Η ποιότητα της εποπτείας εχέγγυο για την ανάπτυξη της ιδιωτικής ασφάλισης

Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου ECEFIL, που διεξήχθη  στις 18 και 19 Μαΐου με θέμα «Ρύθμιση και Εποπτεία των Αγορών. Προκλήσεις και Προοπτικές», η Γενική Διευθύντρια της ΕΑΕΕ   στο πλαίσιο της συμμετοχής της στο  συνέδριο αναφέρθηκε στο θέμα «Ρύθμιση και Εποπτεία Ασφαλιστικής Αγοράς-Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον».  Τα βασικότερα σημεία της ομιλίας της είναι τα εξής:

Ι. ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

- Η ποιότητα της εποπτείας διαμορφώνει το βαθμό αξιοπιστίας της ιδιωτικής ασφάλισης στους κόλπους της κοινωνίας, αποτελώντας συγχρόνως εχέγγυο της ανάπτυξής της.

- Η άσκηση εποπτείας προϋποθέτει κατάλληλη νομοθεσία και αποτελεσματική εποπτική αρχή

ΙΙ. ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ & ΤΗΝ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΣΕ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ

 Η ενίσχυση της προστασίας των ασφαλισμένων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση.

- το ασφαλιστικό προϊόν είναι εξειδικευμένο και τεχνικό  περιορισμένη γνώση των καταναλωτών στο ασφαλιστικό αντικείμενο   ανάγκη αποκατάστασης του κενού γνώσης του μέσου καταναλωτή μέσω κρατικών εποπτικών μηχανισμών

- το ασφαλιστικό προϊόν ενσωματώνει υπόσχεση για παροχή ασφαλιστικής προστασίας κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου  ανάγκη συνεχούς διατήρησης της φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης, ώστε να είναι σε θέση, όποτε συμβεί ο κίνδυνος, να ανταποκριθεί στην υπόσχεσή της για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης / ασφαλίσματος

- Η εξασφάλιση συνθηκών οικονομικής σταθερότητας, η αποφυγή συστημικού κινδύνου υπέρ επενδυτών και καταναλωτών και η εμβάθυνση της ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς ασφαλίσεων.

- ασφαλιστικές επιχειρήσεις  αναπόσπαστο μέρος του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος  + δυναμικός θεσμικός επενδυτής μέσω της επένδυσης των τεχνικών τους αποθεμάτων και της ελεύθερης περιουσίας τους

ΙΙΙ. ΕΘΝΙΚΟΙ ΕΠΟΠΤΙΚΟΙ ΦΟΡΕΙΣ- ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

- Επί πολλά χρόνια η εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ήταν κατά την κρατούσα αντίληψη αναποτελεσματική  και εκ του αποτελέσματος ανεπαρκής.

- επιπτώσεις μέχρι σήμερα: από το  1981 έως 2011 ανάκληση άδειας λειτουργίας 69 ασφαλιστικών επιχειρήσεων

- σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές όπου τα φαινόμενα κατάρρευσης ασφαλιστικών επιχειρήσεων για την αντίστοιχη χρονική περίοδο σχεδόν μηδενικά

Η αδυναμία της να ρυθμίσει συστηματικά και ουσιαστικά την αγορά λειτούργησε ανασταλτικά στην εδραίωση της απαιτούμενης εμπιστοσύνης για το θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης.

- Πρώτη σοβαρή προσπάθεια για μια αναβαθμισμένη εποπτεία έγινε το 2008, όπου τέθηκε σε λειτουργία η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), η οποία συστάθηκε με το ν.3229/2004, ως ανεξάρτητη αρχή υπαγόμενη στο Υπουργείο Οικονομικών.

- Από το Δεκέμβριο του 2012, με το ν.3867/2010 η ασφαλιστική εποπτεία μεταφέρεται στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), οργανισμό με δεδομένη αξιοπιστία και εποπτική τεχνογνωσία προς:
- έναν καλύτερο συντονισμό της εποπτείας του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος,
– ένα σαφώς αναβαθμισμένο εποπτικό σχήμα 
- την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του συστημικού κινδύνου.

- δημιουργία ειδικής Διεύθυνσης (Διεύθυνσης Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης Δ.Ε.Ι.Α.) με εξειδικευμένο στελεχιακό δυναμικό για την αντιμετώπιση των εξειδικευμένων απαιτήσεων του ασφαλιστικού μοντέλου εποπτείας

III. ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

- Όσο η ευρωπαϊκή ασφαλιστική νομοθεσία εξελισσόταν και γινόταν ολοένα και πιο εξειδικευμένη, κάτι που σηματοδότησε η εισαγωγή των πρώτων κανόνων Solvency I (οδηγίες 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ), η ανάγκη για στενότερη συνεργασία μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών, συντονισμό των επιμέρους εθνικών πρακτικών αλλά και για εξομάλυνση διαφορών γινόταν πιο επιτακτική.

- μέσω δημιουργίας θεσμικών ευρωπαϊκών οργάνων αρμόδιων για την ασφάλιση με μέλη αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών

- Για το λόγο αυτό, αρχικά λειτούργησε το λεγόμενο Conference (διάσκεψη) των εθνικών εποπτικών αρχών, στο οποίο συμμετείχαν αντιπρόσωποι αυτών και το οποίο λάμβανε χώρα δύο φορές το χρόνο. Από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα, οι εξελίξεις στον τομέα αυτό ήταν ραγδαίες και έχουν ως εξής:

Οδηγία 91/675/ΕΟΚ: δημιουργία «Επιτροπής Ασφαλιστικών Θεμάτων» (Insurance Committee) ως συμβουλευτικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (π.χ. διατύπωση γνώμης σε σχέδιο της Επιτροπής εκτελεστικών κανόνων), αποτελούμενου από αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών

Απόφαση 2004/9/ΕΚ: αντικατάσταση της ως άνω Επιτροπής από την «Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων» (CEIOPS-Committee of European Insurance and Occupational Pension Supervisors), απαρτιζόμενης από τους επικεφαλής των εθνικών εποπτικών αρχών («αντιπροσώπους υψηλού επιπέδου») και με αναβαθμισμένες και πιο διευρυμένες αρμοδιότητες:
 παροχή συμβουλής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά από αίτημά της, σε θέματα πολιτικής στον τομέα της ασφάλισης και σε νομοθετικές προτάσεις αυτής
 εξέταση κάθε θέματος που συνδέεται με την εφαρμογή των κοινοτικών ασφαλιστικών διατάξεων

Κανονισμός 2010/1094/ΕΕ: αντικατάσταση της CEIOPS από την EIOPA (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων- European Insurance and Occupational Pensions Authority) μετά τη δημοσίευση στις 15 Δεκεμβρίου 2010 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (L 331, 15.12.2010) του νομοθετικού πακέτου για την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής χρηματοοικονομικής εποπτείας.

ΙV. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ

Η χρηματοοικονομική κρίση το 2007 και το 2008 έφερε στην επιφάνεια ουσιώδεις δυσλειτουργίες του προ ΕΙΟΡΑ εποπτικού πλαισίου, οφειλόμενες:

- στην αδυναμία των εθνικών εποπτικών μοντέλων να ανταποκριθούν στη χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση και στη διασύνδεση των χρηματοοικονομικών αγορών μέσω της διασυνοριακής δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων
- σε ανεπάρκειες στους τομείς της συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των επιμέρους εθνικών εποπτικών αρχών
- στην έλλειψη συνεπούς εφαρμογής της κοινοτικής ασφαλιστικής νομοθεσίας.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις ανέδειξαν την ανάγκη για: εμβάθυνση της εποπτικής σύγκλισης, μεγαλύτερη εναρμόνιση και συνεκτική ρύθμιση στον τομέα της ασφάλισης, αποτροπή καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, διασφάλιση δέουσας ρύθμισης και εποπτείας, ενίσχυση της προστασίας ασφαλισμένων και επενδυτών.

V. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ & ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

Η χρηματοοικονομική κρίση δεν αποτέλεσε εφαλτήριο:
- μόνο για την αναθεώρηση της αρχιτεκτονικής του ευρωπαϊκού πλαισίου εποπτείας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου του τομέα των ασφαλίσων αλλά και
– για την εντατική διερεύνηση ανάγκης για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πλαισίου λειτουργίας εγγυητικών μηχανισμών στον τομέα της ιδιωτικής ασφάλισης (IGS- Insurance Guarantee Schemes), την οποία σηματοδότησε η έκδοση σχετικής Λευκής Βίβλου τον Ιούλιο 2010.

Παρά το γεγονός ότι η κρίση κατά τη διετία 2007-2008 δεν συνδέεται άμεσα με τον τομέα της ιδιωτικής ασφάλισης, ο οποίος ανταπεξέλθηκε ικανοποιητικά, οι επιπτώσεις της ήρθαν περαιτέρω να επιβεβαιώσουν την ορθότητα της απόφασης των οργάνων της Ε.Ε. για την αναθεώρηση του τρόπου χρηματοοικονομικής λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η οποία υλοποιήθηκε με την οδηγία 2009/138/ΕΚ (Φερεγγυότητα ΙΙ).

- οι διεργασίες για την προετοιμασία της οδηγίας είχαν ξεκινήσει ήδη από το Μάιο  2001, πολύ πριν την εμφάνιση της κρίσης του 2007-2008.

VI. ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ;

-Τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), που οργανώνει βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας σε ένα δίκτυο τις εθνικές εποπτικές αρχές και τις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές που συνιστούν το ΕΣΧΕ και είναι οι εξής:
i. την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΙΟPA)
ii. την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΒΑ)
iii. την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών & Αγορών (ΕSMA)
iv. τη Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (διατομεακά θέματα και τομέας εποπτείας χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων)

- Τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) ως αναπόσπαστου μέρους του ΕΣΧΕ (για τη μακροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος).
 
Στη νέα δομή εποπτείας διατηρείται η λογική της τριφασικής εποπτείας ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τραπεζών και κινητών αξιών λόγω των ιδιαίτερων προκλήσεων του κάθε τομέα. Επιπλέον, η έδρα κάθε Ευρωπαϊκής Αρχής ορίστηκε σε διαφορετική πόλη: EIOPA: Φρανκφούρτη, ΕΒΑ: Λονδίνο και ΕSMA: Παρίσι.

 
VII. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΕΙΟPA

 Η σύστασή της θα μπορούσε να εκληφθεί ως προάγγελος μιας ενοποιημένης εποπτικής αρχής;

- Συστήνεται ως ανεξάρτητος ευρωπαϊκός οργανισμός με νομική προσωπικότητα (π.χ. παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου).

- Οι αρμοδιότητές της δεν είναι μόνο συμβουλευτικές αλλά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις της παρέχονται εξουσίες λήψης αποφάσεων με αποδέκτες ακόμη και μεμονωμένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, παρακάμπτοντας τις εθνικές εποπτικές κυριαρχίες.

- Η εθνική εποπτεία χάνει σημαντικό έδαφος σε εθνικούς «ελιγμούς», καθοδηγούμενη και ελεγχόμενη στενά από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή.

– Χωρίς να εξαντλείται το σύνολο των προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων, ως πιο κρίσιμες επισημαίνονται οι εξής:

1. Παραγωγή πράξεων & έκδοση αποφάσεων

• κατάρτιση για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων αυτής κατ’ άρθρο 290 ΣΛΕΕ (κατ’ εξουσιοδότηση έκδοση μη νομοθετικών πράξεων που συμπληρώνουν/ τροποποιούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία κοινοτικής νομοθεσίας)

• κατάρτιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων με εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ για τον καθορισμό ενιαίων όρων εφαρμογής της κοινοτικής ασφαλιστικής νομοθεσίας (όπως ορίζεται στην παρ.2 του άρθρου 1 του Κανονισμού), τα οποία υπόκεινται στην έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

– implementing measures για τον τρόπο εφαρμογής και την εξειδίκευση της οδηγίας-πλαίσιο του Solvency II (LEVEL II) χωρίς αυτά η οδηγία παραμένει ένα γενικόλογο πλαίσιο κανόνων και αρχών  η έκδοσή τους τοποθετείται χρονικά αρχές 2012 μετά την ολοκλήρωση της οδηγίας Omnimus που περιέχει, μεταξύ άλλων, μεταβατικές διατάξεις στην εφαρμογή του Solvency II

• έκδοση (ημιαναγκαστικών) κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων προς εθνικές εποπτικές αρχές ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις προς το σκοπό της καθιέρωσης ενιαίων και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών

– guidelines για την εφαρμογή οδηγίας Solvency II (LEVEL III)

• έκδοση γνωμοδοτήσεων προς εθνικές εποπτικές αρχές και κατάρτιση προτύπων υποβολής εκθέσεων και διεθνών λογιστικών προτύπων

• παρέμβαση σε περιπτώσεις αναφορών για μη εφαρμογή ή εσφαλμένη εφαρμογή εκ μέρους εθνικής εποπτικής αρχής του ευρωπαϊκού ασφαλιστικού δικαίου (συμπεριλαμβανομένων ρυθμιστικών και εκτελεστικών προτύπων) σε τρία στάδια:

- έρευνα των αναφορών και ολοκλήρωσή της εντός διμήνου με σύσταση προς την ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή
- σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της εποπτικής αρχής, εμπλοκή Επιτροπής κατόπιν σχετικής ενημέρωσής της από την ΕΙΟΡΑ εκδίδοντας επίσημη γνώμη και απαιτώντας συμμόρφωση
- σε περίπτωση παρατεταμένης αδράνειας της εποπτικής αρχής, δυνατότητα ΕΙΟΡΑ για έκδοση απόφασης άμεσα εφαρμοζομένης στην εμπλεκόμενη ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία υπερισχύει οποιασδήποτε προγενέστερης εθνικής απόφασης

- μέτρο έσχατης λύσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις παράβασης άμεσα  εφαρμόσιμου δικαίου (Κανονισμών)
–  βάσει Κανονισμού ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται και με κανονισμούς

o δράση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης που απειλεί την εύρυθμη λειτουργία ή σταθερότητα του ασφαλιστικού συστήματος (μέρους ή ολόκληρου) εκδίδοντας αποφάσεις προς τις εθνικές εποπτικές αρχές για λήψη συγκεκριμένων μέτρων

-  σε περίπτωση μη συμμόρφωσης εθνικής εποπτικής αρχής προς την απόφαση προβλέπονται ανάλογες με τις ως άνω εξουσίες

o επίλυση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών σε διασυνοριακές καταστάσεις

-  σε περίπτωση μη συμμόρφωσης εθνικής εποπτικής αρχής προς την απόφαση προβλέπονται ανάλογες ως άνω εξουσίες

2. Εξέταση συστημικού κινδύνου

• έλεγχος, εκτίμηση και μέτρηση συστημικού κινδύνου εντός ασφαλιστικού συστήματος Ε.Ε. σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ

- έκδοση guidelines και συστάσεων σε μεμονωμένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν
- ανάπτυξη stress tests για τον εντοπισμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων στις οποίες ενδεχομένως ελλοχεύει συστημικός κίνδυνος
- συμβολή στην ανάπτυξη και στο συντονισμό σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης ασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό κατάρρευση ως και μηχανισμών χρηματοδότησης για ελαχιστοποίηση ενδεχόμενου συστημικού κινδύνου.

• συμβολή στην εκτίμηση της ανάγκης δημιουργίας Ασφαλιστικών Εγγυητικών Ταμείων  (IGS) σε περίπτωση αφερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης.

- Ήδη έχει εκδοθεί Λευκή Βίβλος για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικτύου IGS (θέμα σε εξέλιξη).
- Θέση της ευρωπαϊκής ασφαλιστικής αγοράς μέσω CEA:

- Με την εφαρμογή του Solvency II εκμηδενίζονται οι πιθανότητες αφερεγγυότητας –κεφαλαιακή επάρκεια (SCR-Solvency Capital Requirement) τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει από χρεοκοπία σε ποσοστό εμπιστοσύνης 99,5% και σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους, οπότε παρέλκει η ανάγκη ύπαρξης εγγυητικών μηχανισμών
- σε κάθε περίπτωση η πρόβλεψη εγγυητικών ταμείων να περιοριστεί στον κλάδο ζωής, λόγω του μακροπρόθεσμου-αποταμιευτικού χαρακτήρα τους και της αυξημένης κοινωνικής τους σημασίας.

3.  Αξιολογήσεις (peer reviews)

Προβλέπεται σύστημα αλληλοελέγχου μεταξύ των ομότιμων εθνικών εποπτικών αρχών. Στόχος των αξιολογήσεων:

- όχι μόνο ο βαθμός εποπτικής σύγκλισης αλλά και
- η ικανότητα των εποπτικών αρχών να επιτυγχάνουν αποτελέσματα υψηλής ποιότητας καθώς και
- η ανεξαρτησία τους (π.χ. επαρκείς πόροι).

Ρόλος ΕΙΟΡΑ: οργάνωση των περιοδικών αξιολογήσεων + ανάπτυξη κατάλληλου μεθοδολογικού πλαισίου για την επίτευξη συγκρίσιμων εκτιμήσεων +
 έκδοση guidelines και συστάσεων βάσει των αποτελεσμάτων αξιολόγησης

• Εκτιμάται ότι αποδέκτες ελέγχων θα είναι επί το πλείστον εποπτικές αρχές κρατών μελών με τη μικρότερη ασφαλιστική εμπειρία έναντι κράτων-μελών με πλούσια ασφαλιστική παράδοση και ανεπτυγμένη ασφαλιστική αγορά.

4. Σύστημα ανάθεσης

Θεσπίζεται σύστημα ανάθεσης μέσω του οποίου θα ανατίθεται από μια εθνική εποπτική αρχή η άσκηση εποπτικών καθηκόντων στην ΕΙΟΡΑ ή σε άλλη εθνική εποπτική αρχή.

- Παρέχεται δυνατότητα στα κράτη-μέλη να ορίσουν ειδικούς όρους/ περιορισμούς  για το πλαίσιο της ανάθεσης.
- Κρίσιμο παραμένει το γεγονός ότι την ευθύνη για την όποια απόφαση εξακολουθεί να φέρει η αναθέτουσα εποπτική αρχή.
- Η ανάθεση θα πρέπει να αφορά σε ορισμένο εποπτικό θέμα, χωρίς να είναι απαραίτητο να σχετίζεται μόνο με διασυνοριακές υποθέσεις (εκτός εάν με εθνικές ρυθμίσεις το πεδίο ανάθεσης εξαντλείται σε διασυνοριακά θέματα).

• η ανακατανομή αρμοδιοτήτων που επιτυγχάνεται διέπεται από την αρχή της ανάθεσης σε εποπτική αρχή που «βρίσκεται σε καλύτερη θέση» να επιληφθεί των σχετικών εποπτικών ενεργειών.

5. Προσφυγές

Λόγω ακριβώς των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων που αποδίδονται στην ΕΙΡΑ, προβλέπεται σύστημα προσφυγής σε ένα συμβούλιο προσφυγών (σε πρώτο βαθμό) κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων και των εθνικών εποπτικών αρχών, κατά απόφασης της ΕΙΟΡΑ

• ιδίως στις περιπτώσεις των άρθρων 17:σε περίπτωση αναφοράς παράβασης εθνικής εποπτικής αρχής, 18: δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και 19: επίλυση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών

VΙΙΙ.  SOLVENCY II-ΤΟ ΝΕΟ ΕΠΟΠΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Βασικότεροι λόγοι μετάβασης στο νέο καθεστώς:

• αδυναμία των υφιστάμενων κανόνων του Solvency I να απεικονίσουν ολιστικά τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται η ασφαλιστική επιχείρηση
• υπό το ισχύον καθεστώς, η φερεγγυότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων βασίζεται στο λεγόμενο ασφαλιστικό κίνδυνο (κίνδυνος underwriting), παρακάμπτοντας άλλους εξίσου βασικούς (π.χ. κίνδυνος πιστωτικός, αγοράς, ρευστότητας)

• η κρίση ανάδειξε αυτήν ακριβώς την ανεπάρκεια του υφιστάμενου πλαισίου να απεικονίσει στις κεφαλαιακές απαιτήσεις τον αντίκτυπο του πιστωτικού κινδύνου, του κινδύνου αγοράς και ρευστότητας κ.α.

Το Solvency II ακολουθώντας το μοντέλο της «Βασιλείας ΙΙ» (Basel II) ανταποκρίθηκε στην ανάγκη υιοθέτησης ενός μοντέλου εκτίμησης των κεφαλαιακών απαιτήσεων που είναι βασισμένο στον κίνδυνο.

Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις την εφαρμογή τεχνικών διαχείρισης κινδύνων, εταιρικής διακυβέρνησης και διαφάνειας, οι οποίες κρίνονται πλέον απαραίτητες για την ορθή λειτουργία της αγοράς.
 
• H σωστή διαχείριση κινδύνων (Risk Management) οδηγεί στην ύπαρξη του αναγκαίου κεφαλαίου για την ουσιαστική αντιμετώπιση όλων των αναλαμβανόμενων κινδύνων.

• Μη ύπαρξη αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης κινδύνων (Risk Management) οδηγεί σε υπερκεφαλαιοποίηση και άσκοπη δέσμευση κεφαλαίων τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την περαιτέρω ανάπτυξη των εργασιών.
 
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ -ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Εποπτεία

- Βασική πρόκληση είναι να μιλήσουμε την ίδια γλώσσα, ευρωπαίοι επόπτες και ευρωπαϊκές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς αποκλίνουσες εποπτικές πρακτικές πλήττουν την αξιοπιστία της ίδιας της αγοράς ασφαλίσεων.
- Πέρασε ο καιρός που μπορούσαμε να κρατήσουμε τα εθνικά στεγανά.
- Η απάντηση στο ερώτημα του κατά ποσόν μια ενιαία εποπτεία των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στο μέλλον θα αποτελούσε ιδανικά εχέγγυο βέλτιστης λειτουργίας των αγορών υπέρ καταναλωτών και επενδυτών, δεν είναι τουλάχιστον ακόμα δεδομένη.

• όσο πιο ανταγωνιστικό το περιβάλλον, τόσο πιο εξειδικευμένο το μοντέλο λειτουργίας ενός τομέα, άρα ακόμη πιο εξειδικευμένη εποπτεία

Solvency II
 
• Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει, όπως αντίστοιχα οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προετοιμαστούν εγκαίρως,  αναπτύσσοντας τις απαραίτητες διαδικασίες και δημιουργώντας τις κατάλληλες υποδομές ώστε να είναι σε θέση να ασκήσουν επαρκώς τα ελεγκτικά τους καθήκοντα και να καθοδηγήσουν την ασφαλιστική αγορά στην ομαλή μετάβασή της στο νέο πλαίσιο.
• Επιπλέον, η εποπτική διαδικασία καθίσταται πολύπλοκη και απαιτεί:
-  εξειδικευμένες γνώσεις στους τομείς τις διαχείρισης κινδύνων αλλά και της εταιρικής διακυβέρνησης  επιτακτική ανάγκη της κατάλληλης στελέχωσης και εκπαίδευσης και των εποπτών
-  αξιολόγηση μεγάλου όγκου δεδομένων σε σύντομα χρονικά διαστήματα,   αναβάθμιση των μηχανογραφικών τους συστημάτων αλλά και των εσωτερικών δομών λειτουργίας της εποπτικής αρχής στο σύνολο της.

Επομένως:

• Το νέο εποπτικό πλαίσιο δεν είναι αυτοσκοπός.

• Η αξία του θα κριθεί από το αποτέλεσμα, εάν δηλαδή:

- οι κανόνες λειτουργίας θα είναι λογικοί και εφαρμόσιμοι και όχι υπερβολικοί
- θα οδηγήσουν σε υγιή ανταγωνισμό, έλλειψη στρεβλώσεων και σε ανάπτυξη με σεβασμό στον καταναλωτή.

• Η πορεία των εποπτευόμενων θα είναι το μέτρο της επιτυχίας του νέου συστήματος.