την πρόσβαση επιχειρήσεων αυτής της χώρας στις αγορές της ΕΕ, π.χ. με τον αποκλεισμό προσφορών για συγκεκριμένο τομέα ή με την επιβολή “ποινής” επί της τιμής των προσφορών από αυτή τη χώρα, καθιστώντας τις έτσι μη ανταγωνιστικές. 

Εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης, πολλές χώρες αναγκάστηκαν να λάβουν προστατευτικά μέτρα, εισάγοντας διακρίσεις κατά των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Η προτεινόμενη νομοθεσία θα εξασφαλίσει δικαιότερους όρους ανταγωνισμού, ενώ παράλληλα θα αυξήσει τις επιχειρηματικές ευκαιρίες για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ, βοηθώντας έτσι τις μικρότερες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές συμβάσεων και αυξάνοντας την απασχόληση στην ΕΕ.