Η αποδεικτική δύναμη της Δικαστικής Πραγματο- γνωμοσύνης

Του Χρύσανθου Νικολάκου, Μεσίτη Ασφαλίσεων, Πτυχιούχου Μηχανικού Δομικών Έργων Τ.Ε. και Ορκωτού Πραγματογνώμονα Δομ. Έργων

Το έργο του δικαστή συνίσταται στην ορθή απονομή δικαιοσύνης και όταν καλείται να αποφανθεί επί μιας υπόθεσης θα πρέπει να έχει βεβαιότητα περί της ορθότητας της κρίσης του και να καθορίσει δίκαια την τύχη της ένδικης διαφοράς.

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, όπου η δικανική κρίση, δεν μπορεί να διαμορφωθεί ασφαλώς, διότι τα θέματα που αφορούν στην υπόθεση χρήζουν γνώσεων Τέχνης και Επιστήμης, τις οποίες δεν διαθέτει ο δικαστής. Τέτοιου είδους υποθέσεις είναι, ενδεικτικά, αυτές που αφορούν σε ζητήματα Μηχανικής, Ιατρικής, Μηχανολογικής, Λογιστικής και Γραφολογικής φύσης.

Το άρθρο 368 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας παρέχει τη ευχέρεια στο δικαστή να διορίσει, έναν ή  περισσότερους πραγματογνώμονες, με σκοπό να εξασφαλιστεί, υπέρ της δίκης, η ασφαλή διάγνωση της αλήθειας. Κατόπιν διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης, (Άρθρο 254 ΚΠολΔ) μέχρι να  προσκομιστεί η σχετική έκθεση από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα. 

Το Δικαστήριο οφείλει να προβεί στο διορισμό πραγματογνώμονα (Άρθρο 368 παρ.2. ΚΠολΔ) όταν αυτό ζητηθεί από κάποιο διάδικο, εφόσον πρόκειται για ζήτημα που χρήζει ειδικών επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων. Η παράλειψη διορισμού πραγματογνώμονα συνιστά παράβαση της διάταξης του άρθρου 559 αριθμός 10 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία ιδρύεται λόγος αναιρετικού ελέγχου (αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά άνευ απόδειξης).

 Ο πραγματογνώμονας από την πλευρά του αποκτά με το διορισμό του την ιδιότητα του βοηθού του δικαστή και υποχρεούται στην εκτέλεση των καθηκόντων του, με βάση το περιεχόμενο της απόφασης που τον διόρισε. 

Το περιεχόμενο και τα επιμέρους θέματα που μελετώνται στην έκθεση του Δικαστικού Πραγματογνώμονα, μπορούν να περιγραφούν ακροθιγώς, στο κάτωθι παράδειγμα το οποίο αφορά σε κτήρια που έχουν τύχει ζημιών από πυρκαγιά. Νωρίτερα των συμπερασμάτων της, η έκθεση θα πρέπει να μελετά, ενδεικτικά όχι περιοριστικά, τις εξής κάτωθι περιπτώσεις:

1.Κίνδυνος κατάρρευσης.

  Η κατασκευή απειλείται με κατάρρευση όταν παρατηρούνται εκτεταμένα:
• Πεσμένα πυρακτωμένα κομμάτια οπλισμού και ισχυρό μαλάκωμα του μπετόν
• Μεγάλα βέλη κάμψεως σε δοκούς και πλάκες
• Εντυπωσιακές ρωγμές σε δομικά στοιχεία.

2. Δομικά στοιχεία ευάλωτα σε φωτιά

Σε περίπτωση πυρκαγιάς, περισσότερο απειλούνται τα εσωτερικά ελεύθερα
υποστυλώματα γιατί είναι εκτεθειμένα και από τις τέσσερις πλευρές τους στη θερμότητα
και στις φλόγες. Τα δοκάρια προσβάλλονται από τρεις πλευρές (δύο πλάγιες & μία
κάτω) ενώ οι πλάκες προσβάλλονται από τη θερμότητα μόνο από κάτω αφού η πάνω
επιφάνειά τους συνήθως προστατεύεται επαρκώς από τις επιστρώσεις και τα πατώματα.

3.Μέγιστη εκτιμώμενη θερμοκρασία 

Μπορούμε να προσδιορίσουμε το μέγεθος της πυρκαγιάς από την τήξη ή όχι διαφόρων υλικών εντός της εστίας της. Έτσι, εάν για παράδειγμα, έπειτα από πυρκαγιά παρατηρηθεί τήξη αντικειμένων από γυαλί Τ= 700 C – 800 C αλλά όχι τήξη χάλκινων σωληνώσεων Τ=1083 C τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μέγιστη θερμοκρασία ήταν 800 C -900 C.

4.Μέθοδοι εκτίμησης της εναπομένουσας φέρουσας ικανότητας

4.1. Οπτικός έλεγχος και αλλαγή του χρώματος του.
Ο οπτικός έλεγχος, σε συνδυασμό με την εμπειρία του πραγματογνώμονα μηχανικού,
μπορεί να δώσει μια αρχική, συντηρητική εκτίμηση της κατάστασης. Στην υφή του σκυροδέματος βασικό χαρακτηριστικό είναι οι επιφανειακές ρηγματώσεις, η αποσύνθεση και οι αποφλοιώσεις που διαπιστώνονται ακόμα και με την αφή. Δηλαδή, το σκυρόδεμα τρίβεται εύκολα και αφαιρείται με το χέρι. Το χρώμα επίσης αλλάζει και βάσει της αλλαγής του μπορεί να διαπιστωθεί η απομένουσα φέρουσα ικανότητα, κατά την Διεθνή Βιβλιογραφία.

4.1.Μέθοδος κρουσίμετρου και εξόλκευσης ήλου
Η χρήση του κρουσίμετρου, δια της κρούσης του, και η μέθοδος εξόλκευσης ήλων μπορούν να συμπληρώσουν την προηγούμενη εικόνα της απομένουσας φέρουσας αντοχής.

4.2 Λήψη πυρήνων (καρότα) και πιθανή υφιστάμενη ενανθράκωση.
Είναι η συνηθέστερη δοκιμή μετά από πυρκαγιά η οποία είναι η μόνη αποδεκτή από τον Κανονισμό Τεχνολογίας Σκυροδέματος. Τα καρότα κατά την θλίψη τους  δίνουν ασφαλή εκτίμηση της απομένουσας αντοχής σε συνδυασμό με το έτος κατασκευής του κτηρίου και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν (πχ B160 – SΤ I -12,6Mpa α.π. για κατασκευές νωρίτερα του 1960).

4.3 Χρήση υπερήχων
Με την χρήση ειδικών συσκευών υπερήχων παράγονται ηχητικά κύματα υψηλών συχνοτήτων τα οποία  διαπερνούν το εξεταζόμενο μέλος και η ταχύτητά τους μειώνεται τόσο περισσότερο όσο μεγαλύτερη είναι η καταστροφή στο μέλος αυτό.

4.4 Επικάθιση PVC. και επίδραση της θερμοκρασίας στον οπλισμό.
Οι μονώσεις, καλώδια κλπ, σε θερμοκρασίες άνω των 300 C αποσυντίθενται σε υδροχλώριο, το οποίο επικάθεται στις επιφάνειες του σκυροδέματος και του χάλυβα προκαλώντας διάβρωση. Άσχετα με την υφιστάμενη ή μη, ενανθράκωση του σκυροδέματος, ο οπλισμός όταν παραμορφωθεί και αποκολληθεί είναι άχρηστος. Ωστόσο αν παραμορφωθεί χωρίς αποκόλληση του και η θερμοκρασία της φωτιάς υπολογίζεται μικρότερη των 800 C τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ανακτά πλήρως την αντοχή του.
        
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η δικαστική πραγματογνωμοσύνη λόγω της ιδιαιτερότητας της αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, το οποίο και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο. Για τον λόγο αυτό η τυχούσα εσφαλμένη εκτίμηση του πραγματογνώμονα δεν επιφέρει ακυρότητα της γνωμοδότησής του, καθώς υποχρεούται το ίδιο το δικαστήριο, να προσδώσει, την αποδεικτική βαρύτητα της, που αυτό θα κρίνει.

Ο Δικαστικός Πραγματογνώμονας ανεξάρτητα της ιδιότητάς του δύναται να εκπονεί αφενός ιδιωτικούς και εταιρικούς προασφαλιστικούς έλεγχους κινδύνων με σκοπό την ασφάλιση τους (το οποίο επιφέρει σημαντικότατη μείωση του ασφαλίστρου δυνάμει της προκύπτουσας μελέτης εκτίμησης – διαχείρισης ασφαλιστικού κινδύνου (Μ.Ε.Δ.Α.Κ.) που ακολουθεί), αφετέρου να εκπονεί πραγματογνωμοσύνες ιδιωτών και εταιρειών που αφορούν σε ζημίες που προκλήθηκαν σε ασφαλισμένους κίνδυνους.