Οι διακριτές διαφορές τραπεζών και ασφαλιστικών

Η επίπτωση της οικονομικής κρίσης πλήττει, σε μεγάλο βαθμό, την παγκόσμια οικονομία. Οι διαγραφές αξιογράφων και οι χαμηλότερες αποδόσεις επενδύσεων κατέστρεψαν δισεκατομμύρια ευρώ στην αγορά κεφαλαιοποίησης μόνο μέσα σε λίγους μήνες, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις – και ως εκ τούτου και τους φορολογούμενους – σε πρωτοφανείς διασώσεις.

Οι πολιτικοί σήμερα αναζητούν λύσεις, και πιέζουν, προς την κατεύθυνση ρυθμιστικών αλλαγών, που θα ρυθμίζουν και θα εποπτεύουν διάφορους οικονομικούς τομείς. Οι ρυθμιστικές προθέσεις εστιάζουν όχι μόνο στο να αποτρέψουν, ή τουλάχιστον να μετριάσουν, μία επικείμενη κρίση, αλλά επίσης στο να αποφευχθεί η κυβερνητική παρεμβατικότητα για τον περιορισμό των επιπτώσεων.

Αυτό βέβαια δεν αποτελεί έκπληξη. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης, οι κυβερνήσεις της G-20 και οι κεντρικές τράπεζες παρείχαν περισσότερα από 11.000 δισ. ευρώ για την υποστήριξη του τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, ενώ μόλις 20 δισ. δολ. δόθηκαν στον ασφαλιστικό τομέα.

Είναι βέβαια ζωτικής σημασίας να παίρνουμε «μαθήματα» μετά από περιόδους κρίσεων, και ειδικά όταν μία κρίση έχει επηρεάσει τόσο πολύ την παγκόσμια οικονομία. Συνήθως, μετά από μία κρίση, οι κυβερνώντες προβαίνουν σε μεταρρυθμίσεις για τα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα. Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί μια ανησυχητική τάση. Αρκετές ρυθμιστικές αρχές αντιμετωπίζουν στο σύνολό τους οικονομικούς τομείς και δεν διακρίνουν τα διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα. 

Για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις σκέφτονται να υιοθετήσουν ένα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο, όπως τις υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις και «επαχθείς» ρυθμίσεις στα ιδρύματα που εμφανίζουν ομοιότητες. Επιπροσθέτως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε τον Απρίλιο την ενδιάμεση μελέτη, που προτείνει φόρους ή εισφορές σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με στόχο να αναδομηθεί το τραπεζικό σύστημα και να χρηματοδοτηθούν τα μελλοντικά κόστη τής εκκαθάρισης των εταιρειών. 

Το συμπέρασμα είναι ότι οτιδήποτε ισχύει για τις τράπεζες, ισχύει και για τις ασφαλιστικές. Όμως το συμπέρασμα αυτό είναι λανθασμένο. Η ιδιωτική ασφάλιση δεν ήταν ούτε η αιτία της κρίσης ούτε ο κύριος αποδέκτης της κρατικής υποστήριξης. Οι ασφαλιστικές και οι τράπεζες διαδραμάτισαν διαφορετικό ρόλο στην κρίση, επειδή λειτουργούν με διακριτά επιχειρηματικά μοντέλα και γι’ αυτό έχουν διαφορετικά προφίλ κινδύνου, τόσο σε επίπεδο μικροοικονομίας (σταθερότητα σε κάθε οργανισμό) όσο και σε επίπεδο μακροοικονομίας (σταθερότητα του συστήματος συνολικά).

Τον πυρήνα των εργασιών των ασφαλιστικών εταιρειών απτελεί η συγκέντρωση και η μεταφορά κινδύνου, ενώ των τραπεζών η συλλογή καταθέσεων και η έκδοση δανείων. 

Σε επίπεδο μικροοικονομικό, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν πιο σταθερή και μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση, απλούστερο ισολογισμό και σημαντικά μικρότερη έκθεση σε κινδύνους έλλειψης ρευστότητας. 

Τα ασφαλιστικά περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις είναι γενικά συνδεδεμένα μεταξύ τους, ενώ στις τράπεζες συχνά υπάρχει αναντιστοιχία, γεγονός που καθιστά τον κίνδυνο υπερβολικά σημαντικό. Η διαφάνεια και η ιδιοκτησία των κινδύνων υποτίθεται ότι είναι κοινές στην ασφάλιση και το συμβατικό λιανεμπόριο ή τον επιχειρηματικό τραπεζικό τομέα, αλλά εμφανίζονται με χαμηλότερη ένταση στις μη βασικές τραπεζικές εργασίες. Κατά μέσο όρο, η μεταβλητότητα του κεφαλαίου είναι υψηλότερη στον τραπεζικό τομέα. Η διασυνδεσιμότητα μεταξύ των ιδρυμάτων βρίσκεται στο βασικό πυρήνα του τραπεζικού επιχειρηματικού μοντέλου (κυρίως λόγω διατραπεζικού δανεισμού), ενώ στον ασφαλιστικό κλάδο είναι περιορισμένη ως φαινόμενο. 

Συνεπώς, τα προφίλ κινδύνου των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών εμφανίζουν θεμελιώδεις διαφορές. Ο πυρήνας των εργασιών των ασφαλιστικών εταιρειών είναι η διαφοροποίηση του κινδύνου στο χαρτοφυλάκιο και κατά την πάροδο του χρόνου. Αυτό το στοιχείο καθορίζει και το μακροπρόθεσμο προφίλ κινδύνου στον κλάδο της ασφάλισης σε αντίθεση με το βραχυπρόθεσμο στον τραπεζικό χώρο. Οι ασφαλιστικές εταιρείες εκτίθενται κυρίως στην αντασφάλιση και τους κινδύνους της αγοράς, στην καλοήθη ρευστότητα και τον πιστωτικό κίνδυνο. Οι τράπεζες εκτίθενται κυρίως ως προς τη ρευστότητα, την αγορά και τον πιστωτικό κίνδυνο, αλλά όχι στην αντασφάλιση κινδύνου. Η μορφή της έκθεσης στην αγορά κινδύνου ποικίλλει. Το ρίσκο των αγορών είναι σημαντικό τόσο για τον τραπεζικό όσο και για τον ασφαλιστικό κλάδο, αλλά διαφέρει ως προς τις σημαντικές του παραμέτρους, όπως τη χαμηλότερη αναντιστοιχία κινδύνου στα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις των ασφαλιστικών εταιρειών. 

Και οι δύο, τράπεζες και ασφαλιστικές, θεωρούνται οικονομικοί ενδιάμεσοι. Ωστόσο, διαδραματίζουν εντελώς διαφορετικούς ρόλους ως προς την αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας στο σύνολό της. Οι τράπεζες λειτουργούν ως κινητήριος μοχλός και είναι μέρος του συστήματος πληρωμών και διακανονισμού. Με την ιδιότητά τους αυτή μεταφέρουν στην οικονομία τη νομισματική πολιτική από τις κεντρικές τράπεζες. Οι ασφαλιστές, από την άλλη, ενισχύουν σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη, παρέχοντας ασφάλεια στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις από πιθανά αρνητικά συμβάντα. Ωστόσο, αν και ο ρόλος αυτός είναι κρίσιμος για την οικονομία, οι ασφαλιστικές λειτουργούν παραμένοντας λιγότερο συνδεδεμένες με το σύνολο της οικονομίας.
Σε επίπεδο μακροοικονομικό, με βάση τα κριτήρια για την ταυτοποίηση των συστημικών κινδύνων που έχουν τεθεί από το FSB (Financial Stability Board) και την IAIS, (International Association of Insurance Supervisors), το κέντρο των ασφαλιστικών εργασιών δεν παράγει συστημικούς κινδύνους που μεταφέρονται αυτομάτως στην οικονομία. Οι πιθανότητες μετάδοσης του κινδύνου είναι περισσότερο περιορισμένες, η υποκατάσταση μεγαλύτερη και η οικονομική τρωτότητα μικρότερη από ό,τι στις τράπεζες. 

 Η οικονομική θέση των ασφαλιστικών επιδεινώνεται με πολύ χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι αυτή των τραπεζών και το ρυθμιστικό πλαίσιο στον ασφαλιστικό κλάδο θέτει δύο επίπεδα κεφαλαιακών απαιτήσεων, για να διασφαλιστεί η πρώιμη ανίχνευση οικονομικών προβλημάτων, με την εφαρμογή των κατάλληλων ενεργειών από τη διοίκηση και τους επόπτες. Ακόμα και αν μια ασφαλιστική εταιρεία αποτύχει, μία μεθοδική εκκαθάριση είναι πάντα πιο εύκολη, εφόσον οι εταιρείες πασχίζουν να αντιστοιχίσουν τις αναμενόμενες μελλοντικές απαιτήσεις αποζημιώσεων με επαρκή κεφάλαια.

Ωστόσο, κάποιες ασφαλιστικές εταιρείες μπορεί να αναλάβουν έναν περιορισμένο αριθμό εργασιών που δεν περιλαμβάνονται στον πυρήνα του ασφαλιστικού κλάδου και σχετίζονται με το τραπεζικό σύστημα. Αυτές οι περιπτώσεις μπορούν να ρυθμιστούν σε επίπεδο μικροοικονομίας. Τέλος, ως μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, οι ασφαλιστικές μπορούν να μεταδώσουν – όπως φάνηκε και από την παρούσα κρίση – ή να απορροφήσουν τα συστημικά σοκ ή τους κινδύνους που παράγονται από άλλα μέρη του οικονομικού συστήματος.

Η CEA, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Αντασφαλίσεων, υποστηρίζει κάθε προσπάθεια προς τη βελτίωση του κανονιστικού πλαισίου και της εποπτείας για τις ασφαλιστικές εταιρείες, που θα οδηγήσει σε μια ασφαλή και ανταγωνιστική ασφαλιστική βιομηχανία και θα ενδυναμώσει την καταναλωτική εμπιστοσύνη. 

Το να εξάγουμε στον ασφαλιστικό κλάδο τις μεταρρυθμίσεις και τις φορολογικές προτάσεις για τη ρύθμιση του τραπεζικού κλάδου μετά την κρίση, αποτελεί εσφαλμένη ρυθμιστική αντιμετώπιση σε προβλήματα που στην ασφάλιση είτε είναι περιορισμένα είτε δεν υπάρχουν. Το να επιβάλλει κανείς ένα ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο για τις τράπεζες στους ασφαλιστές θα πυροδοτήσει συμπεριφορές «αγέλης», οδηγώντας διαφορετικούς τομείς στο να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Αυτό θα οδηγήσει σε μία συνεχή αποδυνάμωση του μοντέλου λειτουργίας στον ασφαλιστικό κλάδο και θα δημιουργήσει προβλήματα στο δυνητικά σταθεροποιητικό ρόλο που η ασφάλιση διαδραματίζει στην πορεία της οικονομίας, των επιχειρήσεων και των πολιτών.

Η ύπαρξη διαφορετικών μοντέλων, που είναι αποτέλεσμα κατάλληλων, ειδικών για το κάθε μοντέλο, ρυθμιστικών πλαισίων και εποπτείας, δημιουργεί στην αγορά την αναγκαία ποικιλία, που είναι η βάση για την οικονομική σταθερότητα.

Με βάση τα διαφορετικά μοντέλα λειτουργίας της ασφαλιστικής και τραπεζικής βιομηχανίας , η CEA κάνει τις ακόλουθες προτάσεις για μία, μετά την κρίση, ρυθμιστική παρέμβαση, που θα οδηγήσει στην ενδυνάμωση των κανόνων στην ασφάλιση:

• Είναι σημαντική η συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο για την οριοθέτηση του κανονιστικού πλαισίου στον ασφαλιστικό χώρο. Με αυτό τον τρόπο, θα διασφαλιστεί η σύγκλιση των κανονιστικών πλαισίων στις οικονομικές υπηρεσίες και θα αποφευχθούν ρυθμιστικά κενά. 

• Οι μη ρυθμιζόμενες από τους κανονισμούς οικονομικές οντότητες και δραστηριότητες πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο των αρμοδίων αρχών, προκειμένου να καλυφθούν τα ρυθμιστικά κενά.

• Οι βασικές εργασίες των ασφαλιστικών εταιρειών δεν παράγουν συστημικό στρες. Ο περιορισμένος αριθμός των εργασιών που δεν εντάσσονται στον πυρήνα των ασφαλιστικών εταιρειών, θα πρέπει να ρυθμιστούν με κατάλληλη εποπτεία σε μικροοικονομικό επίπεδο. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, εδώ, θα διαδραματίσει η Solvency II.

• Ο ασφαλιστικός τομέας πρέπει να αντιπροσωπεύεται στις δημόσιες συζητήσεις για οικονομική σταθερότητα. Οι ασφαλιστές μπορούν να μεταδώσουν και να απορροφήσουν συστημικούς κινδύνους που προέρχονται από άλλους κλάδους της οικονομίας και θα πρέπει να εκπροσωπούνται στις δημόσιες συζητήσεις, προκειμένου να εκφράζουν την άποψή τους ως ειδικοί στο χώρο της ασφάλισης.

• Σε μακροοικονομικό επίπεδο χρειάζεται να εστιάσουμε στις συστημικής σημασίας δραστηριότητες ή σε προϊόντα για τη σταθερότητα της οικονομίας. Η καταγραφή μεμονομένων εταιρειών ως συστημικής σημασίας έχει αρκετά μειονεκτήματα, όπως ότι μπορεί να χαθεί η καταγραφή του συνολικού αποτελέσματος από τις μη καταγεγραμμένες εταιρείες.

• Όποια και αν είναι η εποπτική στρατηγική, το μοντέλο λειτουργίας των ασφαλιστικών εταιρειών πρέπει να είναι αναγνωρισμένο.

• Η υπερβολική ρύθμιση και η ακατάλληλη γενίκευση σε σχέση και με άλλους τομείς πρέπει να αποφεύγεται. Σε μικροοικονομικό επίπεδο, στην Ευρώπη, η νέα Solvency είναι το κατάλληλο πλαίσιο για τις υπάρχουσες ανάγκες της ασφαλιστικής βιομηχανίας. Ήδη η οδηγία ενσωματώνει κάποιους από τους πρωταρχικούς στόχους της Βασιλείας III για τις τράπεζες (όπως υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις για δραστηριότητες που ενέχουν κινδύνους και ομαδική εποπτεία). Η απλή μεταφορά μέτρων από τη Βασιλεία III στον ασφαλιστικό τομέα, όμως, θα δώσει λύση σε ένα πρόβλημα που δεν υφίσταται και θα καταστεί στην καλύτερη περίπτωση μη αποτελεσματική, ενώ στη χειρότερη αποδιοργανωτική και κοστοβόρα για τον κλάδο. Στο τέλος, η υπερβολική ρύθμιση θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στους καταναλωτές και την οικονομία, καθώς θα οδηγήσει σε αυξήσεις των τιμών των ασφαλιστικών προϊόντων, που θα γίνουν λιγότερο ελκυστικά στους καταναλωτές.

• Προϊόντα με παρόμοιο προφίλ κινδύνου πρέπει να έχουν ισοδύναμο κανονιστικό πλαίσιο, ανεξάρτητα από τον πάροχό τους. Το γεγονός ότι υπάρχει κανονιστικό πλαίσιο με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τομέα, δε σημαίνει ότι προϊόντα με το ίδιο προφίλ κινδύνου δε θα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο.

• Οι λογιστικές ρυθμίσεις θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τη φύση του ασφαλιστικού μοντέλου και να είναι συνεπείς με τον ισολογισμό

• Στις συζητήσεις σχετικά με τις φορολογικές υπηρεσίες πρέπει να αναγνωρίζονται οι διαφορετικοί κίνδυνοι που προέρχονται από διαφορετικούς τύπους οικονομικών οντοτήτων. Οποιοδήποτε είδος σταυροειδών επιδοτήσεων μεταξύ οικονομικών τομέων είναι ακατάλληλο, καθώς ανταμείβει τις οικονομικές οντότητες που ενέχουν περισσότερο ρίσκο εις βάρος αυτών που ενέχουν λιγότερο ρίσκο.

• Το σωρευτικό αποτέλεσμα σε μικροοικονομικό και μακροοικονομικό επίπεδο πρέπει να υπολογίζεται για κάθε τομέα ξεχωριστά, αλλά και σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους.

Πηγή: CEA:Insurance: A unique sector