Απευθείας Ασφαλίσεις και Ασφαλιστικοί Διαμεσολαβητές

Ως γνωστό η ασφαλιστική διαμεσολάβηση όπως αυτή ορίζεται από π.δ. 190/2006 είναι κάθε δραστηριότητα πρότασης, παρουσίασης, παροχής εργασιών για την σύναψη συμβάσεων ασφάλισης η σύναψης αυτών ή παροχής συνδρομής κατά την διαχείριση και την εκτέλεση των συμβάσεων, ιδίως κατά την επέλευση της ζημίας.

Κατά την έννοια αυτή ο ασφαλισμένος-καταναλωτής προστατεύεται καθότι ο λειτουργικός ρόλος του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή είναι να μελετήσει τις ανάγκες του ασφαλισμένου-καταναλωτή και να του παρέχει εξειδικευμένη γνώση, συμβουλή και συνδρομή ώστε να ασφαλιστεί στο κατάλληλο, για τις ανάγκες του, ασφαλιστικό προϊόν.   

Η προστασία του ασφαλισμένου-καταναλωτή επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό αφού οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές δυνάμει της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και του π.δ. 190/2006 οφείλουν να αναλύουν εγγράφως τις ασφαλιστικές ανάγκες του ασφαλισμένου-καταναλωτή ώστε να προτείνουν το κατάλληλο ασφαλιστικό προϊόν βάσει των αναγκών του. Επαγγελματικά λάθη και παραλείψεις των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών δύνανται να επηρεάσουν αρνητικά τον ασφαλισμένο-καταναλωτή. Έτσι εισήχθη, εκτός άλλων (π.χ πιστοποίηση και καταλληλότητα ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, καλή φήμη) η υποχρεωτική ασφάλιση της επαγγελματικής αστικής ευθύνης του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή. 

Σύμφωνα με την οδηγία 2002/92/ΕΚ και ακολούθως το π.δ. 190/2006 η πώληση απευθείας από την ασφαλιστική επιχείρηση των ασφαλιστικών της προϊόντων δεν συνιστά μορφή ασφαλιστικής διαμεσολάβησης (δηλαδή δεν εκπονείται μελέτη των ασφαλιστικών αναγκών του ασφαλισμένου-καταναλωτή νωρίτερα της ασφάλισης του). (Πηγή Ε.Ι.Α.Σ – Η Ιδιωτική Ασφάλιση – 2011).
      
Αυτή η βασική διαφοροποίηση καθιστά το έργο των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, ως έργο καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη ασφαλιστικών εργασιών.  Το έργο τους συμπληρώνει την συνολική οργάνωση της ασφαλιστικής επιχείρησης και επιτυγχάνει, ταυτόχρονα, πρόσκτηση νέων εργασιών και προστασία του ασφαλισμένου-καταναλωτή.