Το πλεονέκτημα της αυτοσυμμόρφωσης

Σκληρές συνθήκες διαμορφώνονται σταδιακά στην ασφαλιστική αγορά, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις διεθνείς «σταθερές», που αφορούν την προσαρμογή των εταιρειών σε νέες υποχρεώσεις απέναντι στους εποπτικούς φορείς, την προσαρμογή τους σε κανόνες λειτουργίας ενός παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού πλαισίου λειτουργίας, την αλλαγή επιχειρηματικών συμπεριφορών και πολλά άλλα. 

Δεν πρόκειται για αδόκιμες διαδικασίες, που υποβάλλουν σε άσκοπη εξάντληση δυνάμεων τις εταιρείες, αλλά αντίθετα διασφαλίζουν: τη φερεγγυότητα της λειτουργίας τους, την προστασία των καταναλωτών, την ομαλή λειτουργία της αγοράς και την προστασία του ανταγωνισμού. 

Πρόκειται για μία ολική μεταβολή των μέχρι σήμερα δεδομένων, η οποία έχει προ πολλού αποφασιστεί από τη διεθνή κοινότητα και προκειμένου να μην προκαλέσει «σοκ» στις εταιρείες, είναι γνωστό ότι εφαρμόζεται σταδιακά στις αγορές. Οι μεταβολές αυτές, σε όλο το εύρος τους, μπορεί σε κάποιες αγορές να είναι ίσως πιο εύκολες από ό,τι σε άλλες – όπως η ελληνική – που επί σειρά ετών λειτουργούσαν κάτω από κανόνες εθνικού δικαίου και μέσα από διαδικασίες που επέτρεπαν μεγάλη διαφοροποίηση επιχειρηματικών συμπεριφορών, τακτικών ανάπτυξης, εφαρμογών συστημάτων ελέγχου κ.λπ., με τα γνωστά αποτελέσματα. Αυτό λοιπόν το νέο περιβάλλον, στο οποίο καλούνται οι ασφαλιστικές εταιρείες να λειτουργήσουν, είναι γνωστό εδώ και καιρό. Το γεγονός ότι πολλοί έλληνες και ξένοι ειδικοί μιλούν για ασφυκτικές συνθήκες και υπερρυθμίσεις και υπερβολικές απαιτήσεις εγγυήσεων που πρέπει να πληρούν οι εταιρείες για να λειτουργούν, δεν αποτελεί ικανό στοιχείο για να αλλάξουν τα δεδομένα. 

Οι εταιρείες οφείλουν να ακολουθήσουν τους κανόνες. Στο πλαίσιο αυτό και η ελληνική εποπτική αρχή, η Τράπεζα της Ελλάδος, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ελέγχει τις ασφαλιστικές εταιρείες της ελληνικής αγοράς και διαπιστώνει διάφορα όπως, προσφάτως, κατά τις πληροφορίες, ότι κάποιες εταιρείες χρειάζονται ενίσχυση στα κεφάλαιά τους. Δεν έχει σημασία το πόσο και το ποιες. Σημασία έχει, και οφείλουμε να το παρατηρήσουμε, το γεγονός ότι, ακόμα και σήμερα που οι αγορές έχουν εξελιχθεί και οι νόμοι που διέπουν τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι διενείς και απαρέγκλιτοι, θα πρέπει να έρχεται ο επόπτης να υποδεικνύει τι πρέπει να κάνει μια εταιρεία, για να είναι εντός των όσων ορίζει η νομοθεσία. 

Είναι άξιον απορίας το πώς οι εταιρείες δεν βρίσκονται ένα βήμα μπροστά, ώστε να αντιλαμβάνονται από μόνες τους τι θα πρέπει να κάνουν και να σπεύδουν εγκαίρως στις δέουσες κινήσεις, προτού να έλθει η σύσταση ή η υπόδειξη της εποπτικής αρχής. Για ποιο λόγο δεν λειτουργεί ο αυτοέλεγχος και η πρόληψη, ώστε και να μην εμφανίζονται «υπόλογες» απέναντι στην εποπτεία, αλλά και να δημιουργούν ένα πλεονέκτημα προβολής τους στους καταναλωτές.