Τι «διδάσκει» η διεθνής εμπειρία για το θέμα του Επικουρικού

Επιτακτική είναι η ανάγκη αλλαγής της νομοθεσίας για το ύψος και το είδος των αποζημιώσεων που καλύπτει το Επικουρικό Κεφάλαιο στη χώρα μας, προκειμένου να ελεγχθεί το έλλειμμα του φορέα και να μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, οι οποίες ξεπερνούν τα 700 εκατ. ευρώ.  

Οι υποχρεώσεις που είναι αποτέλεσμα της πολιτικής εξυγίανσης του ασφαλιστικού κλάδου και των διαδοχικών ανακλήσεων αδειών που προηγήθηκαν τα τελευταία χρόνια, υπερβαίνουν σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία το πλαίσιο αποζημιώσεων που καλύπτουν οι εγγυοδοτικοί μηχανισμοί που λειτουργούν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 

Σύμφωνα με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία, η υποχρέωση των Επικουρικών Κεφαλαίων για αποζημιώσεις εξαντλείται στα ατυχήματα που προκαλούνται από ανασφάλιστα και άγνωστα οχήματα και όχι στην περίπτωση της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ή πτώχευσης ασφαλιστικής εταιρείας. 

Η πρωτοβουλία της ελληνικής πολιτείας για την καταβολή αποζημιώσεων και στην περίπτωση της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ή πτώχευσης, θεσπίστηκε για κοινωνικούς λόγους και πλέον ισχύει και σε άλλες χώρες καθ’ υπέρβασιν της κοινοτικής νομοθεσίας. Η ελληνική πρωτοτυπία, ωστόσο, συνίσταται στην απεριόριστη κάλυψη όχι μόνο των υλικών ζημιών, αλλά κυρίως στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης. 

Ο προβληματισμός για τον υπολογισμό των χρηματικών ικανοποιήσεων και η ανάγκη καθιέρωσης, σε εθνικό επίπεδο, συστήματος που επιτρέπει τον αντικειμενικό προσδιορισμό των οφειλομένων αποζημιώσεων λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα.

Το ζήτημα αυτό έχει ήδη απασχολήσει πολλά  άλλα κράτη – μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας, τα οποία βρίσκουν σήμερα λύσεις στην υιοθέτηση διαφόρων μεθόδων αντικειμενικού προσδιορισμού των μη οικονομικής φύσεως ζημιών, όπως είναι ο αυστηρός καθορισμός κλιμάκων, πινάκων ή ποσών αποζημίωσης που εφαρμόζονται υποχρεωτικά, εκ του νόμου, ή η διαμόρφωση / δημοσίευση κριτηρίων κοινά αποδεκτών και συστηματικά εφαρμοζομένων, ως κατευθυντήριες οδηγίες, από τους εθνικούς δικαστές. 

Η ευρωπαϊκή εμπειρία, που αναλύεται πιο κάτω, δείχνει ότι ειδικά σε ό,τι αφορά τη χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη της οικογένειας του θανόντος, ορισμένες χώρες δεν αναγνωρίζουν καν τέτοιο δικαίωμα, ενώ αρκετές είναι επίσης οι χώρες που έχουν καταφύγει στον αντικειμενικό προσδιορισμό της.

Ισπανία

Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της Ισπανίας, η οποία έχει διαμορφώσει και υιοθετήσει με νόμο ένα πλήρες σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού των αποζημιώσεων για σωματικές βλάβες και θάνατο σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, μέσω του οποίου καθορίζονται τόσο τα πρόσωπα που δικαιούνται αποζημίωσης, όσο και τα ποσά που δίνονται ως αποζημιώσεις σωρευτικά τόσο για τις οικονομικής φύσεως ζημίες (όπως είναι π.χ. η απώλεια εισοδήματος και η διατροφή) και για τις μη οικονομικής φύσεως ζημίες (όπως είναι η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης).
Πρόκειται για νομικό σύστημα με καθολική δεσμευτική ισχύ, το οποίο περιελήφθη υπό μορφή παραρτήματος στο βασικό νομοθετικό κορμό περί ασφαλίσεως αυτοκινήτου και επικυρώθηκε με νόμο το 1995, εφαρμόζεται δε εφεξής υποχρεωτικά από τα ισπανικά δικαστήρια. 

Στο ισχύον παράρτημα περιλαμβάνεται πίνακας με όλες τις δυνατές περιπτώσεις μόνιμων σωματικών κακώσεων, οι οποίες έχουν περαιτέρω διαβαθμιστεί και αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους πόντους. Το άθροισμα των πόντων μετατρέπεται σε ποσό, σε ευρώ, το οποίο τελεί σε συνάρτηση με την ηλικία του παθόντος και συνιστά τη συνολική αποζημίωση που δικαιούται ο παθών για όλα τα είδη ζημιών που υπέστη (ήτοι για τις οικονομικής και μη οικονομικής φύσεως ζημίες). 

Στις περιπτώσεις πρόσκαιρης ανικανότητας του θύματος, προβλέπεται ως αποζημίωση (στην οποία συμπεριλαμβάνεται πάντα και η χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη) η καταβολή ενός ημερήσιου επιδόματος, το οποίο διακρίνεται σε νοσοκομειακό και μη νοσοκομειακό. 

Όσον αφορά τέλος στις περιπτώσεις θανάτου, προβλέπεται επίσης πίνακας ο οποίος προσδιορίζει τον κύκλο των δικαιούχων αποζημίωσης προσώπων και αποκωδικοποιεί σε χρηματική αξία την αποζημίωση που τα πρόσωπα αυτά δικαιούνται (η υπολογιζόμενη αποζημίωση αφορά σωρευτικά τις οικονομικής και μη οικονομικής φύσεως ζημίες), λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των δικαιούχων, τη σχέση τους με το θύμα και την ηλικία του θύματος κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το ατύχημα. 

Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις αποζημιώσεων, η ισπανική νομοθεσία προβλέπει δυνατότητα αυξομειώσεων του ποσού αποζημίωσης που υπολογίζεται βάσει των ανωτέρω πινάκων με την εφαρμογή προκαθορισμένων, κατά περίπτωση, διορθωτικών συντελεστών, που σχετίζονται με εξατομικευμένα χαρακτηριστικά στοιχεία του παθόντος, όπως είναι π.χ. το ετήσιο εισόδημά του.
Σημειώνεται επίσης ότι για τις ανάγκες εφαρμογής του συστήματος έχει συσταθεί ειδικό διοικητικό όργανο αποτελούμενο από γιατρούς πραγματογνώμονες, οι οποίοι θα συνδράμουν στην ορθή αποτύπωση της σωματικής βλάβης σε πόντους.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι εκτός ρυθμιστικού πεδίου του συστήματος βρίσκονται τα ιατρονοσοκομειακά έξοδα, καθώς και τα έξοδα κηδείας, τα οποία αποζημιώνονται επιπροσθέτως και σε εύλογα πλαίσια.

Γαλλία
Στη Γαλλία δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης έχουν μόνο, όπως έχει νομολογιακά διαπλασθεί, ο σύζυγος και οι συγγενείς πρώτου βαθμού του αποβιώσαντος, δηλαδή οι γονείς και τα τέκνα και όχι άλλα πρόσωπα. Το επιδικαζόμενο, κάθε φορά, ποσό καθορίζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου για κάθε δικαιούχο αναλόγως με την ένταση του δεσμού που διατηρούσε με το θύμα. 

Όσον αφορά στον υπολογισμό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Γαλλικό Δίκαιο προβλέπει την κατηγοριοποίηση των σωματικών βλαβών σε 7 βαθμίδες – κλίμακες, ανάλογα με τη σοβαρότητά τους και στη συνέχεια κατατάσσει την κάθε συγκεκριμένη περίπτωση σωματικής βλάβης στην αντίστοιχη βαθμίδα, η οποία, με βάση «πόντους» και πολλαπλασιαστή, καταλήγει σε συγκεκριμένο ποσό χρηματικής ικανοποίησης. Έτσι, ως προς την απαίτηση αυτή, προβλέπεται συγκεκριμένο σύστημα αντικειμενικοποίησης.

Αποφασιστικό ρόλο στην εκτίμηση της σοβαρότητας ή μη και του βαθμού της σωματικής βλάβης και κατ’ επέκταση στον υπολογισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης διαδραματίζει ο εξειδικευμένος γιατρός (ιατρικός σύμβουλος – πραγματογνώμονας), ο οποίος αποφαίνεται συνολικά για τις συνέπειες που επέρχονται στο θύμα και με βάση την έκθεσή του γίνεται η υπαγωγή του περιστατικού σε μία από τις ανωτέρω 7 βαθμίδες – κλίμακες.

Γερμανία
Σε περίπτωση θανάτου από τροχαίο ατύχημα, η γερμανική νομοθεσία δεν αναγνωρίζει δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στους συγγενείς ή στην οικογένεια του θανόντος. Κατ’ εξαίρεση μόνον αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα και δύναται να επιδικασθεί μικρή χρηματική ικανοποίηση (περίπου 2.500 ευρώ) σε στενό συγγενή του θανόντος, ο οποίος αποδεδειγμένα υπέστη έντονο ψυχικό κλονισμό με την είδηση του θανάτου που απαιτεί ειδική φαρμακευτική αγωγή ή νοσηλεία σε νοσοκομείο.
Αντιθέτως, σε περίπτωση σωματικών βλαβών, το Γερμανικό Δίκαιο προβλέπει δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος λόγω ηθικής βλάβης. 

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση, δύναται να αξιωθεί και να επιδικασθεί υπέρ του παθόντος εύλογη αποζημίωση, το ποσό της οποίας καθορίζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου ή και εξωδίκως μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ του τρίτου ζημιωθέντος και του ασφαλιστή του ζημιογόνου οχήματος. 

Στην πράξη ωστόσο (και όχι μέσω ρητής νομικής πρόβλεψης) έχει εδραιωθεί ένα σύστημα αντικειμενικοποίησης των ποσών που επιδικάζονται λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο βασίζεται στη χρησιμοποίηση από τα δικαστήρια, αλλά και εξωδίκως, αναλυτικών πινάκων που περιλαμβάνονται σε βιβλίο της ADAC (αναγνωρισμένη γερμανική λέσχη αυτοκινήτου), με τους οποίους επιχειρείται η συστηματοποιημένη καταγραφή της σχετικής νομολογίας στο χώρο των αποζημιώσεων ατυχημάτων αυτοκινήτου. Στο βιβλίο αυτό της ADAC περιέχονται πίνακες με όλα τα είδη των σωματικών κακώσεων και τα αντιστοιχούντα ποσά ηθικής βλάβης ανάλογα με την ηλικία, το επάγγελμα του παθόντος και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του ατυχήματος.

Ολλανδία
Το Ολλανδικό Δίκαιο, όπως και το γερμανικό, δεν προβλέπει χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης υπέρ της οικογενείας του αποβιώσαντος. Επισημαίνεται ότι τον Ιανουάριο του 2003 υπήρξε νομοθετική πρωτοβουλία για την καθιέρωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, περιοριζόμενη στο ποσό των 10.000 ευρώ ανά δικαιούχο, χωρίς όμως η εν λόγω προωθούμενη μεταβολή να τεθεί εν τέλει σε ισχύ. 

Προβλέπεται όμως νομοθετικά η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος, η οποία υπολογίζεται βάσει σταθερής νομολογίας και αποτυπώνεται κατά τρόπο συστηματικό. Η νομολογία αυτή συλλέγεται σε ένα ημιεπίσημο βιβλίο το“Smartengeld gids”, το οποίο αναθεωρείται κάθε τρία χρόνια, ώστε να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η λειτουργία ενός, προσαρμοσμένου στα εκάστοτε οικονομικά δεδομένα, μηχανισμού αντικειμενικοποίησης των ποσών της ηθικής βλάβης, στον οποίο προσφεύγουν κατά κόρον όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, με αποτέλεσμα το 90% των περιπτώσεων σωματικών βλαβών να διακανονίζεται εξώδικα (στοιχεία ολλανδικής ασφαλιστικής αγοράς). 

Αγγλία
Το Αγγλικό Δίκαιο αναγνωρίζει, σε περίπτωση θανάτου, δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης μόνο στο σύζυγο και στους γονείς του ανήλικου – άγαμου αποθανόντος τέκνου. Το ποσό της αποζημίωσης καθορίζεται με νόμο και αναπροσαρμόζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Το καθοριζόμενο με νόμο ποσό αποζημίωσης διανέμεται μεταξύ των τυχόν περισσοτέρων δικαιούχων και μπορεί να μειώνεται αναλόγως προς το βαθμό συνυπαιτιότητας του αποθανόντος. 

Αντίθετα, το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν καθορίζεται με νόμο, αλλά εκδίδονται τακτικά οι λεγόμενοι Πίνακες Δικαστικών Μελετών (Judicial Studies Board), που αποτελούν μια ημιεπίσημη έκδοση της πάγιας νομολογίας, η οποία εφαρμόζεται στην πράξη, ως κατευθυντήρια οδηγία, από όλους τους εμπλεκόμενους (δικαστήρια, δικηγόρους, ασφαλιστές, παθόντες). Στους πίνακες αυτούς περιλαμβάνονται όλες οι περιπτώσεις σωματικών κακώσεων με προσωρινή ή μόνιμη ανικανότητα, όλων των ηλικιών των θυμάτων, με προσδιορισμό του ακριβούς αντικειμενικού ποσού που δίνεται ως ηθική βλάβη, το οποίο γίνεται, κατά κανόνα, αποδεκτό (ή σε μέγιστη προσέγγιση) από τα δύο μέρη.

Ελλάδα
Στην περίπτωση της Ελλάδας, και σύμφωνα με το ισχύον σύστημα υπολογισμού, τα ποσά της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, επειδή ακριβώς δεν έχουν οικονομικά μετρήσιμη αξία και δεν στηρίζονται σε ιατρικά δεδομένα ή σε αμιγώς οικονομικά στοιχεία, προσδιορίζονται από τον Έλληνα δικαστή ελεύθερα και υποκειμενικά, κάνοντας χρήση της πλήρους ανεξαρτησίας του και της διακριτικής ευχέρειάς του. Αποτέλεσμα είναι η αποσπασματική αντιμετώπιση της επιδίκασης των ποσών της χρηματικής ικανοποίησης, τα οποία δεν υπακούουν σε κανόνες και είναι συχνά ανομοιόμορφα αλλά και άδικα, με την έννοια ότι οδηγούν σε άνιση μεταχείριση ομοειδών καταστάσεων. 

Επιβαρυντικό παράγοντα αποτελεί το γεγονός ότι ο κύκλος των προσώπων που εντάσσονται στην έννοια της οικογένειας, όπως έχει διαμορφωθεί νομολογιακά στη χώρα μας και τα οποία δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης είναι ιδιαίτερα ευρύς, συγκρινόμενος με αυτόν που συνήθως ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, διογκώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο το κόστος της αποζημίωσης ενός τροχαίου ατυχήματος.

Επιπλέον παρατηρείται και μια δυναμική εξέλιξη της νομολογίας μας μέσα από τη συνεχή διόγκωση του ύψους των επιδικαζόμενων ποσών χρηματικής ικανοποίησης, ως συνέπεια, κάθε φορά, της αύξησης των κατώτατων ορίων της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία οχημάτων. Αξιοσημείωτο είναι το ότι ανάλογη τάση διόγκωσης των αποζημιώσεων που επιδικάζονται λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης δεν παρατηρείται σε άλλους τομείς (τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό και ένταση), όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις χρηματικών ικανοποιήσεων εξαιτίας εργατικού ατυχήματος. 

Στη νομολογιακή αυτή εξέλιξη στις υποθέσεις των τροχαίων ατυχημάτων συμβάλλει, σε μεγάλο βαθμό, η υποχρεωτική παρουσία του ασφαλιστή ή του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς εσφαλμένα έχει διαμορφωθεί η εντύπωση ότι τις αποζημιώσεις πληρώνει η απρόσωπη ασφαλιστική εταιρεία, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι το κόστος των αποζημιώσεων επιβαρύνει εν τέλει το σύνολο της κοινωνίας των ασφαλισμένων. Έτσι, παρά τη θεωρητικά αμιγώς εγγυητικής φύσεως ευθύνη του ασφαλιστή, έχει καταστεί πλέον νομολογιακός κανόνας η εξάντληση υπέρ του παθόντος ή των λοιπών δικαιούχων των εκάστοτε προβλεπόμενων στην ασφαλιστική σύμβαση ασφαλιστικών ποσών. Η δε οικονομική θέση των άμεσα εμπλεκομένων μερών στην πράξη υποσκελίζεται, εστιάζοντας ο δικαστής στην οικονομικά ισχυρότερη θέση του ασφαλιστή.  

Μεγάλος αριθμός έτσι των διαφορών από τροχαίο ατύχημα με σωματικές βλάβες ή θάνατο οδηγείται στα δικαστήρια με την ελπίδα της ευνοϊκής μεταχείρισης από το δικαστή. Καθίσταται συνεπώς δυσχερής έως αδύνατος ο γρήγορος και εξώδικος διακανονισμός των απαιτήσεων προς βλάβη των ίδιων των δικαιούχων, οι οποίοι εισπράττουν τις αποζημιώσεις τους με μεγάλη καθυστέρηση. Σε πολλές δε περιπτώσεις, οι δικαιούχοι εισπράττουν ποσό ίσο ή και μικρότερο από αυτό που τους είχε προσφερθεί εξωδίκως, καθώς σημαντικό μέρος της επιδικασθείσας από τα δικαστήρια αποζημίωσης εισπράττεται από τρίτα πρόσωπα, όπως π.χ. δικηγόρους, πραγματογνώμονες κ.ά.

Η δικαστηριοποίηση των απαιτήσεων, εκτός από την ανομοιόμορφη σε πολλές περιπτώσεις αντιμετώπιση όμοιων καταστάσεων, οδηγεί και σε αύξηση του πραγματικού κόστους των αποζημιώσεων, οι οποίες, και μόνο λόγω των μακροχρόνιων δικαστικών διενέξεων, επιβαρύνονται με υπέρογκους τόκους υπερημερίας, δικαστικά έξοδα κ.ά. Άμεση συνέπεια της διόγκωσης του ύψους των αποζημιώσεων είναι η επιβάρυνση του συνόλου εν τέλει της κοινωνίας των ασφαλισμένων, οι οποίοι καλούνται να αυξήσουν τις εισφορές τους (ασφάλιστρο), προκειμένου να είναι εφικτή η κάλυψη των υποχρεώσεων του συνεχώς διογκούμενου κινδύνου.