Τράπεζες: Κίνδυνος από τους κερδοσκόπους του ηλεκτρονικού trading

του Hamish Risk

Το ηλεκτρονικό trading έχει μεταμορφώσει τις διεθνείς συναλλαγές ισοτιμιών νομισμάτων σε ένα «τέρας» ρευστότητας, ύψους 4 τρισ. δολαρίων την ημέρα, κάτι που έχει συντελέσει στη δημιουργία εσόδων – ρεκόρ σε αυτούς που διαχειρίζονται τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες. Αλλά με το να εστιάζουν τις προσπάθειές τους στο χτίσιμο των δικών τους πλατφορμών, οι τράπεζες αφέθηκαν ανοιχτές σε επιθέσεις από τους βραχυπρόθεσμους traders, οι οποίοι τις επιλέγουν όποτε αυτοί θέλουν και μετατοπίζουν προς αυτές το μεγαλύτερο ρίσκο. Τώρα οι τράπεζες άρχισαν να αντεπιτίθενται σε αυτούς.

«Είναι σαν το ιντερνετικό σεξ», λέει ένας βετεράνος των νομισματικών συναλλαγών, ένα απριλιάτικο απόγευμα και ενώ έτρωγε μπέργκερ και έπινε μπύρες, ψάχνοντας μία μεταφορά για να εξηγήσει την πολυπλοκότητα στη συμπεριφορά των βραχυπρόθεσμων ηλεκτρονικών «επενδυτών». Και ίσως ήταν σωστός ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει. Γιατί η σημερινή αγορά συναλλάγματος έχει μετατραπεί σε ένα φόρουμ γεμάτο από μέλη που έχουν πολλαπλές ταυτότητες ή ψευδώνυμα για να κρύψουν τους πραγματικούς εαυτούς τους, όπου η αποδεκτή αγοραστική συμπεριφορά δεν είναι αυτονόητη, ο έλεγχος είναι «διακριτικός», και τα πράγματα στιγμιαία γίνονται λίγο επικίνδυνα, με τους επενδυτές που ξαφνικά εμφανίζονται και μεμιάς εξαφανίζονται. 

Η επανάσταση της ηλεκτρονικής εκτέλεσης των συναλλαγών και η ανάπτυξη όλο και πιο έξυπνων αλγορίθμων σε αυτές, τα τελευταία χρόνια, έχουν δημιουργήσει μια παράλογη κατάσταση: Η ταχύτητα συναλλαγών συνεχώς αυξάνεται, οι επιλογές μέσω των οποίων οι επενδυτές μπορούν να επενδύσουν γίνονται όλο και περισσότερες, τα σπρεντ στενεύουν σε όλο και μικρότερα περιθώρια, ενώ η ρευστότητα κόβεται σε όλο και μικρότερα κομμάτια, είναι λιγότερο «φιλική» και διαφανής προς τον πελάτη. Πολλοί στην αγορά το αποδίδουν αυτό στη συμπεριφορά των traders, οι οποίοι έχουν επενδύσει πολλά στις τελευταίες τεχνολογίες των τηλεπικοινωνιών, πιο πολύ για να χειραγωγήσουν τις αγορές, παρά για να υπηρετήσουν το ευρύτερο συμφέρον τους. Αυτό έχει δώσει τη δυνατότητα στους traders να «αναχαιτίζουν» τις τράπεζες στις διεθνείς συναλλαγές τους και να «καθαρίζουν» το ρίσκο, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν με τις δικές τους «εσωτερικές» πλατφόρμες. 

Οι τράπεζες που θεωρούνται ηγέτιδες στις νομισματικές συναλλαγές αμφισβητούν ότι αυτές οι δραστηριότητες υπονομεύουν την ακεραιότητα της αγοράς. Τώρα όμως παίρνουν θέση: Μέχρι εδώ ήταν. Θα αναλάβουν αυτές το παιχνίδι με τους βραχυπρόθεσμους traders. 

«Είναι αλήθεια ότι η κοινότητα των βραχυπρόθεσμων επενδυτών αύξησε το επίπεδο ανάληψης ρίσκου των τραπεζών και η Deutsche Bank απαντά σε αυτό επενδύοντας στην υποδομή της, μέχρι το σημείο στο οποίο θα μπορούμε να τους ανταγωνιστούμε τουλάχιστον έως ένα συγκρεκριμένο επίπεδο», αναφέρει ο Ζαρ Αμρόλια, παγκόσμιος επικεφαλής νομισματικών συναλλαγών της τράπεζας, η οποία κατέκτησε την πρώτη θέση για 7η συνεχή χρονιά στο συγκεκριμένο τομέα στη σχετική λίστα του Euromoney. «Πρέπει να μπει και αυτός ο παράγοντας, η δράση δηλαδή των ηλεκτρονικών traders στο risc management και είναι κάτι που αυτή τη στιγμή το λύνουμε». 

Ο Αμρόλια λέει ότι οι βραχυπρόθεσμοι traders ανταγωνίζονται σε συγκεκριμένες περιοχές, αλλά ο ανταγωνισμός αυτός είναι αρκετά σημαντικός σε σημείο που δικαιολογεί την επένδυση που κάνουν οι τράπεζες προκειμένου να διασφαλιστούν. Μια τέτοια περιοχή είναι οι παραδοσιακοί μεσίτες για τις συναλλαγές μεταξύ των ίδιων των brokers, EBS και Reuters. Συγκεκριμένα οι τραπεζίτες λένε ότι η EBS έχει γίνει για τους dealers ένα πραγματικό ναρκοπέδιο. Ήταν η απόφαση που πάρθηκε το 2004, η οποία επιτρέπει στους μεγάλους πελάτες να κάνουν συναλλαγές μέσω της πλατφόρμας (πριν αυτή πωληθεί στην Icap), η οποία επιστρέφει για να τη «στοιχειώσει». Τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν βελτιωθεί στο να υπολογίζουν τις συναλλαγές τους και να αντιλαμβάνονται από πού έχουν απώλειες, ώστε με αυτόν τον τρόπο να βλέπουν πού γίνεται λάθος στην εκτέλεση των πράξεων. Οι traders λένε ότι, ιστορικά, οι χρεώσεις μείωσης του ρίσκου από την εκτέλεση πράξεων στις νομισματικές συναλλαγές, όπως αυτές της EBS ήταν υπερβολικά «ρηχές». 

Δηλαδή οι διαχειριστές της πλατφόρμας ούτε έχαναν ούτε κέρδιζαν. Αυτό όμως δεν ισχύει πλέον. Οι dealers πλέον, όπως οι ίδιοι παραδέχονται, χάνουν 0,25 της μονάδας βάσης του σπρεντ, επειδή οι traders που κάνουν βραχυπρόθεσμες συναλλαγές είναι γρηγορότεροι. Και πραγματικά οι πλατφόρμες έχουν αποδειχτεί εύφορο έδαφος για τους traders που χρησιμοποιούν προηγμένα αλγοριθμικά συστήματα για τις συναλλαγές τους και πλέον σύμφωνα με τους dealers αποτελούν τους τέσσερις μεταξύ των τοπ-τεν πελατών της EBS. H ίδια η EBS λέει ότι είναι τέσσερις ανάμεσα στους πρώτους 15. Τη στιγμή που πολλοί δηλώνουν ότι δε θέλουν να εξαιρεθούν οι ριψοκίνδυνοι traders από τις συναλλαγές, οι ίδιοι αμφισβητούν ότι το σύστημα πρέπει να δυσκολέψει γι’ αυτούς που θέλουν να παίζουν παιχνίδια. 

Για παράδειγμα οι dealers είναι σίγουροι ότι τα fund που λειτουργούν για το εύκολο κέρδος έχουν 48 διαφορετικούς κωδικούς, με άλλα λόγια 48 διαφορετικές συνδέσεις στην EBS, που κάνουν πολύ δύσκολο το έργο της αναγνώρισής τους. Κάποιες τράπεζες μπορεί να έχουν μόνο δύο κωδικούς. Και η δημιουργία τέτοιων κωδικών κάθε άλλο παρά φθηνή είναι. Οι πελάτες πληρώνουν 3.000 δολάρια το μήνα, εκτός του κόστους για κάθε πραγματοποιούμενη συναλλαγή. Για το ριψοκίνδυνο επενδυτή είναι μια εύκολη εξίσωση. Αν αυτά που βγάζει είναι περισσότερα από αυτά που πληρώνει, η επιχειρηματική δραστηριότητα είναι παραγωγική. Για τις τράπεζες όμως ένα τέτοιο μοντέλο είναι πιο δύσκολο να επιβεβαιωθεί. 

«Αν κοιτάξει κανείς την κερδοφορία από τις συναλλαγές του εξωτερικού, τα τελευταία τρία χρόνια θα δει ότι συνεχώς επιδεινώνεται και αναρωτιέται πού έχουν πάει αυτά τα χρήματα. Πάνε στα funds που κάνουν βραχυπρόθεσμες συναλλαγές», λέει ο Κρις Πιουρβς, επικεφαλής της UBS για το e-trading παγκοσμίως. «Δεν κλέβουν, δεν καταπατούν κανένα νόμο: απλά επέλεξαν να εστιάσουν σε ένα συγκεκριμένο τομέα. Αλλά οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να ξεφορτωθούν το ρίσκο και όποτε προσπαθούμε να το κάνουμε, βρίσκουμε πολλές φορές αυτούς τους τύπους απέναντί μας και αυτό μας πονάει».
Στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας πέρσι από την Τράπεζα Διεθνών Διευθετήσεων, έδειξαν το μέγεθος της εξάπλωσης των βραχυπρόθεσμων traders. 

Συνολικά, η δραστηριότητα της αγοράς ενισχύθηκε κατά 20%, στα 4 τρισ. δολάρια την ημέρα, κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών. 

Παρόλα αυτά, το 85% της ανάπτυξης αυτής προήλθε από την αυξημένη συναλλακτική δραστηριότητα από τα «λοιπά χρηματοοικονομικά ιδρύματα», το γκρουπ των ιδρυμάτων δηλαδή που περιλαμβάνει τις μικρότερες τράπεζες, τα fund διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, τα ασφαλιστικά ταμεία, τα hedge funds και άλλα. 

To BIS έβγαλε το συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του 85% ήρθε από το βραχυπρόθεσμο trading. Μάλιστα πιστεύει ότι αφορά στο 25% της συνολικής δραστηριότητας των νομισματικών συναλλαγών, δηλαδή αντιστοιχεί στο ποσό των 375 δισ. δολαρίων τη μέρα, αλλά δεν μπορεί να το επιβεβαιώσει με στοιχεία. 

Υπογράμμισε όμως άλλο ένα ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο. Για πρώτη φορά η δραστηριότητα των «λοιπών ιδρυμάτων» έχει πλέον ξεπεράσει τις συναλλαγές που γίνονται μεταξύ των dealers. Οπότε από πού προέρχονται όλοι αυτοί οι «κερδοσκόποι» traders; Μερικοί είναι «παρακλάδια» των πιο ώριμων funds διαχείρισης κεφαλαίων, αλλά πολλοί άλλοι έχουν βγει τα τελευταία χρόνια από τις ομάδες των ίδιων των τραπεζών που φτιάχνουν τα συστήματα αλγορίθμων για τις βραχυπρόθεσμες συναλλαγές, καθώς βρήκαν την ευκαιρία να χτυπήσουν στα κενά τεχνολογίας των συστημάτων που αυτοί γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα.
Funds όπως το Getco, το GSA Capital, το Jump, το Tower και το Lucid Markets εμφανίζονται πολύ συχνά σε συζητήσεις, με τους βασικούς «παίκτες» ως ενεργούς συμμετέχοντες. 

Το Euromoney είχε μικρή ή καθόλου ανταπόκριση, όταν τηλεφώνησε ζητώντας συνεντεύξεις από κάποια από τα παραπάνω funds.