Ανυπολόγιστη η έκταση των περιβαλλοντικών ζημιών

του Μιχάλη Ιωαννίδη, Crisis Management Underwriting Manager, Chartis

Τα τελευταία χρόνια, η ανθρωπότητα έχει παρακολουθήσει, με ιδιαίτερη αγωνία, να συμβαίνουν αρκετά βιομηχανικά ατυχήματα, με τραγικές συνέπειες για το περιβάλλον. Ενδεικτικά, αναφέρω το δυστύχημα που σημειώθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2010 στην Ουγγαρία, όπου από ρήγμα σε δεξαμενή εργοστασίου επεξεργασίας αλουμινίου διέρρευσαν ένα εκατομμύριο κυβικά μέτρα κόκκινης τοξικής λάσπης, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν επτά γειτονικά χωριά, ενώ η τοξική λάσπη κατέληξε στο Δούναβη, προκαλώντας μία από τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές στη χώρα. 

Ο αριθμός των νεκρών έφτασε τους εννέα, οι τραυματίες τους 150, ενώ 40.000 στρέμματα γης δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη γεωργία, λόγω των βαρέων μετάλλων. 

Όποιο περιστατικό και αν μελετήσουμε, θα δούμε ότι καθένα από αυτά αναδεικνύει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, άμεσα συνδεδεμένα με τις περιβαλλοντικές ζημιές. Μπορούμε συνοπτικά να αναφέρουμε ότι οι περιβαλλοντικές ζημιές έχουν χαρακτήρα διάσπαρτο, δηλαδή συχνά διασπείρονται σε πολύ μεγάλη ή και απεριόριστη έκταση, παρουσιάζουν επίσης χαρακτήρα συλλογικό, με την έννοια ότι οι άμεσες, αλλά και οι έμμεσες ζημιογόνες συνέπειές τους θίγουν ένα μεγάλο και συχνά απροσδιόριστο αριθμό ανθρώπων. 

Οι επιπτώσεις των περιβαλλοντικών ζημιών έχουν διαχρονικό χαρακτήρα, επηρεάζουν δηλαδή όχι μόνο την παρούσα, αλλά και τις μέλλουσες γενεές, ενώ, παράλληλα, μια οικολογική ζημιά δεν είναι πάντα άμεσα εμφανής και, επομένως, η έκτασή της σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο είναι συχνά δυσχερώς αποδείξιμη. Αυτά τα χαρακτηριστικά αποτέλεσαν ένα βασικό «οδηγό» για τη θέσπιση του κοινοτικού δικαίου για το περιβάλλον τις τελευταίες δεκαετίες, αφού δημιουργήθηκε η ανάγκη διακρατικής κινητοποίησης και συνεργασίας για την αντιμετώπισή τους, ενώ παράλληλα καθίσταται πολύ σημαντική η διαμόρφωση προστατευτικών μηχανισμών προσανατολισμένων τόσο σε βραχυπρόθεσμη όσο και σε μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν. 

Έτσι, με γνώμονα τα βασικά χαρακτηριστικά των περιβαλλοντικών ζημιών, αλλά και με κατευθυντήριες αρχές την αρχή της πρόληψης και προφύλαξης, την αρχή της αειφορίας και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» συντάχθηκε η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2004/35/ΕΚ «Ο Ρυπαίνων Πληρώνει», η οποία έθετε ως ημερομηνία ενεργοποίησης την 30ή Απριλίου 2007. Μέχρι σήμερα, η οδηγία έχει ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία σχεδόν όλων των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ίδια η οδηγία υπερβαίνει τα όρια της βασικής αρχής στην οποία βασίστηκε, δηλαδή την αρχή «o ρυπαίνων πληρώνει», αφού αναζητά ευθύνες και σε περιπτώσεις υποβάθμισης του περιβάλλοντος, ακόμα και όταν δεν προκύπτει από άμεσες συνθήκες ρύπανσης (π.χ. πυρκαγιά σε δάσος όπου επηρεάζει την πανίδα της περιοχής). 

Στην Ελλάδα, η ενσωμάτωση πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 2009, με την ψήφιση του Προεδρικού Διατάγματος υπ’ αρ. 148 (Φ.Ε.Κ. 190-29/9/2009). Μεταξύ άλλων, το Προεδρικό Διάταγμα καθόρισε «αντικειμενική» ευθύνη για τις επιχειρήσεις που ρυπαίνουν το περιβάλλον, ευθύνη δηλαδή ανεξαρτήτως υπαιτιότητας, θεσπίζοντας παράλληλα την υποχρέωση ασφάλισης των επιχειρήσεων ή λήψης άλλων μορφών χρηματοοικονομικών εγγυήσεων έναντι των περιβαλλοντικών ζημιών. Παρόλα αυτά, η διαδικασία για την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων, που θα ενεργοποιήσουν το καθεστώς της υποχρεωτικής αγοράς χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ορίζοντας το ύψος και το εύρος της ασφαλιστικής κάλυψης, ακόμα εκκρεμεί. Έχει όμως ήδη τεθεί σε ισχύ η ευθύνη για την πρόληψη και αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας. 

Κάθε φορέας εκμετάλλευσης που προκαλεί, ή απειλεί να προκαλέσει, με τη δραστηριότητά του, περιβαλλοντική ζημία, έχει υποχρέωση να την αποτρέψει, με τη λήψη των απαραίτητων προληπτικών μέτρων, ή να την αποκαταστήσει. Με την έννοια της περιβαλλοντικής ζημίας ορίζονται οι άμεσες ή έμμεσες ζημιές που προκαλούνται στο υδάτινο περιβάλλον (υπόγεια και υπέργεια ύδατα), η άμεση ή έμμεση ρύπανση του εδάφους, καθώς και η καταστροφή των προστατευόμενων ειδών ή/και των οικοτόπων. Η αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας επιτυγχάνεται με την επαναφορά του περιβάλλοντος στην αρχική του κατάσταση, μέσω πρωτογενούς, συμπληρωματικής και αντισταθμιστικής αποκατάστασης, όπου: α) ως πρωτογενής αποκατάσταση θεωρείται κάθε μέτρο αποκατάστασης που έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά των φυσικών πόρων που υπέστησαν ζημία στην ή προς την αρχική τους κατάσταση, β) ως συμπληρωματική αποκατάσταση θεωρείται κάθε μέτρο αποκατάστασης που αναλαμβάνεται σε σχέση με τους φυσικούς πόρους, ως αντιστάθμιση του γεγονότος ότι η πρωτογενής αποκατάσταση δεν είχε ως αποτέλεσμα την επανόρθωση των φυσικών πόρων και γ) ως αντισταθμιστική αποκατάσταση καθορίζεται οποιαδήποτε δράση αναλαμβάνεται για να αντισταθμιστούν οι προσωρινές απώλειες φυσικών πόρων, κατά την περίοδο που μεσολαβεί από την ημερομηνία της ζημίας μέχρι την επίτευξη πλήρους αποτελέσματος της πρωτογενούς αποκατάστασης. 

Ήδη από το 2003, η Chartis Greece διαθέτει ασφαλιστήρια Περιβαλλοντικής Ευθύνης τα οποία έχουν προσαρμοσθεί στις εξελίξεις. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στις ολοκληρωμένες ασφαλιστικές λύσεις Enviro Solutions, που παρέχουν ένα πολύ διευρυμένο σύνολο ασφαλιστικών καλύψεων έναντι περιβαλλοντικής ευθύνης. Τα προϊόντα αυτά, εναρμονισμένα με το Εθνικό Δίκαιο για το Περιβάλλον, απευθύνονται σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες των επιχειρήσεων: βιομηχανίες, βιοτεχνίες, επιχειρήσεις ενέργειας, πετροχημικές εγκαταστάσεις, μονάδες ανακύκλωσης, κατασκευές δημοσίων και ιδιωτικών έργων, διαχείριση αποβλήτων, μεταφορείς αποβλήτων (επικίνδυνων και μη), ξενοδοχειακές μονάδες, εμπορικά κέντρα, εκθεσιακοί χώροι, γραφεία, οικιστικά συγκροτήματα. Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια αποτελούν πολύ σημαντική προστασία για τις επιχειρήσεις έναντι κινδύνων ρύπανσης για απαιτήσεις που σχετίζονται με:

– σωματικές βλάβες, υλικές ζημιές τρίτων
– κόστος Καθαρισμού τρίτων ή και των Ιδίων των εγκαταστάσεων του ασφαλισμένου
– αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας: δηλαδή ζημιά σε εδάφη – ύδατα και προστατευμένα είδη και οικότοπους. 

Η κάλυψη ενεργοποιείται όταν έχουμε συνθήκες ρύπανσης που έχουν προκύψει είτε μετά από ατυχηματικό – ξαφνικό γεγονός είτε μετά από σταδιακό γεγονός. Η ιδιαίτερη φύση των περιβαλλοντικών ζημιών έχει «αναγκάσει» σε υπέρβαση τον ασφαλιστικό θεσμό, αφού διαθέτει λύσεις για πολύ εξειδικευμένες περιπτώσεις, πρωτόγνωρες για τα ασφαλιστικά δεδομένα όπως:
– κάλυψη εξόδων που προκύπτουν από προϋπάρχουσες συνθήκες ρύπανσης, τις οποίες δε γνώριζε ο ασφαλισμένος κατά την έναρξη της κάλυψης και εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
– ενεργοποίηση του συμβολαίου, όταν έχουμε υποβάθμιση του περιβάλλοντος, που δεν έχει προκύψει από συνθήκες ρύπανσης, αλλά από αμέλεια του ασφαλισμένου κατά την πραγματοποίηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας.

Ο ασφαλιστικός θεσμός είναι ένας σημαντικός σύμμαχος στη διάθεση των επιχειρήσεων. Ένα από τα βασικά γνωρίσματα που διέπουν, αλλά και διατηρούν, τη σχέση μεταξύ των επιχειρήσεων και του ασφαλιστικού θεσμού είναι η συνοδοιπορία στο δρόμο των νέων αναγκών που δημιουργούνται στο σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον. Γίνεται ανάλυση των αναγκών και των νέων επιχειρηματικών κινδύνων και δίνονται απαντήσεις μέσω καινοτόμων καλύψεων σε σύγχρονα συμβόλαια 3ης γενιάς, όπως αυτά της περιβαλλοντικής ευθύνης.